Τον "Ανήφορο" ο Καζαντζάκης τον έγραψε αμέσως μετά τον Αλέξη Ζορμπά, το 1946, στην Αγγλία, όπου είχε μεταβεί προσκεκλημένος του Βρετανικού Συμβουλίου, αποδεχόμενος την πρόταση να μιλήσει σε μια σειρά ραδιοφωνικών εκπομπών του BBC. Γιατί το βιβλίο έμεινε στο συρτάρι τόσα χρόνια; Ίσως επειδή το σχόλιο της γυναίκας του, της Ελένης Καζαντζάκη, αποθάρρυνε τους μελετητές: "απ’ ό,τι έγραψε ο Νίκος στο Cambridge, δε θέλησε να σώσει παρά μερικές σελίδες που τις μεταχειρίστηκε σε κατοπινά του έργα". Τέλος πάντων, το γιατί της αποσιώπησης δεν έχει σημασία πια, αφού το έργο βρήκε επιτέλους το κοινό του.
Η συγκυρία της συγγραφής του "Ανήφορου" είναι καθοριστική: ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος μόλις έχει λήξει, η Ευρώπη είναι ένας ερειπιώνας, ενώ η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι ακόμα ακτινοβολούν ραδιενέργεια. Ο ίδιος λέει, στηλιτεύοντας τη "βαρβαρότητα" της σύγχρονης Επιστήμης που την απασχολεί μόνο το εφικτό και όχι το ηθικό, για "τα δυο πειράματα που έκαμαν στάχτη τις δυο γιαπωνέζικες πολιτείες και σκότωσαν πάνω από εκατό χιλιάδες ανθρώπους…". Δηλώνει, με πίκρα, πως ο κόσμος τούτος θα ήταν ένα "αστέρευτο θάμα, αν όπως λευτερώσαμε το άτομο της ύλης κι ανακαλύψαμε τις τρομερές μέσα του δυνάμες, αν λευτερώναμε και τις δυνάμες της ψυχής μας"…
Η ελπίδα πως από τα συντρίμμια του πολέμου θα αναδυθεί ένας καλύτερος κόσμος, μια δικαιότερη κοινωνία, φαίνεται πως είναι λιγότερο ισχυρή από τον φόβο και την απογοήτευση που πλημμυρίζουν την ψυχή όχι μόνο του γράφοντα, αλλά και των συγκαιρινών του. Αυτή είναι η στιγμή που ο Καζαντζάκης γράφει τον "Ανήφορο", όπου θα καταθέσει όλη του την αγωνία για την πορεία του Ανθρώπου, για τη σωτηρία όχι μόνο του υλικού του κόσμου, αλλά και της ψυχής και του πνεύματός του. Ο "Ανήφορος" είναι, με δυο λόγια, η επιτομή του επώδυνου αγώνα του συγγραφέα να μεταβολίσει όλη την πρόσφατη, τη ζέουσα ακόμα φρίκη του Πολέμου, ώστε να παράξει ελπίδα για τους λαούς, να δώσει ένα καινούριο υψηλό ιδανικό ελευθερίας, ένα νέο πανανθρώπινο νόημα που θα ανεβάσει την ανθρωπότητα ψηλότερα, στην επόμενη ανηφορική, αλλά αναπόφευκτη στροφή του εξελικτικού της σπιράλ.
Ο ήρωας του βιβλίου είναι ο ίδιος του ο εαυτός, ελαφρά δραματοποιημένος για τις ανάγκες τη αφήγησης, με το όνομα "Κοσμάς", που στον πόλεμο υπηρέτησε ως αεροπόρος. Δεν ξέρω αν αυτό το "Κοσμάς" παραπέμπει στην οικουμενικότητα του βιβλίου, στον συγγραφέα που αίρει τις αγωνίες του κόσμου, όπως ο Χριστός, αλλά σίγουρα η πολεμική εμπειρία του κεντρικού χαρακτήρα αντανακλά το θαυμασμό του πεζογράφου για τους ανθρώπους της πράξης, και την αντίστοιχη απαξία του για τους άκαπνους διανοούμενους και τους "γραφιάδες", όπως ο ίδιος. "Σ’ όλο τον κόσμο τούτη η φάρα, οι διανοούμενοι, βρίσκουνται στον πάτο της Κόλασης και φωνάζουν: Εγώ! Εγώ! Εγώ! Και τίποτα άλλο δεν μπορούν να πούνε, κι αυτό ‘ναι η Κόλασή τους", λέει. Όμως, την ίδια στιγμή, σε μια παράγραφο, αντιστικτικά, ο συγγραφέας θα απαθανατίσει, θα εξιδανικεύσει τον πνευματικό άνθρωπο, αυτόν που γράφει και διαβάζει: "Όλη η τέχνη του δημιουργού είναι να στριγμώνει μαγικά μέσα στα γράμματα του αλφάβητου ανθρώπινη ουσία – κι όλη η τέχνη του αναγνώστη είναι ν’ ανοίγει τις μαγικές αυτές παγίδες και να λευτερώνει το φλογερό και γλυκύτατο περιεχόμενό τους. Κι είμαι βέβαιος, Νοεμή: όποιος μπορεί καλά να κυβερνήσει τη λέξη, μπορεί να σώσει τον κόσμο".
Ο Καζαντζάκης ξεκινά την αφήγησή του με την άφιξη του ήρωά του στη γενέτειρά του, στο Ηράκλειο της Κρήτης, που το βλέπει κι αυτό γερασμένο, όπως και τους παλιούς του φίλους, που προσπαθεί να αποφύγει – ίσως τα ίχνη που άφησε το πέρασμα του χρόνου πάνω τους, να του θυμίζουν την δική του φθορά, κάτι που μάχεται και τρέμει, κι όχι τον θάνατο, όπως λέει.
Ο Κοσμάς συνοδεύεται από τη γυναίκα του: είναι μια Εβραία, η Νοεμή. Εδώ ο συγγραφέας ενσαρκώνει τη φρίκη του πρόσφατου πολέμου στο δεύτερο βασικό πρόσωπο της πλοκής του μύθου του, που ανήκει, όχι τυχαία, στην εθνική ομάδα που κυρίως αυτή υπέστη το αποτρόπαιο έγκλημα της μαζικής εξόντωσης. Η Νοεμή είναι όλοι οι Εβραίοι, και αυτοί που χάθηκαν, και αυτοί που γλίτωσαν, όπως η ίδια, από τα κρεματόρια των Ναζί, αφήνοντας όμως τη μισή τους ψυχή εκεί, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου οι Εθνικοσοσιαλιστές απέδειξαν πως το ανθρώπινο είδος, κι όχι μόνο οι Γερμανοί, είναι ικανό για κάθε ειδεχθή ακρότητα. Η επιλογή της εθνικότητας της γυναίκας του Κοσμά από τον Καζαντζάκη, υποδηλώνει πως η ανθρώπινη ψυχή έχει ακόμα πολύ σκοτάδι μέσα της, που συχνά αμαυρώνει τη φωτεινή της πλευρά, το μεγαλείο της: η Γερμανία και η Αυστρία δεν έβγαλαν μόνο τον Μότσαρτ και τον Μπετόβεν, αλλά και τον Χίτλερ…
Στο πατρικό του σπίτι ο ήρωας μπαίνει με δισταγμό και φόβο. Ο πατέρας του έχει μόλις πεθάνει, και το σπίτι είναι στοιχειωμένο από το βαρύ ίσκιο του γέρου. Αγέλαστος, άγριος, στρυφνός, τραχύς, δεσποτικός ήταν ο κύρης του, που κυριαρχεί ακόμα διά της απουσίας του. Ο πατέρας του Κοσμά είχε επιβάλει τη θέλησή του σε όλους, όμως κατάφερε να καταστρέψει τη ζωή της κόρης του, της αδερφής του ήρωα, καταδικάζοντάς την σε ένα ανέραστο, ανυμέναιο εγκλεισμό, μέχρι η κοπέλα να μαραθεί και να πικραθεί ανεπανόρθωτα.
Η παραδοσιακή κρητική οικογένεια φρικάρει αμέσως με την Εβραία νύφη, αντανακλώντας το βαθύ ρατσισμό της ελληνικής κοινωνίας – ας μη γελιόμαστε. Η "Οβριά" βρομάει, λέει η αδερφή του Κοσμά, ενώ οι γειτόνισσες την κοιτάζουν σαν να είναι εξωγήινη, σχολιάζοντας απροκάλυπτα και δηκτικά τα πάντα πάνω της, παρόλο που η κακομοίρα έχει βαπτιστεί χριστιανή – αυτό δεν έχει όμως καμία σημασία, είναι το οβρέικο αίμα της που μετράει. Η Νοεμή, στωική, τα υπομένει όλα: το εχθρικό περιβάλλον, αλλά και τις πνευματικές ανησυχίες του άντρα της, που αποφασίζει να την παρατήσει, έγκυο μάλιστα, στο πατρικό του, και να φύγει στην Αγγλία για να βρει απαντήσεις στα ιδεολογικά και μεταφυσικά ερωτήματα που τον τυραννούν….
Έτσι λοιπόν, ο Κοσμάς αφήνει τη γυναίκα του εκτεθειμένη στην ψυχρότητα των ζώντων και στην επιθετικότητα των τεθνεώτων μελών της φαμίλιας του, μιας και ο νεκρός πατέρα του, που θα αποτελέσει την πρώτη μυθιστορηματική ύλη για τον "Καπετάν Μιχάλη", έχει εκμανεί που ο γιος του έμπασε στο σπίτι μια Εβραία – εδώ ο Καζαντζάκης γίνεται τελείως μεταφυσικός: τα βήματα του νεκρού στη σκάλα, που σταματούν έξω από την κλειστή πόρτα του δωματίου του ζεύγους, είναι μια σκηνή ζόφου.
Πριν φύγει όμως ο Κοσμάς, θα κάνει ένα ταξίδι αυτογνωσίας στην Κρήτη, για να επισκεφτεί τον παππού του, που είναι στα τελευταία του. Κάπως σαν τον Βούδα, που εγκατέλειψε το απρόσβλητο από δυστυχία ανάκτορό του ως πρίγκιπας Σιντάρτα. Μετά, βλέποντας την αρρώστια, τα γηρατειά, τον πόνο και τον θάνατο του έξω, πραγματικού κόσμου, φωτίστηκε κι έγινε Βούδας.
Και αυτές είναι οι καλύτερες σελίδες του βιβλίου: το οδοιπορικό του συγγραφέα και της Εβραίας γυναίκας του στη ρημαγμένη μεταπολεμική Κρήτη, στα γκρεμίδια που άφησαν πίσω τους οι Γερμανοί, όπου όμως ανθίζουν κάποια έξοχα, μοναδικά ψυχικά άνθη. Ο Κοσμάς και η γυναίκα του θα μάθουν για την τρομακτική δύναμη ψυχής των Κρητικών, που προτιμούσαν να δουν τα παιδιά τους σκοτωμένα, από το να προδώσουν τους Άγγλους που έκρυβαν στο σπίτι τους για να τους γλιτώσουν από τις Αρχές Κατοχής. Αυτά τα εδάφια του βιβλίου είναι ένα αληθινός Ύμνος στην Ελευθερία και την Αξιοπρέπεια του Ανθρώπου, όπως αναπέμπεται δοξαστικά από πάμφτωχους, αγράμματους, αλλά ψυχικά πάμπλουτους ανθρώπους.
Στο σπίτι του παππού του Κοσμά, θα ξεδιπλωθούν οι απαντήσεις στα προαιώνια ερωτήματα "από πού ερχόμαστε" και "πού πάμε", που βασάνιζαν τον Καζαντζάκη όλη του τη ζωή. Ο ετοιμοθάνατος εκατοχρονίτης γέρος έχει καλέσει τρεις παλιούς του φίλους, συνομήλικους, βετεράνους των ξεσηκωμών της Κρήτης, ακριβώς για να του πει ο καθένας τι νομίζει πως είναι το νόημα της ζωής. Ο πρώτος λέει πως είναι ο αγώνας για την ελευθερία. Ο δεύτερος, να κάνουμε ό,τι μας προόρισε η Φύση ή ο Θεός: εάν είμαστε λύκοι να τρώμε πρόβατα, εάν είμαστε πρόβατα, να τρωγόμαστε από τους λύκους, χωρίς καμία ηθική, ή αίσθηση δικαίου. Η τρίτη απάντηση, και καθοριστική για την αναχώρηση του γέρου από τον κόσμο, δεν δίδεται σε λέξεις: είναι η μουσική της λύρας που παίζει ο δάσκαλος, ο τρίτος φίλος, που δείχνει όμορφα τον εξόδιο δρόμο στον ετοιμοθάνατο παππού.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, ο ήρωας, συνεχίζοντας στην Αγγλία πλέον το ταξίδι της αυτοπραγμάτωσης, κατεβαίνει στην Κόλαση του καιρού του, στις μαύρες κι άραχλες φάμπρικες, όπου μαρτυρεί το σύγχρονο προλεταριάτο, με οδηγό μια άλλη γυναίκα που γνώρισε εκεί, μια Ιρλανδέζα, σαν να είναι αυτός ο Δάντης, και αυτή ο Βιργίλιος, που ξεναγεί τον ποιητή στη Κόλαση και στο Καθαρτήριο.
Εκεί ο Κοσμάς διαπιστώνει πως αυτός ο άδικος κόσμος πρέπει να γκρεμιστεί. Μα από ποιον; Ο Κομουνισμός του φαίνεται πολύ υλικός, πολύ πεζός. Έτσι, ο πόθος του του για ένα δικαιότερο κόσμο τον οδηγεί στον "μετακομουνιστικό" άνθρωπο, που θα λευτερώσει τόσο το σώμα, όσο και το πνεύμα της ανθρωπότητας. Εδώ ο Καζαντζάκης είναι σαν να νεύει προς του αριστερούς της εποχής του, που τον είχαν κατηγορήσει πως δεν δηλώνει την πολιτική του θέση. Στο τέλος, όλο αυτό το ταξίδι αυτοσυνείδησης θα βρει τη κορύφωση του, και ο Κοσμάς τη λύτρωσή του. Ο συγγραφέας, το υποκείμενο και το αντικείμενο της γραφής, θα καταλήξει ήσυχος πια, σε αρμονία με τον εαυτό του και με το Σύμπαν, να αρχίσει το γράψιμο του μανιφέστου του, κι εκεί τελειώνει το μυθιστόρημα.
Ο "Ανήφορος" είναι μια ομολογία πίστεως, μία κραυγή, μια υψωμένη γροθιά, μια αντιπολεμική δήλωση, ένα βαθύ χτυποκάρδι, ένας σύγκορμος αναστεναγμός. Μπορεί να μην έχει τον πλούτο της πλοκής και το κέφι του "Αλέξη Ζορμπά", μπορεί να μην είναι τόσο αριστοτεχνικός όπως ο "Χριστός Ξανασταυρώνεται", τόσο βαθύς όσο ο "Τελευταίος πειρασμός", τόσο τρυφερός όσο ο "Φτωχούλης του Θεού", ή τόσο επικά και κολοσσιαία φευγάτος όπως η "Οδύσσεια", είναι όμως ατόφιος Καζαντζάκης από το πρώτο μέχρι το τελευταίο γράμμα, είναι ένα δυνατό απόσταγμα της σκέψης του μεγαλύτερου πεζογράφου που γέννησε η Ελλάδα.