"Είσαι πούστης, γιε μου;". Έτσι αρχίζει το βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη, μ’ αυτή την ερώτηση που κάνει στον μεσήλικα, αλλά ακόμα ανύπαντρο Μιχάλη Τσιούλη, κατά τη διάρκεια νυχτερινής περιπλάνησης με το αυτοκίνητο, ο πατέρας του, ο συνταξιούχος δάσκαλος Πολυχρόνης Τσιούλης, που έχει έρθει στην Αθήνα από το Αγρίνιο, μεγαλοβδομαδιάτικα, για να δει γεροντολόγο – η μνήμη του σαν να χάνει τον τελευταίο καιρό.
Όχι, δεν είναι πούστης. Το κεντρικό πρόσωπο του μύθου της Ιωάννας Καρυστιάνη, ο μηχανικός αεροσκαφών, είναι απλά ένας μονάχος ή μοναχικός, και θέλει, όπως λέει ο ίδιος, "να μην αποτελεί εξαίρεση, να περνάει απαρατήρητος", κάτι που, γενικώς, δεν ευνοεί τις ερωτοτροπίες. Σχέσεις έχει κάνει, αλλά κάπως με το στανιό, όχι τόσο επειδή γουστάρει, μάλλον σαν να μη θέλει να προσβάλλει τους συναδέλφους του, που τού κάνουν προξενιά. Έχει κάνει σχέσεις, ναι, που η συγγραφέας τις απαριθμεί σαν ιντερλούδια στο μονήρη βίο του, που τον αφήνουν σχεδόν ανέπαφο. "Δεν χρειάζομαι ούτε πολλά λεφτά, ούτε πολλή χαρά, ούτε πολλή αγάπη", λέει.
Οι ερωτικές του περιπέτειες, σχεδόν θνησιγενείς, μοιάζουν κάπως σαν σύντομες παύλες, που όλες μαζί, στοιχισμένες σε μια αράδα, υπογραμμίζουν τη μοναξιά του. Όπως θα εξομολογηθεί αργότερα σε κάποια ευήκοα, με το αζημίωτο, ψυχιατρικά ώτα, αυτός ο μονήρης, τακτικός, χαμηλότονος μηχανικός αεροσκαφών, είναι ένας "τέλεια θλιμμένος άνθρωπος, ένας ολοκληρωμένος απελπισμένος".
Ίσως η σημαντικότερη αιτία αυτής της χρόνιας απελπισίας, που ο ήρωας φοράει κατάσαρκα σαν φανέλα, είναι ένα άπιαστο όραμα, ένα φασματικό ιδανικό, η φευγαλέα μορφή μιας νέας γυναίκας, που είδε δυο φορές, μια στην Περιφορά του Επιταφίου το 1973, και την άλλη λίγους μήνες αργότερα, στο πολιορκημένο, εξεγερμένο Πολυτεχνείο, χωρίς αυτός να καταφέρει να της μιλήσει ούτε μία. Ίσως τότε να κόλλησε την κατάθλιψη που τον βασανίζει.
Η άγνωστη φορούσε και τις δυο φορές ένα γκρι σκουφί με πορτοκαλιά φούντα, το οποίο έγινε κάτι σαν παντιέρα της χαμένης νιότης του. Από τότε, ο Μιχάλης, που με την πρώτη ματιά είχε ερωτευτεί διά βίου τη σγουρομάλλα, γεματούλα κοπελιά, παντρεύτηκε επισήμως τη μοναξιά του. Προχώρησε έκτοτε μόνος του σε μια Επιτάφια Πορεία, σε μια ατέλειωτη Περιφορά του Πολυτεχνείου, του νεκρού όνειρου της ελευθερίας και του έρωτα. Φοβερή, κωμικοτραγική λεπτομέρεια: ο Μιχάλης πήγαινε και σε Επιταφίους, και στις καθιερωμένες πορείες της επετείου του Πολυτεχνείου, μήπως τη συναντήσει. Όμως, σε κάποια 17η του Νοέμβρη, οι φοιτητές τον πέρασαν για μπάτσο, έτσι όπως έκοβε φάτσες μπας και την εντοπίσει ανάμεσα στους διαδηλωτές, και τον πλάκωσαν στο ξύλο!
Η Καρυστιάνη, εξ ιδίας πείρας, ξέρει πολύ καλά τι λέει, όταν μιλά για την Εξέγερση του Πολυτεχνείου, και για το πως η ελληνική κοινωνία μεταβόλισε αυτό το γεγονός: "Η πόλη δεν πήρε το Πολυτεχνείο στην αγκαλιά της και μετά, χρόνο με το χρόνο, όμως όλο και πιο βιαστικά, ο παλμός-σεισμός, που τότε ξαστέρωσε τη θολούρα, αφέθηκε να σβήσει και ό,τι άξιζε σπρώχτηκε στα μουλωχτά κάτω από το χαλί", λέει.
Πάνω σ’αυτό το κοινωνικό χαλί, πατώντας το, στέκει ο μεγάλος αδελφός του Μιχάλη, ο Κίμων με τ’ όνομα, που ανελίχθη, εκτοξεύθη και μεγαλούργησε ως διπλωμάτης. Εκεί που ο Μιχάλης διστάζει, ο Κίμων προχωρεί, κι εκεί που ο Μιχάλης συγκρατείται, ο Κίμων τολμά – και πετυχαίνει. Καθώς περνούν τα χρόνια κι ο μηχανικός αεροσκαφών παγιώνεται στη ρουτίνα του σαν άγαλμα που γεμίζει σκόνη και κουτσουλιές, ο Κίμων εξελίσσεται υπηρεσιακώς. Ευγενές δείγμα κι αυτός της περιβόητης (ή διαβόητης...) Γενιάς της Μεταπολίτευσης, η οποία, εξαργυρώνοντας πραγματικές ή μουσαντέ αγωνιστικές δάφνες, πιάνει τα καλά κοινωνικά πόστα, κι ανοίγει κι άλλες τρύπες στη ζώνη της, για ν’ αντέξει την ευημερία της.
Η Καρυστιάνη περιδιαβαίνει όλη αυτή βιόσφαιρα της μεταχουντικής Ελλάδας μέχρι τον 21ο αιώνα με χάρη, με σκληρότητα και μ’ένα αδιάκριτο, μεγάλο μάτι, που τρυπώνει παντού, χωρίς να χαρίζεται σε κανένα. Η πένα της ξεγυμνώνει με ανηλεές, στεγνό χιούμορ τους νέους στύλους της κοινωνίας των 80s και των 90s, αυτούς που έκαναν στολή κοινωνικής ανόδου το ζιβάγκο και μετά τη μεταξωτή γραβάτα. Η άκρη της οποίας, παρεμπιπτόντως, δείχνει σαν βέλος προς εκείνο το μέρος της ανατομίας τους, κάτω από τη ζώνη, όπου όλοι αυτοί έχουν γραμμένη την ηθική, την τιμιότητα, τη δικαιοσύνη και την ελάχιστη αξιοπρέπεια που τους απέμεινε. Άλλωστε το λέει κι η ίδια η συγγραφέας: "τσέπη – τσίπα=3-0". Το βιβλίο όσο προχωράει φαρδαίνει, αλλά και βαθαίνει: δεν εκτείνεται, ογκούται.
Πυκνοκατοικημένο το σύμπαν του μυθιστορήματος: τα φιλαράκια του πατέρα του ήρωα, οι Αγρινιώτες απόμαχοι εκπαιδευτικοί, οι εκκεντρικοί παππούδες του Μιχάλη ή τ’άλλα παράξενα φρούτα που βλάστησαν στους οικογενειακούς κλάδους, όπως ο θείος του, που σκοτώθηκε ηρωικά αντάρτης ων, δεκεννιάρης, και έκτοτε έγινε ο κόκκινος άγιος της φαμίλιας. Ακόμα, εκείνος ο λοχαγός που είχε αφήσει έγκυο τη μάνα του πριν παντρευτεί τον μπαμπά του, οι γυναίκες που πέρασαν από το κρεβάτι του, τρισδιάστατες κι αυτές, αλλά κι άλλοι χαρακτήρες απίθανοι, όπως εκείνος ο υδραυλικός, που δάκρυζε από ιερό δέος όταν διηγούνταν πώς ξεβούλωσε τη λεκάνη της Μαρίας Κάλλας από τα κακά της μεγάλης ντίβας...
Τελικά ο ήρωας, ο Μιχάλης Τσιούλης, φτάνει στην πυρετική κατάληξή του, χάνοντας σιγά – σιγά όλο και περισσότερο από το παρελθόν του, από τα "ψιλά γράμματα", τα "άυλα τιμαλφή" της μνήμης. Η ζωή είναι σκληρή, ακούγεται να λέει η συγγραφέας, παρόλο που "όλα κάπου βγάζουν", αλλά εγώ δεν θέλω να κλείσω μ’ αυτή τη σκέψη, παρά με τούτη, που δείχνει πως στο γκρίζο σκουφί της σκέψης της Ιωάννας Καρυστιάνη, δεσπόζει μια τουλάχιστον παράγραφος σαν πορτοκαλιά φούντα: "Άλλη μια άνοιξη πολυτελείας, στην Κρήτη δε πεντάστερη, ολόδροση κι ολόχρυση, κρίνοι, παπαρούνες, μαργαρίτες στα χωράφια και στους κήπους να λαμπυρίζουν σαν πολύτιμοι λίθοι, τα ανθισμένα κίτρινα και μοβ δέντρα σε έκρηξη χαράς και ένας αέρας χορευταράς και χουβαρντάς να σκορπάει ψηλά τα πέταλα των λουλουδιών σαν χαρτονομίσματα".