Με τα σαρίκια τους και τις λευκές φορεσιές με τους αδιόρατα γαλαζωπούς τόνους, οι Tinariwen εξέπεμψαν κάτι το σαγηνευτικά απόκοσμο την πρώτη φορά που επισκέφθηκαν την Αθήνα –το καλοκαίρι του 2009, στο 1ο Kosmos Festival, στον Ιππικό Όμιλο. Δεν συγκαταλέγονταν στους πρωταγωνιστές (επικεφαλής της ημέρας ήταν οι Orishas), οπότε έπαιξαν μόλις 45 λεπτά. Επιπλέον, αδικήθηκαν στην τοποθέτηση, αφού βγήκαν μετά το εκρηκτικό set των Dub Inc., με το οποίο δεν ταίριαζαν οι νωχελικοί τους ρυθμοί. Παρ' όλα αυτά, έμειναν αξέχαστοι σε όσους τους παρακολούθησαν. Και σταθερά, στη συνέχεια, έχτισαν σημαντική φήμη ανάμεσα στο εγχώριο κοινό, η οποία επιβεβαιώθηκε στο Plisskën Festival του 2019, οδηγώντας, τώρα, στην επικείμενη, πρωταγωνιστική τους συναυλία στον Λυκαβηττό (Πέμπτη 19/9).
Από μια άποψη, λοιπόν, οι συστάσεις δείχνουν να περιττεύουν, αφού το αφρικανικό σχήμα έχει λάβει αρκετή κάλυψη στα εγχώρια πολιτιστικά. Επί της ουσίας, όμως, μόλις προσπεράσεις το γνώριμο όνομά τους και το αναπόφευκτα "εξωτικό" των φωτογραφιών, μένεις με πολύ λίγα: τα άρθρα, συνήθως, κινούνται με άξονες παρμένους από επιφανειακά, κυρίως αγγλόφωνα δημοσιεύματα (στη Γαλλία, όπου απολαμβάνουν και τη σταθερότερη ευρωπαϊκή τους επιτυχία, υπάρχει ποιοτικότερη αντιμετώπιση), τα οποία προσπαθούν να τους τοποθετήσουν σε κουτάκια οικοδομημένα σε μια "μέση" Δυτική αντίληψη, αντί να τους πλησιάσουν με τους όρους με τους οποίους αυτοπροσδιορίζονται και λειτουργούν, εδώ και 45 χρόνια.
Ασφαλώς και δεν βλάπτει να "μεταφράζουμε" κάποια πράγματα με τρόπους πιο οικείους στα δικά μας μέτρα και σταθμά. Δεν είναι δα και τόσο δραματικό, λ.χ., αν πούμε ότι είναι μπάντα ή συγκρότημα, αντί για κολεκτίβα (όπως είναι το πιο ορθό) ή αν τους περιγράψουμε χρησιμοποιήσουμε λέξεις όπως "νομάδες". Μιλώντας, ωστόσο, για "μπλούζμεν της ερήμου" ή για "μπλούζμεν της Σαχάρας", παύει η αθώα απλοποίηση κι αρχίζουμε να υποβιβάζουμε τη μουσική τους. Προτιμώντας μια βολική, μα εν τέλει ψευδεπίγραφη ευκολία, αντί για τον δύσκολο δρόμο της επικοινωνίας με έναν μουσικό πολιτισμό αρκετά διαφορετικό, ο οποίος μπήκε μεν στον κόπο να συνδιαλλαγεί με τη Δύση, κρατώντας, όμως, τις ρίζες του: δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι, παρά τη διεθνή επιτυχία, οι Tinariwen εξακολουθούν και τραγουδούν στα (ακατάληπτα, για τα αφτιά μας) ταμασέκ.
Δεν αντιλέγω, βέβαια, ότι μερικά απ' όσα παίζουν σε δίσκους όπως το πολυσυζητημένο "The Radio Tisdas Sessions" (2001) ή σε άλλες σπουδαίες δουλειές σαν το "Amassakoul" (2004) ή το "Tassili" (2011), μπορεί και να φέρνουν κατά νου κάτι από τη μπλουζ έκφραση. Εντούτοις, δεν υφίσταται η παραμικρή σχέση: έχει δίκιο ο Βαγγέλης Πούλιος, ο οποίος, γράφοντας για τους Tinariwen πριν καμιά δεκαετία, αναρωτήθηκε πώς θα αντιδρούσαμε εάν κάποιοι άρχιζαν να κάνουν λόγο για "ηπειρώτικα ή θρακιώτικα μπλουζ", ακούγοντας τους παραδοσιακούς σκοπούς αυτών των περιοχών. Πρόκειται για έξοχη αναλογία, η οποία αναδεικνύει το μέγεθος του προβλήματος πίσω από το δημοσιογραφικό κλισέ και τις αδυσώπητες ανάγκες του μάρκετινγκ.
Αλλά, εάν όχι "μπλούζμεν της ερήμου", τότε ποιοι είναι οι Tinariwen; Ας είμαστε ειλικρινείς, πρώτα-πρώτα, κι ας παραδεχτούμε ότι αυτό δεν πρόκειται να το καταλάβουμε πλήρως διαβάζοντας μια βιογραφία κι ακούγοντας μερικούς δίσκους. Ακόμα κι αν μάθουμε, στην πορεία, ποιοι είναι οι Τουαρέγκ και κατανοήσουμε τις συγκρουσιακές τους σχέσεις με τις κρατικές δομές της Δημοκρατίας του Μάλι, οι οποίες αναδύθηκαν στη δεκαετία του 1960, μετά την έξοδο των Γάλλων από τη Δυτική Αφρική.
Ένα κρίσιμο χαρακτηριστικό, πάντως, το δίνει το όνομα Kel Tinariwen (Άνθρωποι της Ερήμου) με το οποίο τους βάφτισαν οι πρώτοι τους ακροατές, τότε που λειτουργούσαν ως ανώνυμη ομάδα, παίζοντας σε γάμους και βαφτίσεις. Είναι αυτό, ακριβώς: τέκνα της Σαχάρας, που πάτησαν στην παγκοσμιοποίηση της δεκαετίας του 1990 προκειμένου να δώσουν φωνή στα χρόνια βάσανα των κοινοτήτων τους και στον πόθο για μια διαρκώς διαφεύγουσα ελευθερία, που ασφυκτιά στα υφιστάμενα σύνορα. Ένα ακόμα σημείο-κλειδί σχετίζεται με τη θέλησή τους να αποτυπώσουν σε νότες την παραδοσιακή έννοια "assouf", η οποία σημαίνει μελαγχολία/νοσταλγία (και δημιουργεί, μάλλον, το όλο μπέρδεμα με τα μπλουζ).
Καταλυτική, ωστόσο, είναι και η πρόθεση για εκσυγχρονισμό των ριζών και για διάλογο με τις Δυτικές ηλεκτρικές φόρμες, πράγμα που φαίνεται και από το πόσο στηρίζουν τις δημιουργίες τους στην κιθάρα. Όχι μόνο γιατί έτσι θέλει το παράδειγμα του Ali Farka Touré, ο οποίος πλασάρεται στον Δυτικό Τύπο ως "πατέρας του desert rock". Δεν αμφισβητείται η επιρροή του, εξίσου σημαντικό, όμως, είναι και το γεγονός ότι θεμελιώδεις φιγούρες σαν τον συνιδρυτή του γκρουπ Abdallah Ag Alhousseyni ανδρώθηκαν στο Tamanrasset της νότιας Αλγερίας: μια πόλη όπου οι παραδόσεις των Τουαρέγκ προσφύγων ανακατεύτηκαν με το –κυρίαρχο, ανάμεσα στη ντόπια νεολαία– raï, μα και με τους ήχους που ξεπηδούσαν από τις κασέτες του Jimi Hendrix, του Bob Marley ή των Dire Straits. Ένα φαινόμενο ώσμωσης, λοιπόν, που ίσως δεν είναι άμεσα εύληπτο για τη δυτικοευρωπαϊκή φαντασία, μα εδώ στην Ελλάδα (θα έπρεπε να) κατανοούμε σε μεγαλύτερο βαθμό.