Με ένα ακόμη δίπτυχο όπερας, μετά την αίσθηση που προκάλεσε η διπλή παρουσίαση των έργων του Γκλουκ "Ιφιγένεια εν Αυλίδι" και "Ιφιγένεια εν Ταύροις", η Εθνική Λυρική Σκηνή προτείνει μια καταβύθιση στα ενδότερα της ανθρώπινης ψυχής, των βίαιων τάσεών της και της καταπίεσης που ασκείται σε αυτή μέσω των επιβεβλημένων κοινωνικών συμβάσεων. Για τον σκοπό αυτό επιλέγονται δύο μονόπρακτα έργα, που από διαφορετική σκοπιά εξερευνούν τα εύθραυστα αυτά όρια. Έτσι, παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην ΕΛΣ, ο "Αλέκο" του Σεργκέι Ραχμάνινοφ, σε σκηνοθεσία Φανί Αρντάν και με τον Τάση Χριστογιαννόπουλο να κάνει το ντεμπούτο του στον ομώνυμο ρόλο. Ακολουθεί η αναβίωση της επιτυχημένης παραγωγής "Ο Πύργος του Κυανοπώγωνα" του Μπέλα Μπάρτοκ, διά χειρός Θέμελη Γλυνάτση. Στη μουσική διεύθυνση ο Φαμπρίτσιο Βεντούρα (ΚΠΙΣΝ, αίθουσα "Σταύρος Νιάρχος", 12-23/11).
Με αφορμή τη μονόπρακτη όπερα "Αλέκο" του Σεργκέι Ραχμάνινοφ, που κάνει πρεμιέρα στην ΕΛΣ, και το ντεμπούτο του στον ομώνυμο πρωταγωνιστικό ρόλο ο βαρύτονος Τάσης Χριστογιαννόπουλος μιλάει στο "α" .
Πώς είστε αυτές τις μέρες λίγο πριν την πρεμιέρα; Πώς έχει πάει η προετοιμασία και οι πρόβες;
Όπως και πριν από κάθε πρεμιέρα: τρέχουμε και δεν φτάνουμε αλλά ξέρουμε ότι στο τέλος θα φτάσουμε
Αλήθεια, με τα χρόνια έχει γίνει πιο εύκολο αυτή η προσμονή λίγο πριν την πρεμιέρα;
Όχι, δεν έχει γίνει πιο εύκολη απλώς με τα χρόνια αποκτάς όλο και περισσότερη εμπιστοσύνη. Όταν είναι καλά δουλεμένα κάποια πράγματα, ξέρεις που να βαδίσεις ακόμα και όταν παραπατήσεις. Δείχνεις εμπιστοσύνη ότι το αποτέλεσμα θα είναι καλό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπάρχει αυτή η βάση. Είναι έτσι κι αλλιώς πολύ ενδιαφέρον να δουλεύει κανείς με την Φανί Αρντάν. Μπορεί να μην έχει μεγάλη εμπειρία από σκηνοθεσία όπερας αλλά είναι ένας άνθρωπος της σκηνής, του θεάτρου. Αισθάνεται τον κάθε ρόλο, ζει τον κάθε χαρακτήρα και μπορεί να δίνει να μια πραγματική καθοδήγηση βήμα-βήμα. Μια κοινή πορεία βασικά, γιατί την ενδιαφέρουν και όσα εμείς έχουμε να προτείνουμε. Έχουμε επίσης, ένα εξαιρετικό σκηνικό από τον Πιερ-Αντρέ Βάιτς, το οποίο είναι από μόνο του ένα έργο ολόκληρο και μια υπέροχη μουσική. Υπάρχουν όλα τα εχέγγυα για να βγει ένα καλό αποτέλεσμα.
Στην νέα παραγωγή της Λυρικής κάνετε το ντεμπούτο σας ο Αλέκο.Ήταν ένας ρόλος με τον οποίο ελπίζατε να αναμετρηθείτε κάποια στιγμή;
Σας ορκίζομαι στην ομορφιά μου ότι δεν γνώριζα την ύπαρξή του. Όταν μου πρότειναν το ρόλο σκέφτηκα "γιατί όχι;" αλλά όταν ξεκίνησα να μελετάω το έργο, με γοήτευσε πολύ και η μουσική και ο ρόλος του Αλέκο. Είμαι πανευτυχής που μου δόθηκε η ευκαιρία και να παίξω τον Αλέκο αλλα και να γνωρίσω ένα αριστούργημα που αγνοούσα.
Πώς προσεγγίσατε τον ρόλο του Αλέκο;
Τον προσέγγισα, όπως προσεγγίζω κάθε ρόλο: διαβάζω το κείμενο, την ιστορία και τη μουσική και από εκεί και πέρα έχω την εμπιστοσύνη να αφήνομαι και να πηγαίνω εκεί που με οδηγούν. Εκεί που οδηγούν η μουσική και το ίδιο το κείμενο. Είναι σχεδόν εύκολο πια. Η δυσκολία είναι να μην μπαίνεις εσύ στη μέση. Να μην θες να κάνεις κάτι που νομίζεις ότι ταιριάζει ή δεν ταιριάζει, αλλά να μένεις ουδέτερος και να δίνεις με ταπεινότητα αλλά και απόλυτη συνείδηση τον εαυτό σου σε αυτό που είναι η μουσική και το έργο.
Μέχρι ποιο σημείο μπορεί να συναισθανθεί κανείς το πάθος του Αλέκο για μια ζωή ελεύθερη, έξω από τις κοινωνικές συμβάσεις; Είναι ειλικρινές αυτό το πάθος όταν κάνει την αγαπημένη του, Ζεμφίρα, σύμβολο αυτής της ελευθερίας, στερώντας την ελευθερία της ίδιας;
Ενδιαφέρουσα η διαδρομή σας… Ναι, νομίζω ότι είναι ένα πάθος ειλικρινές, γιατί πρώτα νιώθει πάθος της ελευθερίας και μετά ερωτεύεται την συγκεκριμένη γυναίκα. Η Ζεμφίρα με τη δική της διαδρομή του ακυρώνει το πλαίσιο που είχε φτιάξει και που μέσα σε αυτό αισθανόταν ελεύθερος και ότι έχει βρει τον εαυτό του. Όταν αυτή η γυναίκα του γκρεμίζει τον κόσμο σχεδόν δεν έχει άλλη επιλογή, παρά να γκρεμίσει και αυτός το είδωλο αυτού του "ελεύθερου" κόσμου. Ταυτόχρονα, σκοτώνει τον κόσμο του. Όσο κι αν ακούγεται περίεργο δεν είναι μια γυναικοκτονία. Είναι πιο πολύ συμβολική η χειρονομία. Δεν είναι μια μικρή ιστορία ζήλιας. Είναι μια διαδρομή ενός ανθρώπου που ψάχνει να βρει τον εαυτό του, την ελευθερία του και πως αγωνίζεται και πώς στο τέλος γκρεμίζεται.
Βλέπουμε συχνά τον εκάστοτε σκηνοθέτης να μεταφέρει την υπόθεση ενός κλασικού έργου σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, είτε σε μια προσπάθεια να το κάνει πιο σύγχρονο είτε για να αναδείξει ένα άλλο νόημα πέρα από το προφανές μέσα από αυτή τη σκηνοθετική επιλογή. Η Φανί Αρντάν τοποθετεί την πλοκή στο 1824, όταν γράφει ο Πούσκιν τους "Τσιγγάνους". Έχοντας εργαστεί μαζί της για την προετοιμασία του Αλέκο, γιατί πιστεύετε ότι ακολουθεί αυτόν τον δρόμο και τι ευκαιρίες δίνει αυτό στον θεατή;
Αυτό είναι πρωτίστως θέμα αισθητικής πρότασης. Μπορεί να μην βλέπουμε κάτι σύγχρονο ή κάτι μοντέρνο, αλλά αυτό που βλέπουμε είναι απόλυτα μαύρο, κάτι δηλαδή που δεν είναι πραγματικό. Επομένως, μπορεί ο χρόνος της ιστορίας να μένει αυθεντικός, αλλά ουσιαστικά βγαίνει από την πραγματικότητα. Ο θεατής μπαίνει σε έναν ονειρικό κόσμο, σε έναν κόσμο ενός εφιάλτη, ενός ονείρου, μιας εσωτερικής διαδρομής. Το γεγονός ότι τα κοστούμια δεν είναι μοντέρνα, κατά την ταπεινή μου άποψη βοηθάει τη μουσική, γιατί όλα αυτά συνηχούν με τη μουσική. Θέλω να πω ότι πολλές φορές σε ένα μοντέρνο ανέβασμα αυτό που βλέπουμε επί σκηνής μπορεί να διαφωνεί με αυτό που κάνει με αυτό και με αυτό που φέρει η μουσική. Γιατί κάθε έργο είναι γραμμένο σε μια συγκεκριμένη εποχή, μέσα σε συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες και εκφράζει τα ανθρώπινα συναισθήματα όπως εκφράζονταν εκείνη την εποχή αλλά με το βάθος που ξεπερνά τις εποχές. Γι’ αυτό μπορούμε και τα ακούμε και συγκινούμαστε μέχρι και σήμερα. Όταν οπτικά -αυτό που βλέπουμε- διαφωνεί με αυτόν τον ηχητικό κόσμο, τα πράγματα για τον θεατή μπορεί να είναι δύσκολα όταν συμφωνεί με τη μουσική τα πράγματα είναι ευκολότερα. Δηλαδή μπορεί κανείς να βυθιστεί ή να ταξιδέψει με το συναίσθημα αμεσότερα και πιο αβίαστα.
Αν επιχειρούσατε έναν συσχετισμό ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές του Κυανοπώγωνα και του Αλέκο, σε ποιες ψυχολογικές πτυχές των χαρακτήρων θα στεκόσασταν;
Είναι και οι δύο τραγικά πρόσωπα, άνθρωποι οι οποίοι δεν μπορούν να βιώσουν τη σχέση στην πληρότητά της. Οι άνθρωποι, που καταλήγουν εξαιτίας ακριβώς αυτής της αδυναμίας να γίνονται βίαιοι, είναι τραγικά πρόσωπα. Και στα δύο έργα αυτό βιώνουμε: την ανολοκλήρωτη σχέση, όπου κανένας δεν εμπιστεύεται.
Από τη μια αντιλαμβάνομαι ότι στο δίπτυχο προτείνονται σαν δυο έργα που εξερευνούν τα όρια της ψυχής, τις εγγενείς βίαιες τάσεις του ανθρώπου, την τάση για επιβολή. Από την άλλη δεν παύουν να είναι δύο ιστορίες – γραμμένες σε πολύ συγκεκριμένο χρονικό και κοινωνικό πλαίσιο φυσικά - που αναπαριστούν την επιβολή της ανδρικής βούλησης στο γυναικείο σώμα και εν τέλει στη δολοφονία των γυναικών αυτών. Ποια νέα προοπτική μπορούν να φέρουν στον σύγχρονο θεατή;
Μπορεί να το δει κανείς έτσι, αλλά νομίζω ότι είναι θέμα καθαρά επιλογής. Κάναμε αυτή τη συζήτηση και με την Αρντάν, λαμβάνοντας υπόψη την επικαιρότητα και χωρίς να μειώνουμε σε τίποτα αυτό που συμβαίνει στην κοινωνία μας με τις γυναικοκτονίες και την αντρική συμπεριφορά και βία. Εάν όμως κάνεις μια τέτοια ανάγνωση του έργου το περιορίζεις και περιορίζεσαι και εσύ. Το αποτέλεσμα θα είναι σαν να βλέπουμε για παράδειγμα ειδήσεις. Δηλαδή, του στερείς διαστάσεις και του στερείς βάθη. Γι’ αυτό λέμε ότι είναι πέρα από τη γυναικοκτονία πέρα από τη σχέση άντρα-γυναίκας. Είναι ένα έργο για τη σχέση του ανθρώπου με την ελευθερία, την ύπαρξή του και τον έρωτα.
Για εσάς, τι προϋποθέτει πραγματική ελευθερία, το βασικό θέμα που διαπραγματεύονται τα δύο έργα;
Είναι αυτό που διαπραγματεύεται και η ζωή του καθενός εδώ που τα λέμε και η καθημερινότητά του. Αφού ορίσουμε τι σημαίνει πραγματικά ελεύθερος, αναρωτιέται κανείς πόσο πραγματικά ελεύθεροι ζούμε όλοι μας και σε τι σχέση είμαστε με τον αληθινό έρωτά μας.
Θα μας πείτε δυο λόγια και για το αφιέρωμα στον Γιάννη Κωνσταντινίδη που θα φιλοξενηθεί τις επόμενες μέρες στην Εναλλακτική Σκηνή; Τι θα παρουσιάσετε μαζί με τον Θανάση Αποστολόπουλο;
Άλλη μια χειρονομία έρωτα, άλλη μία χειρονομία σχέσης και ελευθερίας είναι τα Πέντε τραγούδια της αγάπης του Γιάννη Κωνσταντινίδη, που είναι όσα τραγούδια έγραψε για πιάνο και φωνή αλλά και τα Είκοσι τραγούδια του ελληνικού λαού, που είναι δημοτικά τραγούδια με ιδιαίτερη τρυφερότητα και πλούτο αρμονικό στη συνοδεία του πιάνου. Κάθε τραγούδι που κρατάει ένα, ενάμιση λεπτό είναι πραγματικά σαν ένα ερωτικό χάδι. Επιλέξαμε ακόμα τα Πέντε τραγούδια της προσμονής, σε ποίηση Ραμπιντρανάτ Ταγκόρ και κάποια άλλα δημοτικοφανή τραγούδια. Είναι όλα τραγούδια αγάπης, τραγούδια έρωτα, με ιδιαίτερο λυρισμό, πάρα πολύ τρυφερά, πάρα πολύ ευγενικά, πάρα πολύ ευαίσθητα και κυρίως απόλυτα ειλικρινή.
Πώς έχει πάει η εκκίνηση της νέας καλλιτεχνικής περιόδου στο Ολύμπια – Δημοτικό Μουσικό Θέατρο "Μαρία Κάλλας";
Είναι νωρίς ακόμα αλλά είμαι ευχαριστημένος από τα πρώτα βήματα, τα πρώτα μουσουλλήματα και ελπίζω ότι όσο προχωράει ο βηματισμός θα γίνεται πιο σταθερός και πιο ενήλικος. Αυτό που εισπράττω από τους ανθρώπους είναι ότι υπάρχει μια θετική και αισιόδοξη διάθεση από την πλευρά του κοινού. Από την πλευρά τη δική μας κάνουμε ό,τι μπορούμε για να προσφέρουμε, με τις συνθήκες που έχουμε - οικονομικές, τεχνικές της, ανθρώπινο δυναμικό - ό, τι καλύτερο μπορούμε. Σιγά σιγά βλέπω ότι παράσταση με παράσταση, συναυλία με συναυλία, έρχεται όλο και περισσότερος κόσμος. Αν αυτό συνεχιστεί και εδραιωθεί αυτή η σχέση, θα έχουμε πετύχει κάτι καλό.
Συνδυάζονται αλήθεια οι δύο αυτές ιδιότητες σας: αυτή του λυρικού τραγουδιστή με αυτή του καλλιτεχνικού διευθυντή του θεάτρου Ολύμπια;
Απ’ ό,τι φαίνεται ναι, αλλά πάρα πολύ δύσκολα. Είναι πάρα πολύ κουραστικό γιατί δεν μπορείς να έχεις δύο καρπούζια στην ίδια μας μασχάλη. Αλλά πες ότι αφήνεις ένα καρπούζι και πιάνεις το άλλο. Κάπως έτσι πάει. Πάντως, δεν φανταζόμουν πόσο δύσκολο και πυκνό μπορεί να είναι, αλλά επί του παρόντος, παρά τη μεγάλη του δυσκολία, είναι και συναρπαστικό.
Περισσότερες πληροφορίες
«Αλέκο - Ο πύργος του Κυανοπώγωνα»
Για τη νέα παραγωγή του «Αλέκο» του Σεργκέι Ραχμάνινοφ, η ΕΛΣ αναθέτει τη σκηνοθεσία στη μοναδική Φανί Αρντάν, ενώ τη σκηνοθεσία του «Πύργου του Κυανοπώγωνα» του Μπέλα Μπάρτοκ υπογράφει ο Θέμελης Γλυνάτσης. Το δίπτυχο όπερας διυεθύνει ο Φαμπρίτσιο Βεντούρα. Με τον Αλέκο του Σεργκέι Ραχμάνινοφ και τον Πύργο του Κυανοπώγωνα του Μπέλα Μπάρτοκ η λυρική τέχνη μάς ωθεί σε μια καταβύθιση στον κόσμο των ψυχικών ορίων, των βίαιων ανθρώπινων σχέσεων, των κοινωνικών συμβάσεων, των ακραίων συναισθημάτων και των βαθιά ριζωμένων προκαταλήψεων. Ταυτόχρονα μας δίνεται μια σπάνια ευκαιρία να γνωρίσουμε την πρώιμη, σπουδαστική περίοδο του μεγάλου Ραχμάνινοφ, αλλά και τη σκοτεινή δεξιοτεχνική μουσική γλώσσα του σπουδαίου Μπάρτοκ.