Η έκδοση ενός αγνώστου, ανέκδοτου έργου του Νίκου Καζαντζάκη, 65 χρόνια μετά τον θάνατό του, δεν είναι απλά ένα εκδοτικό γεγονός, αλλά ένα ορόσημο στα ελληνικά γράμματα, αλλά και στον παγκόσμιο πολιτισμό, μιας και το έργο του είναι οικουμενικής εμβέλειας και πάντα επίκαιρο.
Οπότε, η παρουσίαση του "Ανήφορου", του ακυκλοφόρητου, μέχρι τώρα, μυθιστορήματος του Καζαντζάκη σε μια εντυπωσιακή τελετή στο Μουσείο Μπενάκη το βράδυ της Δευτέρας 10 Οκτωβρίου, από τον Κωνσταντίνο Παπαδόπουλο, τον εκδότη της Διόπτρας, ήταν μια εκδήλωση που θα μείνει αλησμόνητη, οπωσδήποτε στους λάτρεις του έργου του, στους παλιότερους αναγνώστες, αυτούς που έχουν σε περίοπτη θέση της βιβλιοθήκης τους αυτούς τους μπορντό, φθαρμένους τόμους, των παλιών εκδόσεων της Ελένης Καζαντζάκη.
Ακόμα περισσότερο, θα μείνει αξέχαστη σ’ αυτούς που έχουν εμβαθύνει τόσο στον αγώνα και στην αγωνία της σκέψης του μεγάλου κρητικού ιδεομάχου, ώστε να έχουν διαβάσει εκτός από τα πασίγνωστα μυθιστορήματα, τον "Αλέξη Ζορμπά", το "Χριστός ξανασταυρώνεται", και τον "Φτωχούλη του Θεού", και τα πρώτα του, το "Όφις και Κρίνο" ας πούμε, ή την "Ασκητική", το ευαγγέλιό του, και τα ταξιδιωτικά, και τα παιδικά, αλλά και την κορωνίδα: αυτό το φοβερό τούβλο των 900 σελίδων και των 33.333 στίχων, την "Οδύσσεια" – προσωπικά, πλην εμού, γνωρίζω μόνο τέσσερα άλλα άτομα που να την έχουν διαβάσει μια φορά, και κανέναν άλλο να την έχει διαβάσει περισσότερες, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Και η εκδήλωση είχε μεγάλη σημασία όχι μόνο για τους ιστορικούς αναγνώστες, αλλά και για τη νέα γενιά: εκτός από τον "Ανήφορο", που θα βρεθεί στις προθήκες των βιβλιοπωλείων στις 26 Οκτωβρίου (την επέτειο του θανάτου του Νίκου Καζαντζάκη), οι εκδόσεις Διόπτρα θα επανεκδόσουν μέσα στον Νοέμβριο το σύνολο του καζαντζάκειου έργου. Αυτό κι αν είναι είδηση, καθώς η Διόπτρα κυριολεκτικά φέρνει τον απροσκύνητο στοχαστή στον εικοστό πρώτο αιώνα. Αυτό ήταν το βασικό σημείο της εκδήλωσης, όπως παρουσιάστηκε γλαφυρά και παραστατικά από τον εκδότη και τους συνεργάτες του, με την υποστήριξη του εμπνευσμένου οπτικοακουστικού υλικού που προβλήθηκε, σκηνοθεσίας Θοδωρή Παπαδουλάκη, και την υποβλητική ανάγνωση αποσπασμάτων των έργων του συγγραφέα από τον Τάσο Νούσια και την Κατερίνα Λέχου.
Και πώς φέρνει τον Καζαντζάκη στο 21ο αιώνα η Διόπτρα, θα αναρωτηθεί κάποιος. Με εξωτερική και εσωτερική φροντίδα, είναι η απάντηση. Ο εντελώς νέος, πρωτοποριακός σχεδιασμός των εξωφύλλων (από τον Γιάννη Καρλόπουλο), στο λευκό φόντο των οποίων αναδεικνύεται ένα σύμβολο με μια κόκκινη γραμμή, διαφορετικό για κάθε βιβλίο ανάλογα με το πνεύμα του, πράγματι αιχμαλωτίζει το μάτι: ο "Ανήφορος" συμβολίζεται ένα σπιράλ, ένα στρόβιλο που ανεβαίνει, ο "Καπετάν Μιχάλης" μ’ ένα βοσκοράβδι, μια κρητική κατσούνα, ο "Χριστός ξανασταυρώνεται" απεικονίζεται με ένα σταυρό που το πάνω μέρος του είναι γερμένο, παραπέμποντας στο κεφάλι του εσταυρωμένου Ιησού, κλπ. Μετά, όταν ανοίγεις το βιβλίο, έρχεται η άλλη έκπληξη, η εσωτερική φροντίδα: νέα εμφάνιση του κειμένου, με μια καινούρια γραμματοσειρά, φτιαγμένη ειδικά για τα βιβλία του Καζαντζάκη, που θυμίζει χειρόγραφη γραφή, "δείχνοντας" τον συγγραφέα, αυτόν τον ακούραστο εργάτη της πένας, που έγραψε με τα χέρια του χιλιάδες σελίδες.
Μετά, για να εξοικειωθεί το νέο κοινό με το έργο του, για να ανακαλύψουν κι οι νεότεροι πως ο Καζαντζάκης θα παραμένει επίκαιρος όσο υπάρχουν ανθρώπινες αγωνίες, πάθη, συγκρούσεις, όνειρα, και ανηφορικός αγώνας προς την ολοκλήρωση, δηλαδή την ανθρωπιά, η Διόπτρα έκρινε πως πρέπει να ανοιχτεί και σε νέους δρόμους: ο Ζορμπάς και ο Καπετάν Μιχάλης θα γίνουν γκράφικ νόβελ, από τους διακεριμένους κομίστες Soloup και Pan Pan αντίστοιχα, ενώ θα επέλθουν "προσαρμογές" σε κάποια βιβλία του Καζαντζάκη, ώστε να είναι προσβάσιμα από εφήβους και παιδιά – φυσικά μένει να δούμε ιδίοις όμμασι το είδος και το εύρος αυτών των μεταλλάξεων των αρχικών κειμένων. Και για να υπογραμμιστεί η όλη επανεκκίνηση και επανεφεύρεση, θα έλεγε κανείς, του έργου του Καζαντζάκη, θα ακολουθήσουν συνέδρια για τον συγγραφέα και κινηματογραφικές ταινίες: ο Κώστας Χαραλάμπους θα σκηνοθετήσει τον Καπετάν Μιχάλη (τα γυρίσματα αρχίζουν αυτό το μήνα), ενώ ο Θοδωρής Παπαδουλάκης θα υπογράψει τη σκηνοθεσία της πρώτης του μεγάλου μήκους ταινίας, που θα είναι η μεταφορά στην οθόνη του αριστουργήματος του Καζαντζάκη "Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται".
Όμως όλα αυτά περιστρέφονται γύρω από τον άξονα του νέου βιβλίου, το χειρόγραφο του οποίου φυλασσόταν μέχρι τώρα στο Μουσείο Καζαντζάκη, στην ιδιαίτερη παρτρίδα του, στο χωριό του Ηρακλείου Βάρβαροι, που σήμερα λέγεται Μυρτιά. Ο "Ανήφορος", γράφτηκε το 1946, αμέσως μετά τον "Αλέξη Ζορμπά", στην Αγγλία. Στον απόηχο του Δευτέρου Παγκοσμίου, και με την Ελλάδα να ματώνει ακόμα από τον Εμφύλιο, ο Καζαντζάκης έγραψε στη ξενιτιά ένα βαθύ, εσωτερικό, μελαγχολικό μυθιστόρημα, με ακέραια όμως τη κοσμοθεωρία του της ανθρωπιάς και της αναζήτησης της ελευθερίας να λάμπει ανάμεσα από τις γραμμές. Ο συγγραφέας ποτέ δεν επέστρεψε ζωντανός στην Ελλάδα: πέθανε στη Γερμανία, και γύρισε μόνο για να ταφεί στην Κρήτη...
Προδημοσίευση αποσπάσματος από τον "Ανήφορο" του Νίκου Καζαντζάκη
"Ο Κοσμάς πλαντούσε. Σηκώθηκε, άνοιξε την πόρτα, πήρε τους δρόμους. Ήλιος βαρύς, αποσυνθέτουνταν οι άνθρωποι, τα ζώα, τα φρούτα – βρομούσαν και μύριζαν οι δρόμοι. Χαλάσματα, μαγαζιά ετοιμόρροπα, τριμμένα σακάκια, μπαλωμένα παντελόνια, φάτσες ρημαγμένες από την πείνα. Μέσα από ψαρά γένια και βουλιαγμένα μάγουλα αναγνώριζε με τρόμο πλαιούς συμμαθητές κι άλλαζε δρόμο. "Δε με νοιάζει ο θάνατος", συλλογίζουνταν, με νοιάζει η φθορά – αυτή εξευτελίζει τον άνθωπο. Αυτήν πρέπει να νικήσω...". Είχε γεράσει η πολιτεία της παιδικής του ηλικίας και της νιότης, θρύβουνταν αυτή, άρχιζε να γίνεται κουρνιαχτός και να σκορπίζεται στον άνεμο. Μπορούσε άλλη πολιτεία να χτιστεί αποπάνω της μα δε θα’ ταν η δική του – θα ξαναγέμιζαν πάλι οι δρόμοι με νέους μα δε θα’ ταν η δική του νιότη...
Αγαπημένο Κάστρο, μουρμούριζε κοιτάζοντάς το με τρυφερότητα, γεράσαμε... Πέρασε από τον κήπο, στη μεγάλη πλατεία. Εδώ είχε νιώσει τα πρώτα του ερωτικά χτυποκάρδια. Πώς την είδε, την πρώτη γυναίκα που αγάπησε, μέσα σ’ ένα χρυσό σύννεφο του δειλινού κι αυτή κρατούσε ένα κίτρινο τριαντάφυλλο, κι αυτός είχε τη φούχτα του γιομάτη γιασεμί! Κι ήταν καλοκαιριάτικο βράδυ, κι οι ανύπαντρες κοπέλες, ντυμένες κόκκινα, κίτρινα, γαλάζια, πήγαιναν απάνω κάτω γρήγορα, μέ όρθια στήθη, με λυτά μαλλιά κι οι κορδέλλες κυμάτιζαν πίσω τους χαρούμενες κι έκαναν σενιάλα. Ήταν σημαιοστόλιστες κορβέτες, που ξεκινούσαν να κατακτήσουν τον κόσμο. Κι οι νέοι πήγαιναν ξοπίσω χλωμοί, πλανταμένοι, κι έκαναν πως γελούσαν, μα η καρδιά τους έτρεμε. Μαζί τους έτρεχε κι ο Κοσμάς, δεκαεφτά χρονών, κι όλος ο ζεστός αέρα μύριζε γιασεμί.”