Ήθελα να γράψω ένα αρθράκι για την Αθήνα, τον Αύγουστο. Αλλά, έπειτα, ένας πυκνός καπνός γέμισε τον αττικό ουρανό κι έπαψα να έχω διάθεση για γράψιμο. Τι να γράψεις μέσα στις στάχτες; Ένα ακόμη καλοκαίρι που όλα λιώνουν στις φλόγες.
Είχα λοιπόν ξεμείνει στην πόλη, δούλευα, όσο μπορεί να δουλέψει κανείς με τέτοια ζέστη, ώσπου μια πορτοκαλί ανταύγεια τρύπωσε στο σπίτι. Βγήκα έξω στη βεράντα. Ο ουρανός είχε πάρει ένα πύρινο χρώμα, όπως εκείνον τον Ιούλη, τότε που κάηκε το Μάτι. Μετά συνέχισα να δουλεύω.
Τηλεφώνησα στους γονείς μου. Μαζεύανε τα ρούχα τους. "Μην τ’ αγοράζω ξανά, όπως την προηγούμενη φορά", είπε η μάνα μου θυμωμένη. Πριν έξι χρόνια, το σπίτι είχε καεί ολοσχερώς. Αλλά, όπως στη "Θυσία" του Ταρκόφσκι, ένα σπίτι έχει δικαίωμα να καεί δυο φορές. Δεν θα εξηγήσω τι εννοώ. Δεν έχω χρόνο.
Για μέρες πήγαινα στον Εθνικό Κήπο κι έβλεπα τους ίδιους ανθρώπους να κάθονται στα ίδια παγκάκια, λες και δεν έφευγαν ποτέ από κει. Ένας άντρας, αδύνατος με αραιά μαλλιά, κάπνιζε ακούγοντας μουσική από το κινητό του. Το πουκάμισό του ήταν πάντα ανοιχτό. Ένα απόγευμα, καθώς έτρεχα, τον χαιρέτησα. Με κοίταξε καχύποπτα. Φυσιολογικό. Ήμουν ένας ιδρωμένος μεσήλικας, με παραπανίσια κιλά, που έκανε τζόκινγκ φορώντας ένα ζευγάρι μεγάλα ακουστικά, άσπρα και φθαρμένα.
Ένα μεσημέρι, περνώντας από το σιντριβάνι, δίπλα στο άγαλμα του Τρούμαν, είδα μια γυναίκα να μπαίνει στο νερό με τα ρούχα της, προσπαθώντας να δροσιστεί. Δεν μου φάνηκε τρελό. Τρελό μού φαίνεται που ο ανδριάντας του Αμερικανού προέδρου βρίσκεται στο ίδιο σημείο με τον ανδριάντα του Γκάντι. Η βόμβα και η ειρήνη. Η ειρήνη και η βόμβα. Η ζωή είναι γεμάτη ενοχλητικές αντιφάσεις.
Όπως ήδη είπα, είχα ξεμείνει στην Αθήνα. Ο γιος μου βρισκόταν στις Κυκλάδες, μια φίλη ταξίδευε στην Ολλανδία και μια άλλη στη Γουατεμάλα. Από τη μία: τουλίπες, ψηλές γυναίκες που φοράνε κοντά λευκά σοσόνια και κάνουν ποδήλατο στους πεντακάθαρους δρόμους του Άμστερνταμ, το "Κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι" του Βερμέερ, οι "Δύο Αφρικανοί άντρες" του Ρέμπραντ. Από την άλλη: μικρά παιδιά που χοροπηδάνε μπροστά από μια μπλε ανοιχτή πόρτα, μια γυναίκα με μια πλαστική λεκάνη στο κεφάλι, ένα κορίτσι, με ίσια μαύρα μαλλιά και φούστα με πιέτες, που κοιτάζει γελώντας ένα αγόρι με μπορντό παντελόνι και σκαρπίνια. Και ύστερα: ηφαίστεια την αυγή, η απειλητική ομίχλη της ζούγκλας, μια καλύβα στην καταχνιά. Τουλάχιστον ταξιδεύω ακίνητος.
Τον Δεκαπενταύγουστο πήγα με τους γονείς μου στην παραλία του Μαραθώνα. Όση ώρα κάναμε μπάνιο, τα ελικόπτερα πηγαινοέρχονταν πάνω από τα κεφάλια μας. Μαζεύανε νερό από τη θάλασσα και μετά το ρίχνανε στο βουνό που κάπνιζε ακόμα. Λίγο πράσινο είχε μείνει και τώρα είχε γίνει μαύρο. Μετά, φάγαμε πρόχειρα και κατά τις επτά γύρισα στην Αθήνα. Στο ΚΤΕΛ άκουγα αυτό: "Είναι κάτι που δεν έχω ξαναδεί. Τα λουλούδια ανθίζουν τη νύχτα". Εφόσον δεν τα έχει κάψει η πυρκαγιά.
Για μια δυο μέρες, αφού βράδιαζε, έπαιρνα την κόκκινη γραμμή και πήγαινα στον Άγιο Ιωάννη. Είναι περιοχές που σπάνια επισκέπτεσαι. Ανέβαινα τις κυλιόμενες σκάλες και έφτανα στην πλατεία που ήταν συνήθως έρημη. Πίσω από την εκκλησία υπήρχε ένας ανηφορικός δρόμος. Σε δυο λεπτά ήμουν στο σπίτι ενός φίλου. Ήταν ένα μικρό διαμέρισμα, με μπόλικα βιβλία, στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο, ένα τεράστιο φυτό εσωτερικού χώρου, σαν χταπόδι με πράσινο πλοκάμια, παλιές οικογενειακές φωτογραφίες και σκονισμένα αντικείμενα, λες και ο νεαρός φίλος μου τα είχε κλέψει από το μουσείο του Παρατζάνοφ στο Γιερεβάν.
Μιλούσαμε για σινεμά, ακούγαμε μουσική, τρώγαμε παγωτό και μετά μου έφερνε σεντόνι, μαξιλάρι κι ένα μπουκάλι νερό. Κοιμόμουν στον καναπέ μέχρι να ξημερώσει. Το πρωί έφευγα προτού ο φίλος μου ξυπνήσει για να πάει στη δουλειά. Έξω, η ζέστη ήταν ήδη αφόρητη. Έμπαινα στο μετρό κι εκεί έβρισκα, για λίγο, σκιά. Επέστρεφα σπίτι. Μερικές φορές ξεχνάμε πως η Αθήνα ήταν κάποτε μια πόλη μαγική. Ήταν, είναι και θα είναι: "Τα λουλούδια καλύπτουν τα πάντα".