Γεννήθηκα στην Αλεξανδρούπολη παλιά, πολύ παλιά. Οι γονείς μου ήταν πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης. Στην Αθήνα ήρθα τον Μάρτιο του 1962 επειδή αρρώστησα. Φτάσαμε με μια Dakota της Ολυμπιακής Αεροπορίας. Από παιδί ήμουν αθηνολάτρης, γιατί πίστευα ότι η Αθήνα είναι τα πάντα.
Νοσηλεύτηκα στον Ευαγγελισμό. Οι πρώτες μου εικόνες της πόλης ήταν από το παράθυρο του θαλάμου και συγκεκριμένα μια διαφήμιση "Παπαστράτος" και το παρκάκι απέναντι από το νοσοκομείο όπου τότε έχτιζαν το Hilton. Δεν με ενδιέφεραν όμως αυτά. Αυτό που με απασχολούσε ήταν πότε θα έρθει ο εφημεριδάς στο νοσοκομείο να φέρει να διαβάσω τι συνέβαινε. Ήθελα να ξέρω αν πήγαινε καλά το "Απόψε αυτοσχεδιάζουμε" και όλες τις εξελίξεις που το αφορούσαν. Πρώτη βραδιά με το που βγήκα από το νοσοκομείο πήγα στο θέατρο Αθηνών όπου παιζόταν το έργο.
Ξεκινήσαμε με τη μητέρα μου να πάμε στην απογευματινή παράσταση. Μπερδευτήκαμε όμως γιατί ακριβώς δίπλα ήταν το θέατρο Βρετάνια το οποίο τότε λειτουργούσε σαν κινηματογράφος. Κι έτσι χωθήκαμε μέσα στον κινηματογράφο, παρότι βγάλαμε εισιτήρια για την παράσταση. Ξαφνικά λοιπόν βλέπω τη Σούζαν Χέιγουορντ και τον Τζον Γκάβιν να φιλιούνται και να πέφτουν μαζί σε ένα χαντάκι με το αυτοκίνητο. Λέω αποκλείεται, αυτό το έργο δεν μπορεί να είναι Πιραντέλο. Από την άλλη όμως σκέφτηκα: "Για κάτσε, όλοι λένε ότι είναι πολύ πρωτότυπη παράσταση. Βρε κοίτα να δεις πρωτοτυπία!". Όταν καταλάβαμε ότι είχαμε κάνει λάθος φύγαμε άρον άρον.
Το "Απόψε αυτοσχεδιάζουμε" ήταν μια αλαμπουρνέζικη παράσταση. Ήταν και το έργο τέτοιο· θέατρο μες στο θέατρο. Η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι ήταν μαγική –δεν ξέρω αν χωρίς αυτή θα είχε την ίδια επιτυχία– και ο θίασος καταπληκτικός. Τραγουδούσε η Ζωή Φυτούση και έπαιζαν ο Βάσος Ανδρονίδης, η Μαρία Κωνσταντάρου, ο Βύρων Πάλλης, η Αλίκη Ζωγράφου και βέβαια η Βούλα Ζουμπουλάκη και ο Δημήτρης Μυράτ. Όλο αυτό που είχαν δημιουργήσει ασκούσε μεγάλη γοητεία. Θυμάμαι την ταραχή μας όταν ξαφνικά μέσα από τον κόσμο βγήκε ο Μυράτ και άρχισε να λέει: "Σας παρακαλώ, σταματήστε την παράσταση" και διάφορα τέτοια, τα οποία ήταν σχεδόν σοκαριστικά για την εποχή εκείνη.
Το καλοκαίρι του 1965 είδα για πρώτη φορά από κοντά τον Μάνο Χατζιδάκι. Είχα έρθει στην Αθήνα φέρνοντας θεατρικά έργα στον Αλέξη Σολομό. Ένας οικογενειακός φίλος, παλιός Αθηναίος με πήγε να φάμε στην Πλάκα, στην ταράτσα του Βάκχου. Όταν είδα τον Μάνο Χατζιδάκι να ανεβαίνει έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Κόντεψε να μου κάτσει το κόκαλο στον λαιμό – έτρωγα ψάρι, θυμάμαι. Κάθισαν απέναντί μας με τον Γιώργο Ρωμανό, έναν πάρα πολύ όμορφο νέο που τότε είχε γράψει κάτι μπαλάντες τις οποίες ενορχήστρωσε ο Χατζιδάκις.
Τον Χατζιδάκι τον γνώρισα πολύ αργότερα, όταν πλέον ήμουν δημοσιογράφος. Αργότερα τον έβλεπα κοινωνικά σε σπίτια φίλων, άλλοτε το σπίτι του ΚΥΡ, άλλοτε στου Γιώργου Μαρίνου, στης Ντένης Βαχλιώτη, της Φωφώς Βασιλακάκη – ήξεραν τον Χατζιδάκι από την Κατοχή, ήταν παλιοί φίλοι πια. Δεν τον πλησίασα όμως. Όταν σέβομαι έναν άνθρωπο και τον θαυμάζω, δεν τον πλησιάζω. Δεν με ενδιαφέρει να μάθω την καθημερινότητά του. Ωστόσο λέγαμε πάρα πολλά πράγματα. Μου μιλούσε για τη Νέα Υόρκη, τη σχέση που είχε με τον Λέοναρντ Μπερνστάιν το διάστημα που έμεινε στην Αμερική, με τον βιολονίστα Άιζακ Στερν.
Στη δημοσιογραφία μπήκα το 1969, πήγαινα στη σχολή του Ελληνο-αμερικανικού Επιμορφωτικού Ινστιτούτου που ήταν στη συμβολή Ακαδημίας και Σίνα. Καθηγητές της Παντείου και της Νομικής δίδασκαν εκεί πάρα πολλά άχρηστα ή και χρήσιμα βιβλία τα οποία τότε δεν καταλαβαίναμε πολύ καλά. Πρακτική πάντως στη δημοσιογραφία δεν κάναμε. Επειδή ήμουν φαίνεται αρκετά συνεπής η ίδια η σχολή με έστειλε στο συγκρότημα Λαμπράκη που τότε ετοίμαζε ένα περιοδικό με διευθυντή τον Νίκο Καμπάνη, το οποίο λεγόταν "Ψυχαγωγία" και θύμιζε αρκετά το "Αθηνόραμα" που βγήκε αργότερα. Ήταν πραγματικά ανέλπιστο ότι βρήκα αμέσως δουλειά σε μια εποχή που δεν υπήρχαν πολλές. Το έντυπο δεν μακροημέρευσε γιατί ο κόσμος δεν ήξερε τότε από αυτά, παρότι είχε πολύ καλούς συνεργάτες οι οποίοι τότε αποφυλακίζονταν – κρατούνταν για πολιτικούς λόγους, μην ξεχνάτε ότι μιλάμε για τα χρόνια της χούντας. Μετά πήγα στον στρατό και όταν βγήκα δούλεψα στα "Επίκαιρα".
Η Αθήνα με ενδιέφερε και ενδιαφερόταν κι εκείνη για μένα. Έτσι υιοθετήθηκα. Άλλωστε πάντα μου άρεσε αυτό το παιχνίδι. Να γυρνάω και να λέω ότι είμαι υιοθετημένος. Τώρα τα λέμε και χαμογελάμε, όμως όλα αυτά δεν ήταν πάρα πολύ εύκολα.
Η πρώτη μου συνέντευξη ήταν με τα παιδιά του Εθνικού Θεάτρου, τα οποία μόλις είχαν τελειώσει τη σχολή. Το κείμενό μου έλεγε ότι εκείνη η φουρνιά θα έκανε μπαμ. Μιλάμε για την Κατιάνα Μπαλανίκα, την Άννα Βαγενά, τον Κώστα Αρζόγλου, τον Νίκο Σκυλοδήμο, τη Σμαράγδα Σμυρναίου, την Υβόννη Μαλτέζου η οποία μέχρι τώρα είναι φίλη μου, την Τιτίκα Στασινοπούλου, τη Βάσια Τριφύλλη η οποία δεν είχε έρθει στη συνέντευξη –δεν είχε τότε αυτό το επώνυμο, το πήρε μετά τον γάμο της με τον ηχολήπτη Γιάννη Τριφύλλη –, τον Μηνά Χατζησάββα, τον Νίκο Τσιούνη. Συνδέθηκα μαζί τους. Μάλιστα έγραφα θεατρικά έργα και τους τα διάβαζα· σχεδιάζαμε να κάνουμε κάτι μαζί. Είχαν κι ένα κοινόβιο στην οδό Μνησικλέους στην Πλάκα. Μετά διασπάστηκαν.
Εκείνο το διάστημα γνώρισα και τον Γιώργο Μιχαηλίδη, ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή μου. Του διάβαζα όλα τα θεατρικά έργα που έγραφα και πέθαινε στα γέλια. Ήταν όλα δραματικά αλλά λίγο μπεκετίζοντα λίγο είχαν κάτι από Τένεσι Ουίλιαμς, Άρθουρ Μίλερ. Διάβαζα κι εκείνος γελούσε χωρίς σταματημό. Προφανώς υπονόμευα χωρίς να το καταλαβαίνω τον τρόπο που τα έγραφα, γιατί μάλλον κατά βάθος πίστευα ότι όλα αυτά ήταν λίγο ψευτιές ενώ η πραγματική μου φύση ήταν τελείως διαφορετική.
Μια μέρα του διάβασα ένα κομμάτι και μου είπε: "Αυτή είναι η γλώσσα σου". Λεγόταν "Οικογενειακός τάφος". Η ιστορία ήταν για μια γυναίκα, τη Δωροθέα, η οποία κέρδισε το λαχείο και η πρώτη δουλειά που έκανε ήταν να αγοράσει έναν οικογενειακό τάφο, να μαζέψει όλους τους προγόνους της και να τους βάλει μέσα. Όλοι αυτοί μαλλιοτραβιόνταν μέσα στον τάφο και από πάνω ήταν ένας άγγελος που στεκόταν και έκανε τον διαιτητή. Το μόνο που τους ένωνε ήταν η νοσταλγία του καφέ, ώρα τέσσερις.
Τα γραφεία των εφημερίδων τότε ήταν μαγική εικόνα. Έκοβες με το μαχαίρι τον καπνό – όλοι κάπνιζαν. Όταν δούλευα στην "Απογευματινή", που τότε ήταν στη Φειδίου και είχε διευθυντή τον Αλέκο Φιλιππόπουλο και αρχισυντάκτη τον Σεραφείμ Φυντανίδη, γνώρισα μυθικά πρόσωπα όπως ο Αλέκος Λιδωρίκης, ο Γιάννης Μαρής –Τσιριμώκος ήταν το αληθινό του επώνυμο–, η Ροζίτα Σώκου, η Ειρήνη Καλκάνη, η Φωφώ Βασιλακάκη, η Ελένη Χαλκούση η οποία μου διηγιόταν ιστορίες από την εποχή που σπούδαζε στο Παρίσι με δάσκαλο τον Λουί Ζουβέ.
Ο Γιάννης Μαρής ήταν ένας κύριος πάρα πολύ κομψός. Τον θαύμαζα, πρώτα απ’ όλα γιατί είχε γράψει το "Έγκλημα στο Κολωνάκι". Όταν ήμουν παιδί πίστευα ότι μόλις πας στο Κολωνάκι σε σκοτώνουν. Το έγκλημα στο βιβλίο γίνεται στην οδό Σκουφά, το πραγματικό πάντως έγινε στη Διδότου. Και θυμάμαι στο εξώφυλλο του βιβλίου μια καμπαρντίνα. Τότε έτσι με καμπαρντίνες κυκλοφορούσαν οι λεγόμενοι μυστικοί της αστυνομίας. Φορούσαν καμπαρντίνα και ρεπούμπλικα και κάπνιζαν κάτω απ’ την κολόνα. Τώρα που τα λέμε, πιο φανεροί δεν γινόταν. Μόνο κουδούνια που δεν είχαν. Θυμάμαι να σκύβει η μάνα μου στο αυτί μου και να μου λέει συνωμοτικά: "Αυτός είναι μυστικός". Τότε όλα τα έβλεπα κινηματογραφικά, είχαμε δει και τον Μπόγκαρτ στο σινεμά, σ’ αυτά τα νουάρ τα ασπρόμαυρα και καταλαβαίνετε…
Η "Ελευθεροτυπία" βγήκε το καλοκαίρι του 1975, τότε που γινόταν η Δίκη της Χούντας. Σε μια νύχτα άδειασε όλη η "Απογευματινή" γιατί ο Φιλιπόππουλος πήρε τον κόσμο και τον πήγε εκεί. Αρχικά τα γραφεία ήταν στην Κολοκοτρώνη όπου παλιότερα ήταν το "Έθνος". Μετά έφυγε ο Φιλιππόπουλος και ανέλαβε ο Φυντανίδης τη διεύθυνση. Πολύ ωραίες ήταν τότε οι γειτονιές. Ήταν μια άλλη Αθήνα. Υπήρχαν και καμιά σαρανταριά ουρητήρια στο κέντρο. Δεν χρειαζόταν να κατουράς στις γωνιές.
Το 1981-82 πλέον αυτονομήθηκα γράφοντας κάθε Σάββατο για πάρα πολλά χρόνια ένα χρονογράφημα στην τελευταία σελίδα της "Ελευθεροτυπίας". Ήταν σαν γράμμα στον εαυτό μου επειδή ήμουν πολύ της αλληλογραφίας και πάντα κολλούσα και πολλά γραμματόσημα. Τότε είχα καταπιεί πολλά γραμματόσημα – έχω καταπιεί εγώ βασιλιά Παύλο…
Ξεκίνησα να γράφω τον "Μεγάλο θανατικό" το 1981. Όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο δεν έγινε τίποτα κοσμοϊστορικό. Μου ήρθαν όμως δύο ωραία μπιλιέτα· το ένα από τον Πέτρο Τατσόπουλο, που ήταν πολύ νεαρός και μόλις είχε ξεκινήσει να γράφει και το άλλο από τον Φρέντυ Γερμανό.
Το "Καλοκαίρι που χάθηκε στο χειμώνα" διαβάστηκε από μεγαλύτερο κοινό. Όταν το έγραψα το έδωσα στον Καστανιώτη και μάλιστα το βγάλαμε σε έκδοση τσέπης. Εμένα με ενδιέφερε να πουλιέται στα περίπτερα. Ήθελα να μπορούν να το βρουν οι αναγνώστες τις νύχτες που πήγαιναν σαν τις μύγες στα περίπτερα για να βρουν ένα βιβλίο να κυλήσει η ώρα. Το εξώφυλλο είχε δύο αγόρια με σώβρακα. Μου έλεγε ο Γιώργος Μαρίνος: "Σιγά αγάπη μου να μην παίρνουν το βιβλίο για να διαβάσουν τις δικές σου αηδίες. Για τα σώβρακα αγάπη μου τα παίρνουν αυτά, για τα αγόρια".
Με τον Μαρίνο γνωριστήκαμε πολύ παλιά μέσω της Κατιάνας Μπαλανίκα. Όταν ήμουν φαντάρος μου έστειλε γράμμα που έλεγε ότι του μίλησε η Κατιάνα για μένα. Συνεργαστήκαμε δέκα χρόνια μετά. Σαν άτομο ήταν περίεργο, δεν τον ξαναείδα από το 1989.
Λόγω της δημοσιογραφίας ερχόμουν σε επαφή με πάρα πολύ κόσμο. Θαύμαζα τον τρόπο που ζούσε και συμπεριφερόταν ο Βασίλης Βασιλικός. Μου άρεσαν πολύ τα πρώτα του βιβλία αλλά και μετέπειτα, πάντα είχε να πει κάτι. Τον θεωρώ παρεξηγημένο άτομο που του πρόσαπταν διάφορα, αλλά είχε μια γοητεία. Είχε τον τρόπο να ζει έξω, να γνωρίζει ανθρώπους καταπληκτικούς. Αυτός ζούσε πραγματικά σαν συγγραφέας. Ήταν ο μόνος συγγραφέας που ήξερα που ζούσε τόσο συγγραφικά.
Στην οδό Ιπποκράτους είναι το γραφείο μου. Βρήκα κάποτε ένα χώρο σε μια πολύ παλιά πολυκατοικία που είχε ένα ύφος. Και ο Δημήτριος Ταλαγάνης, αρχιτέκτων και ζωγράφος, μου σχεδίασε τον χώρο. Τότε η Ιπποκράτους δεν είχε σχέση με αυτό που είναι σήμερα. Τα θέατρα ήταν το πιο ζωντανό σημείο της και ξεκινούσαν από τη συμβολή με την οδό Ακαδημίας, δηλαδή από το θέατρο Ακάδημος και κάτω.
Είμαι από τους ανθρώπους που δεν συχνάζουν. Δεν πήγα ποτέ σε καφέ. Πάντα στο σπίτι μαζευόμασταν παρέες. Στο ιστορικό σπίτι της οδού Ανάφης γινόταν για χρόνια το χάι χούι. Πέρναγε όλος ο κόσμος. Η Ροζίτα Σώκου καθόταν στην πλατεία Αμερικής, κάθονταν πολλοί εκεί γύρω. Ήταν άλλη η ανθρωπογεωγραφία της εποχής.
Μου αρέσει πολύ το ιστορικό κέντρο της Αθήνας. Και τα Εξάρχεια μου αρέσουν γιατί έχουν αυτά τα παλαιοβιβλιοπωλεία. Κάποτε ήταν εκεί εκδοτικοί οίκοι. Περιδιαβαίνω την περιοχή και βλέπω γνώριμα πρόσωπα. Πάντα περπατούσα πολύ. Όταν περπατώ δεν σκέφτομαι. Κοιτάζω κάτω για να βρω πράγματα. Το όνειρό μου είναι να βρω ένα πορτοφόλι με πολλά λεφτά και να μην το παραδώσω στην αστυνομία.
Το πρόσφατο βιβλίο του Γιάννη Ξανθούλη "Ονειρεύτηκα τη Σανγκάη", καθώς και άλλα βιβλία του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Διόπτρα.