Για σχεδόν επτά δεκαετίες η κοινωνία της ευρύτερης περιοχής του Πειραιά είχε ένα σπίλο που αμαύρωνε το ηθικό της πρόσωπο: τα διαβόητα, δυσώνυμα Βούρλα. Αυτά ήταν ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο στη Δραπετσώνα, εντός του οποίου εκδίδονταν ιερόδουλες, φρουρούμενο από χωροφύλακες, και επιτηρούμενο από ιατρική υπηρεσία, ώστε να περικλειστεί και να τεθεί υπό κρατικό έλεγχο το αναπόφευκτο φαινόμενο της πορνείας, που ο συγγραφέας ορίζει ως "μια πρακτική αναγκαία και θεσμικά υπό όρους ανεκτή, προκειμένου για την εξισορρόπηση των κοινωνικών εντάσεων και τη ρύθμιση των ποικίλων εκφάνσεων της σεξουαλικότητας".
Μ’ άλλα λόγια, το ελληνικό κράτος, στα τέλη του 19ου αιώνα μάζεψε τις περισσότερες ιερόδουλες του δρόμου και των οίκων ανοχής από ολόκληρο τον Πειραιά, και τις μάντρωσε σε ένα χώρο ώστε να καθαρίσει την πειραϊκή κοινωνία από το "μίασμα" της ορατής πορνείας, να περιορίσει την εξάπλωση των αφροδισίων νοσημάτων, αλλά και να ασκήσει τη "ηθική" πολιτική, που τότε θεωρούνταν ως αρμόζουσα: η Αστυνομία, για να προφυλάξει τα χρηστά ήθη, μπορούσε να χαρακτηρίσει ως πόρνη μια κοπέλα που είχε ελεύθερες ερωτικές σχέσεις εκτός γάμου, και να τη στείλει πακέτο στα Βούρλα, τα οποία ήταν κατ’ ουσία ένας αποθέτης, μια χωματερή κοινωνικών απορριμμάτων.
Τα Βούρλα, χτισμένα πάνω σε ένα βαλτότοπο με βούρλα, απ’ όπου πήραν και το όνομά τους, λειτούργησαν από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι την Κατοχή. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή έκλεισαν προσωρινά για δυο χρόνια, όταν εγκαταστάθηκαν εκεί οικογένειες προσφύγων. Όμως κανείς δεν τα ήθελε, για τους δικούς του λόγους: οι κομουνιστές, οι αστοί, οι πρόσφυγες, οι φεμινίστριες...
Ας φανταστούμε μια απίστευτη, για τα σημερινά μέτρα, εικόνα: ψηλό τοιχίο γύρω - γύρω, ο χωροφύλακας στην πόρτα, οι πελάτες στον καφενέ εντός του χώρου να επιθεωρούν το "εμπόρευμα", κι οι νταβατζήδες που πίνουν ούζο και χασίσι στα κουτούκια έξω από τα Βούρλα περιμένοντας να σχολάσουν οι γυναίκες, να μαχαιρώνονται με μεθυσμένους ναύτες.... Όλη αυτή την τρομερή ιστορία των Βούρλων την καταγράφει με μεγάλη επιμέλεια, σχολαστική εμβρίθεια και άπειρη υπομονή ο Κώστας Βλησίδης, που συνυπογράφει το πόνημα με τον σημαντικό μελετητή του ρεμπέτικου Σπύρο Γ. Παπαϊωάννου, ο οποίος πρόλαβε να δει ολοκληρωμένα τα Βούρλα, αλλά όχι τυπωμένα. Οι δύο τόμοι της μελέτης περιέχουν "ένα τεράστιο υλικό μέσα από τον Τύπο της εποχής, μέσα από το πολύτιμο Ιστορικό Αρχείο του Δήμου Πειραιά, και τέλος μέσα από τα Αρχεία της Κοινωνίας των Εθνών στη Γενεύη, όπου ανακαλύψαμε έναν πραγματικό θησαυρό φωτογραφιών και στοιχείων" όπως λέει ο Βλησίδης.
Αλλά δεν είναι τόσο τα άπειρα στοιχεία τεκμηρίωσης, όσο η αναβίωση των ανθρώπων, των προσώπων που έζησαν, δούλεψα, και πέθαναν εκεί, που γοητεύουν τον αναγνώστη ή τον μελετητή. Διαβάζοντας "Το φρικτόν τέμενος της αμαρτίας", από τις εκδόσεις του Ινστιτούτου Μελέτης της Τοπικής Ιστορίας και της Ιστορίας των Επιχειρήσεων, είναι σαν να βλέπεις την ιερόδουλη Μυρσίνη, και να την ακούς, όπως την κατέγραψε η Λιλικα Νάκου, να μιλά σπαρακτικά για τους αγαπητικούς, δηλαδή τους προστάτες, τους νταβατζήδες: " η αγάπη, παιδί μου, σήμερα πληρώνεται. Οι πλούσιες δίνουν τις προίκες κα τα κτήματα του πατέρα τους για ένα στεφάνι και λιγάκι αγάπη... Εμείς εδώ που βρισκόμαστε, έστω και για μια ψεύτικη αγάπη να μην πληρώσουμε;"...
Γιατί η πορνεία θεωρείται το αρχαιότερο επάγγελμα, παρόλο που δεν είναι, καθώς η κατασκευή εργαλείων (όχι επί πληρωμή βέβαια, αλλά με υλικά οφέλη για τον κατασκευαστή) χρονολογείται από εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια πριν;
Υπεύθυνος για αυτόν τον διαδεδομένο "κοινό τόπο" περί του "αρχαιότερου επαγγέλματος" φαίνεται πως είναι ο Κίπλινγκ, όπου το 1888 στο διήγημά του On the City Wall αναφέρει ότι η ηρωίδα του, η Λαλούν, ασκεί το αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου. Αυτό βέβαια δεν αληθεύει, αλλά μοιάζει να είναι κάτι που μας έμεινε ως ατεκμηρίωτη στερεοτυπική απόφανση παρά ως ιστορική πραγματικότητα.
Η πορνεία είναι αναπόφευκτη; Είναι επάγγελμα ή λειτούργημα; Πιστεύετε πως θα συνεχίσει να υπάρχει στο μέλλον, εξελισσόμενη αναλόγως με την τεχνολογική και κοινωνική πρόοδο;
Ιστορικά εξεταζόμενο, το φαινόμενο της πορνείας φαίνεται πως είναι μια πρακτική αναγκαία και θεσμικά υπό όρους ανεκτή, προκειμένου για την εξισορρόπηση των κοινωνικών εντάσεων και τη ρύθμιση των ποικίλων εκφάνσεων της σεξουαλικότητας. Όσον αφορά το δίπολο επάγγελμα/λειτούργημα, η αίσθησή μου είναι πως πρόκειται για επάγγελμα, το οποίο όμως έχει οπωσδήποτε διαστάσεις "λειτουργήματος", στο μέτρο που επιτελεί και ρόλο απορροφητήρα κοινωνικοσεξουαλικών κραδασμών. Όσο οι εξωτερικές και εσωτερικές βιοτικές περιστάσεις στις σύγχρονες κοινωνίες θα εξακολουθούν να καταλείπουν ποικιλώνυμα ψυχοσωματικά κενά, νομίζω πως η πορνεία θα εξακολουθήσει να υφίσταται και στο μέλλον, ανταποκρινόμενη στις εξελισσόμενες τεχνολογικές και κοινωνικοοικονομικές συνθήκες.
Σε μια μητριαρχική κοινωνία θα υπήρχαν (ή υπήρξαν) ιερόδουλοι άντρες, κατ’ αναλογία με τις ιερόδουλες στην πατριαρχική;
Το εάν τυχόν υπήρξε ανδρική πορνεία σε μητριαρχικές κοινωνίες δεν το γνωρίζω. Ωστόσο, θα πιθανολογούσα πως δύσκολα θα αναπτυσσόταν ανδρική πορνεία αφ’ ής στιγμής τα ηθοκανονιστικά πρότυπα του βίου καθορίζονταν στο πλαίσιο της μητριστικής εκδοχής κοινωνικής οργάνωσης, η οποία φαίνεται ότι ενίσχυε, μεταξύ άλλων, τους δεσμούς απόλαυσης μεταξύ των δύο φύλων.
"Πορνεία ονομάζεται η προσφορά του ιδίου σώματος σε αόριστο αριθμό προσώπων, συνήθως άνευ επιλογής, προς συνουσία έναντι χρηματικής ή άλλης αμοιβής", λέει η Γουικιπίντια. Ένας εργαζόμενος που "νοικιάζει" τις πνευματικές και σωματικές ικανότητές του επ’ αμοιβή, είναι, κατά κάποιον τρόπο, εκπορνευμένος;
Νομίζω πως η σεξουαλική αυτοδιάθεση συνιστά το κρίσιμο κριτήριο όσον αφορά παραλληλισμούς μεταξύ της κατά κυριολεξία πορνείας και της "απλής" εργασίας. Στην πρώτη περίπτωση εμπορευματοποιείται η σεξουαλική πράξη. Στη δεύτερη περίπτωση δεν πρόκειται περί αυτού αλλά περί εκχώρησης της εργασιακής δύναμης επ’ αμοιβή. Το περισσότερο που θα μπορούσε να πει κανείς, μαρξιστικώ τω τρόπω, είναι πως ο "απλώς" -και όχι σεξουαλικώς- εργαζόμενος είναι ίσως εν τίνι μέτρω αλλοτριωμένος, αλλά όχι εκπορνευμένος.
Στη μελέτη σας υπάρχει η συνέντευξη της διαβόητης τσατσάς ("διευθύντριας") Αρχόντως στον Σπ. Τραυλό, που δημοσιεύτηκε στο Ελληνικό Μέλλον της 29/6/1934: "Πώς δεν κάνατε κανένα σύλλογο εσείς οι "διευθύντριες”"; ρωτάει ο δημοσιογράφος. "Θα μπερδευτούμε με πολλές κυρίες του καλού κόσμου, παιδάκι μου!", απαντά αυτή. Πώς σχολιάζετε την "εκπόρνευση", τότε και τώρα, των "τιμίων" γυναικών της καλής κοινωνίας για τα οφέλη που απορρέουν από την κοινωνική θέση του συζύγου τους, για το χρήμα και το γκλάμουρ;
Από την εποχή της Αρχόντως, οι κυρίες του "καλού κόσμου" είχαν την πολυτέλεια της "ανέξοδης" επιλογής της εμπορευματοποιημένης σεξουαλικής αυτοδιάθεσης χάρη στο αστικό πλαίσιο βίου που απολάμβαναν. Τότε, βέβαια, όταν ανακαλυπτόταν κάποιο σχετικό περιστατικό, ο Τύπος το προέβαλλε πρωτοσέλιδα και σκανδαλοθηρικά, διαχέοντας και τον απαραίτητο ηθικό πανικό. Στις μέρες μας φαίνεται πως είμαστε όλοι αρκούντως εξοικειωμένοι με τις παντοειδείς εκπορνεύσεις, έτσι ώστε οι όποιες οπισθόβουλες σεξουαλικές στρατηγικές των "κυριών του καλού κόσμου" να μην προκαλούν παρά αμελητέα εντύπωση. Αυτό, ωστόσο, που προσωπικά με προβληματίζει είναι το πόσο εύκολα κανείς αυτοκαθαιρείται ως απολυτότητα προσώπου ο ίδιος, προκειμένου να χειριστεί με αμοραλιστική "ελευθεριότητα", εργαλειακά και συναλλακτικά, τον άλλον σε ψυχοσεξουαλικό επίπεδο.
Η πορνεία έχει ρατσιστικό χαρακτήρα; Σύμφωνα με ρεπορτάζ του Τύπου, σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν άλλα πορνεία για Έλληνες, και άλλα για αλλοδαπούς ή αλλόφυλους. Πώς το σχολιάζετε;
Ομολογώ ότι πρώτη φορά ακούω κάτι τέτοιο, αλλά δεν μου φαίνεται παράδοξο, δεδομένου ότι καμία πτυχή του νεοελληνικού βίου, "υπέργειου" και "υπόγειου", δεν έχει μείνει αδιάβροχη από ρατσιστικά "σταγονίδια". Γιατί όχι και η πορνεία λοιπόν; Ωστόσο, πιστεύω πως στο παρελθόν η πορνεία είχε κατεξοχήν "δημοκρατικό" και πλουραλιστικό χαρακτήρα χωρίς ρατσιστικές διαστάσεις και ότι οι παντοειδείς "πιστοί" προσέρχονταν στα τεμένη της "αμαρτίας" χωρίς να απαιτείται η επίδειξη φυλετικών διαβατηρίων.
Ο σημερινός πολιτικώς ορθός όρος για τις ιερόδουλες είναι "σεξεργάτριες". Πώς σας φαίνεται; (Φυσικά πάντα μιλάμε για εκείνες και εκείνους που εκδίδονται με τη θέλησή τους, και όχι για τα θύματα του τράφικινγκ). Επίσης, εάν η πορνεία είναι παράνομη πράξη, πιστεύετε πως η ευθύνη μοιράζεται ανάμεσα στην πόρνη και στον πελάτη, ή ανήκει αποκλειστικά σε έναν από τους δύο, και σε ποιον;
Ο όρος "σεξεργασία" νομίζω είναι από εκείνους που εγείρουν διπλή ανάγνωση. Από τη μια επιδιώκεται ο ονοματολογικός αποστιγματισμός του ατόμου που ασκεί το συγκεκριμένο επάγγελμα, αλλά από την άλλη ενδέχεται να επικαλύπτεται υπό σημειολογικό ένδυμα η απτή και ίσως ζοφερή πραγματικότητα. Αυτό που προέχει, πάντως, για μένα είναι ο εκσυγχρονισμός του μάλλον αναχρονιστικού νομικού πλαισίου προς την κατεύθυνση της αποπεριθωριοποίησης της σεξεργασίας και της διαμόρφωσης ισότιμων όρων "παιχνιδιού".
Τώρα, υπό την εκδοχή της πορνείας ως παράνομης πρακτικής, θα απέδιδα την όποια "απαξία" περισσότερο προς την πλευρά του πελάτη, καθώς αυτός είναι που με τις βαρύνουσες επιλογές του συντηρεί μια ενδεχομένως επίμεμπτη πρακτική.
Οι φεμινίστριες των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα, οι κομουνιστές, αλλά και οι προσφυγικές οργανώσεις απαιτούσαν το κλείσιμο των Βούρλων. Όμως η αντιμετώπιση των ιερόδουλων, και η κριτική τους στο Κράτος για την διακανονιστική πολιτική του απέναντι στις πόρνες διέφερε. Ποιοι απ’ όλους νοιάστηκαν περισσότερο για τις ίδιες τις γυναίκες;
Από τις συλλογικότητες της εποχής που απαιτούσαν να κλείσουν τα "Βούρλα" η κάθε μία είχε τους λόγους της και τη δική της ατζέντα. Οι προσφυγικές οργανώσεις τόνιζαν το αναμφισβήτητο γεγονός ότι, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και την έλευση των προσφύγων ιδίως στη Δραπετσώνα, τα "Βούρλα" περικυκλώθηκαν στην κυριολεξία από έναν πληθυσμό 40.000 προσφύγων. Η συνύπαρξη καθιστούσε ασφυκτική την καθημερινή ζωή και αυτό που κυριαρχούσε στις προτεραιότητες των οργανώσεων δεν ήταν τόσο η ενσυναίσθηση για την κατάσταση των γυναικών όσο η επείγουσα απομάκρυνση του συμβολικού μιάσματος. Οι κομουνιστές, από την πλευρά τους, λειτουργούσαν στο στενό πολιτικοϊδεολογικό πλαίσιο, καταγγέλλοντας το αστικό καθεστώς που εκτρέφει κοινωνίες "Βούρλων" και προσβλέποντας σε μία "Σοβιετική Ελλάδα" απαλλαγμένη από αυτό το άγος. Τέλος, οι φεμινίστριες της δεκαετίας του 1920 θεωρώ ότι είχαν την πιο ενσυναισθητική ματιά απέναντι στις πόρνες, καθώς προάσπισαν τις ατομικές ελευθερίες και τα δικαιώματα των γυναικών και εναντιώθηκαν στην ανέλεγκτη κρατική εξουσία, ενώ κατεδάφισαν κριτικά τον "κρατικό διακανονισμό της ανηθικότητος" και τάχθηκαν υπέρ του καταργητικού συστήματος.
Από το Πολιτικό Τμήμα της Νομικής Αθηνών στη μάχιμη λαογραφία: πρώτα το ρεμπέτικο τραγούδι, και τώρα τα Βούρλα. Γιατί; Τί δεν υπήρχε στη πολιτική επιστήμη, ώστε να αδιαφορήσετε, και τί υπάρχει στο περιθώριο της ελληνικής κοινωνίας, που σας τράβηξε; Και πόσο επίπονο ήταν το έργο της συγκέντρωσης όλου αυτού του τεράστιου υλικού;
Την Πολιτική Επιστήμη επέλεξα για το ενδιαφέρον που έβρισκα στην ίδια τη σπουδή της. Στο μεταξύ ρουφούσα κάθε βιβλίο που έπεφτε στα χέρια μου στα συγκοινωνούντα πεδία των ανθρωπιστικών επιστημών. Παράλληλα ανακαλύπτω το ρεμπέτικο ως άκουσμα, με κατακτά τόσο που αναγεννά θα έλεγα την καρδιά μου, και αφοσιώνομαι στην υπέρμετρη φιλοδοξία να εντοπίσω και να καταγράψω κάθε τι που έχει γραφτεί για αυτό. Στην ερευνητική αυτή πορεία των 22 ετών κατέγραφα και ό,τι άλλο έβρισκα σχετικά με τις φυλακές, το χασίς και την πορνεία στην Ελλάδα. Αυτό που με "τράβηξε" στη διερεύνηση του νεοελληνικού περιθωρίου ήταν καταρχάς αυτό το αεράκι παρέκκλισης από τα κανονιστικά εσκαμμένα που διαμόρφωναν τα εκάστοτε κυρίαρχα πολιτικοκοινωνικά νεοελληνικά μορφώματα. Κατά δεύτερον φιλοδοξούσα να ανασυστήσω κατά το δυνατόν τις κειμενικές αναπαραστάσεις κάποιων πτυχών του περιθωρίου, όπως αυτές κατοπτρίστηκαν σε συγχρονικές πηγές, όπως είναι ο ημερήσιος και περιοδικός Τύπος και τα ποικίλα δημόσια αρχεία.
Όσον αφορά ειδικότερα τα "Βούρλα", ευτυχής συγκυρία υπήρξε η συνάντησή μου με τον συλλέκτη και ερευνητή του ρεμπέτικου Σπύρο Παπαϊωάννου, με τον οποίο ενώσαμε τις δυνάμεις μας, προκειμένου για την εντελέστερη δυνατή ιχνηλάτηση του περιβόητου αυτού πορνείου της Δραπετσώνας. Ταιριάξαμε πολύ σε προσωπικό επίπεδο και εργαστήκαμε με μεγάλο κέφι και άλλη τόση αντοχή επί έξι χρόνια και όντως κατορθώσαμε να συλλέξουμε ένα τεράστιο υλικό μέσα από τον Τύπο της εποχής, μέσα από το πολύτιμο Ιστορικό Αρχείο του Δήμου Πειραιά, και τέλος μέσα από τα Αρχεία της Κοινωνίας των Εθνών στη Γενεύη, όπου ανακαλύψαμε έναν πραγματικό θησαυρό φωτογραφιών και στοιχείων. Ο κόπος που καταβλήθηκε δεν ήταν καθόλου αμελητέος, αλλά το αποτέλεσμα της προσφυούς αρμολόγησης όλου αυτού του υλικού μάς αποζημίωσε. Το μεγάλο δυστύχημα ήταν ότι ο Σπύρος Παπαϊωάννου πρόλαβε μεν να το δει ολοκληρωμένο αλλά όχι τυπωμένο.