Τώρα που σιγά σιγά γεμίζει η Αθήνα με αγνώμονες παραθεριστές που επιστρέφουν γκρινιάζοντας ("Πόσο γρήγορα πέρασαν οι μέρες", "Ήθελα κι άλλο", "Πανάκριβα όλα", "Ταλαιπωρήθηκα στο πλοίο", "Γύρισα περισσότερο κουρασμένη"), νιώθεις το αχτύπητο πλεονέκτημα του ανθρώπου που δεν έχει φύγει διακοπές, έχοντας έτσι γλιτώσει τον ίλιγγο που προκαλεί η υψομετρική διαφορά ανάμεσα στη δροσερή θάλασσα και την καυτή άσφαλτο.
Έχεις λοιπόν φάει στη μάπα τον καύσωνα. Τις φωτιές. Τα βουνά από σκουπίδια στα πεζοδρόμια. Τις καθυστερήσεις στο μετρό. Τους άδειους δρόμους που αποκαλύπτουν πόσο άσχημη είναι αυτή η πόλη. Τα τζάνκια που κυκλοφορούν στην Πανεπιστήμιου περιμένοντας απεγνωσμένα τον ντίλερ τους και τους τροφαντούς τουρίστες που ρουφάνε τα μοχίτο τους σε μοδάτο μπαράκι στο Σύνταγμα (δύο όψεις του ίδιου νομίσματος). Και αποφασίζεις να μείνεις σπίτι. Μένεις σπίτι και στο τέλος μισείς το σπίτι.
Ξαφνικά, όλα μοιάζουν να τρεμοπαίζουν σε μια θερινή ηλιαχτίδα τρόμου. Πεζοπόροι εξαφανίζονται σε νησιώτικα μονοπάτια λες και τους έχει καταπιεί η γη, παιδιά πνίγονται αβοήθητα σε πισίνες κατασκηνώσεων, σκουριασμένα παιχνίδια λούνα παρκ μεταμορφώνονται σε πίστες τρόμου εκσφενδονίζοντας νεαρά αγόρια στο αιώνιο Διάστημα, τροχαία στην Παραλιακή, πυροβολισμοί, ο Κολωνός ως σκοτεινό πηγάδι. Και, μέσα σ’ όλα, σε λίγο δεν θα μας επιτρέπεται να προφέρουμε καν τη λέξη "μπάτσος", μία από τις πιο ανακουφιστικές λέξεις της ελληνικής γλώσσας. "Μπάτσος", "μαλάκας", "σκατά". Μα, κύριε Π, χωρίς τέτοιες λέξεις, πώς θα βγάλουμε τη μέρα; Πώς θα την ξορκίσουμε;
Ένα μεσημέρι, κατέβαινα την Κοραή όταν με σταμάτησε μια κοπέλα και μου ζήτησε να της πάρω κάτι από το περίπτερο. "Τι θες;" τη ρώτησα απότομα. Ήμουν ιδρωμένος και ζαλισμένος από τη ζέστη. "Τσιγάρα", απάντησε. "Ξέχνα το. Άλλο". "Ένα χυμό", είπε. "Εντάξει". Ήταν γύρω στα σαράντα, φορούσε καπέλο, τα μπράτσα της ήταν τρυπημένα. Καθώς άνοιγε το ψυγείο, είδα πως κρατούσε στο χέρι της ένα αντίτυπο του "Πρώτου έρωτα". "Διαβάζεις Μπέκετ;" τη ρώτησα. "Ναι, κάποτε έκανα θέατρο" και την ίδια στιγμή έβγαλε από το μικρό της σακίδιο τον "Φόβο" του Τσβάιχ. "Έχει γίνει και ταινία, από τον Μπέργκμαν". "Τι τσιγάρα είπες πως καπνίζεις;"
Πάντως, τις περισσότερες μέρες τις πέρασα μέσα, μόνος, προσπαθώντας να γράψω ή να διαβάσω, πράγματα ακατόρθωτα δηλαδή: το μυαλό μου έλιωνε σταδιακά. Συνήθως μπλεκόμουν στον έλικα κάποιου τραγουδιού που το έβαζα στο ριπίτ, ονειροπολώντας ξαπλωμένος στο κρεβάτι, ενώ το βουητό από τον ανεμιστήρα εμπόδιζε την ακρόαση. Και μετά τσάταρα για ώρα, μέχρι που στο τέλος μ’ έπιανε αηδία και μπλόκαρα όλους εκείνους τους συνομιλητές που επέπλεαν, μαζί μ’ εμένα, σ’ αυτό το κύμα που ονομάζεται ψηφιακή ζωή. Τίποτα δεν είναι αληθινό εκεί. Κυρίως, εγώ.
Μάλλον ροκάνιζα τον αυγουστιάτικο χρόνο μου, περιμένοντας να επιστρέψουν στην Αθήνα οι άνθρωποι που πραγματικά αγαπώ. Αν κι ακόμα να μάθω, μισό αιώνα μαλάκας, τι σημαίνει αγάπη: "Να χτίζεις ένα σπίτι. Είναι το καλύτερο. Ν’ ακολουθείς το δικό σου σχέδιο λες και είσαι Θεός. Μ’ έναν φράχτη τριγύρω. Αλλά μην ξεχάσεις να βάλεις μια πόρτα για τους φίλους".
Ο Αύγουστος είναι περίεργος μήνας. Μας βρίσκει απροετοίμαστους και εξαντλημένους απ’ όλη τη χρονιά και μας αιφνιδιάζει. Μαγνήτης απόλαυσης. Και μαζί χωνί κακών ειδήσεων. Η πιο πρόσφατη κακή είδηση που άκουσα ήταν πως πέθανε η Τζίνα Ρόουλαντς. Ίσως επειδή πίστευα πως είχε ήδη πεθάνει ή δεν θα πέθαινε ποτέ. Θυμήθηκα την πρώτη φορά που την είδα στο υπόγειο του "Άστυ", δεκαετία του ’90, όταν είχαν επανεκδοθεί τα "Πρόσωπα" του Κασαβέτη. Πιθανότατα, η πιο όμορφη γυναίκα που είχα αντικρίσει στο σινεμά. Γλυκιά, μανιακή, εύθραυστη. Και μετά, χρόνια αργότερα, την είδα στα "Κύματα αγάπης", σ’ ένα αφιέρωμα για τον Κασαβέτη, με τον οποίο έζησε μια θυελλώδη ζωή, στην Ελληνοαμερικανική Ένωση. Έπειτα, είχαμε βγει έξω, στη Μασσαλίας. Όσο βλέπαμε το φιλμ, το είχε στρώσει. Χιόνι παντού. Με δυσκολία περπατήσαμε μέχρι τη Σκουφά για να πιούμε ένα ποτό. Την επόμενη μέρα το χιόνι έλιωσε από τον ήλιο. Λες και είχε λιώσει κάτω από μια γιγάντια καύτρα τσιγάρου: "Σας αγαπώ πολύ. Μην αργείτε".