Οι Orchestra Baobab έχουν ξαναπεράσει από την Ελλάδα, ωστόσο δεν τους λες και συχνούς επισκέπτες: στα μέρη μας θεωρούνται μάλλον ακριβοθώρητοι. Γι’ αυτό και η ανακοίνωση μιας αθηναϊκής στάσης στα πλαίσια της νέας τους ευρωπαϊκής περιοδείας δημιούργησε δικαιολογημένο ενθουσιασμό. Η πανδημία, βέβαια, έβαλε τρικλοποδιά στην προγραμματισμένη βραδιά του Φεβρουαρίου στο Μέγαρο Μουσικής, που μπόρεσε όμως και μετακόμισε για την Πέμπτη 1/9, λογιζόμενη πλέον ανάμεσα στα μεγάλα ραντεβού της νέας συναυλιακής σεζόν.
Άλλωστε δεν μιλάμε για μία ακόμα τουρνέ, γιατί βρίσκονται να γιορτάζουν τα 50 τους χρόνια στα πράγματα. Στα οποία έχτισαν έναν κραταιό θρύλο, που στάθηκε πολύ επιδραστικός για όσα εννοούμε στη Δύση μιλώντας για "world music". Μάλιστα, ωφελήθηκαν και οι ίδιοι από το ρεύμα που δημιούργησε αυτή η ετικέτα, ξαναζώντας ανέλπιστα μια νέα ζωή, αφού ο μισός αιώνας της μπάντας δεν είχε μόνο μεγάλες δόξες – είχε και αδιέξοδα και απογοητεύσεις, εσχάτως και ορισμένες ηχηρές απώλειες.
Παρά τα κατορθώματά τους, πάντως, επιμένει και μια αμηχανία στη σχέση των Orchestra Baobab με τη Δύση. Μπαίνει βέβαια σε δεύτερη μοίρα, κάθε που οι ρυθμοί τους προκαλούν λικνίσματα και αβίαστους ξεσηκωμούς της διάθεσης· αλλά παραμένει εκεί, πίσω από τις λαμπερές μαρκίζες για τη "μεγαλύτερη χορευτική μπάντα της αφρικανικής ηπείρου" – που αποτελεί καίρια βελτίωση, πάντως, αν συγκριθεί με τo "η μεγαλύτερη μπάντα της αφρικανικής ηπείρου", που προλόγιζε την αθηναϊκή συναυλία του 2009. Διότι η Αφρική εξακολουθεί να είναι ένας τεράστιος, άγνωστος τόπος, που δεν πολυενδιαφέρεται για την παγκοσμιοποιημένη ποπ κουλτούρα, ακολουθώντας δικούς του ήρωες· τους οποίους εδώ ξέρουμε μόνο αποσπασματικά, περιστασιακά, επιφανειακά. Ελάχιστοι, επομένως, μπορούν να αποφανθούν ποιοι ανάμεσά τους είναι οι "μεγαλύτεροι".
Φυσικά, δεν πρόκειται για κάποιο δυσθεόρατο ακαδημαϊκό ζήτημα. Έχει απλά να κάνει με το ότι η μουσική συμβαδίζει πάντα με την κοινωνία που τη γεννά – ή, έστω, με όψεις αυτής της κοινωνίας. Όπως λοιπόν ο Βασίλης Τσιτσάνης αφήνεται μετέωρος αν αποκοπεί από τους μετασχηματισμούς της εγχώριας λαϊκότητας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως ο Elvis Presley ή οι Beatles απομένουν ξεκρέμαστοι δίχως τη νεολαιίστικη κοσμογονία της δεκαετίας του 1960, έτσι και οι Orchestra Baobab· είναι στην αμφίδρομη σχέση τους με τη μοντέρνα Σενεγάλη όπου θεμελιώνεται η σημασία τους.
Για τη Σενεγάλη η μοντερνικότητα ισοδυναμεί με το τέλος της γαλλικής κυριαρχίας, την ανεξαρτησία (1960) και το όραμα του πρώτου της προέδρου –του διεθνούς φήμης ποιητή Léopold Senghor– για μια χώρα που, ενώ θα διατηρούσε δεσμούς με τη Γαλλία, θα άφηνε πίσω την αποικιοκρατία, θα αγκάλιαζε τη μαύρη ταυτότητα και θα επανασυνδεόταν με τη δική της κουλτούρα. Κυβερνώντας έως το 1980 δίχως αντίπαλο όντας επικεφαλής μιας μονοκομματικής δημοκρατίας, ο Senghor είχε όλα τα περιθώρια για να καλλιεργήσει, αλλά και για να στηρίξει ένα τέτοιο κλίμα.
Η μουσική αντανάκλαση όλων τούτων προηγείται βέβαια των Orchestra Baobab, αλλά έχει άμεση σχέση με την ίδρυσή τους. Μέχρι το 1960, δηλαδή, η Σενεγάλη δεν διέθετε αυτόνομη ποπ κουλτούρα: υπήρχαν μόνο τα παραδοσιακά τραγούδια των λαών που την απάρτιζαν και η νυχτερινή διασκέδαση της αποικιοκρατίας στην πρωτεύουσα Ντακάρ, σε clubs με ορχήστρες που διασκεύαζαν γαλλικές και αμερικάνικες επιτυχίες. Με την ανεξαρτησία, όμως, τέτοιες μπάντες απελευθερώθηκαν από την υποχρέωση αυτή· και ρίχτηκαν στην εξερεύνηση τόσο του soukous, το οποίο διαδιδόταν ταχέως από το Κονγκό, όσο και των κουβανέζικων ρυθμών που έφταναν στο λιμάνι του Ντακάρ, ξετρελαίνοντας τη νεολαία.
Οι σημαντικότεροι από όσους ασχολήθηκαν τότε με την κουβανέζικη μουσική ήταν οι Star Band, οι οποίοι έδρευαν στο club "Miami", έχοντας ως ηγέτη τον ιδιοκτήτη του Ibra Kasse. Το 1970, όμως, μέλη της πολιτικής ελίτ αποφάσισαν να επενδύσουν σε ένα καινούργιο στέκι για τη νεολαία της πρωτεύουσας. Η κίνηση αυτή οδήγησε στο club "Baobab", αλλά για να πετύχει χρειαζόταν και μια πρωτοκλασάτη μπάντα. Απευθύνθηκαν λοιπόν σε μέλη των Star Band και έξι από τους μουσικούς τους βρήκαν στην πρόταση μια διέξοδο από τη δεσποτική εξουσία του Kasse, αλλά και την καλλιτεχνική ευκαιρία να ξεφύγουν από την απλή μίμηση των κουβανικών προτύπων, εξερευνώντας τα περιθώρια που υπήρχαν για ανακατέματα με την ντόπια παράδοση. Αποχώρησαν λοιπόν με πρωτεργάτη τον σαξοφωνίστα Baro N’Diaye, στήνοντας μια ορχήστρα που απλά υιοθέτησε το όνομα του νέου χώρου, γενόμενη Orchestre du Baobab.
Στο σημείο αυτό, ωστόσο, τα πράγματα περιπλέκονται για το Δυτικό ακροατήριο, καθώς τα κυρίαρχα αφηγήματα στέκονται ενθουσιωδώς στο άλμπουμ "Pirates Choice", αποτιμώντας το σαν έναν από τους καλύτερους world δίσκους. Πρόκειται για άποψη που δεν στερείται βαρύτητας. Επικεντρώνοντας όμως σε μια ηχογράφηση του 1982, παρακάμπτονται 12 χρόνια πορείας –καθοριστικά για τα όσα έφτασαν να παίζονται στο "Pirates Choice"– ενώ δεν εξηγείται γιατί ένα γκρουπ ικανό για κάτι τόσο κορυφαίο βρέθηκε να διαλύεται μόλις 5 χρόνια αργότερα (1987).
Ακόμα και στους καιρούς του YouTube και του Spotify, οι κομβικοί Orhestra Baobab της δεκαετίας του 1970 μένουν λιγότερο ή περισσότερο στο σκοτάδι, αφού διαθέσιμες στο κοινό είναι μόνο μερικές συλλογές, προσφέροντας κατακερματισμένη εικόνα της σημαντικότητάς τους. Η πραγματική περιπέτεια βρίσκεται σε κάποιες κασέτες της δεκαετίας του 1970 –η κασέτα υπήρξε αποφασιστική για την πρωτόλεια μουσική βιομηχανία όλης της Αφρικής– καθώς και στα βινύλια που άρχισε να τυπώνει η ανεξάρτητη Buur Records: την έστησαν οι ιδιοκτήτες του club "Baobab" θέλοντας να εκμεταλλευτούν την απαράμιλλη επιτυχία της ορχήστρας τους, η οποία ξεπερνούσε πια τα σύνορα της Σενεγάλης, απλωνόμενη σε μεγάλο κομμάτι της δυτικής Αφρικής.
Στεφανωμένο από το επιβλητικό "Utru Horas", ασφαλώς, το "Pirates Choice" –μια διεθνής επανέκδοση του άλμπουμ "Ken Dou Werente" (1983) από την επιδραστική World Circuit– πέτυχε πολύ περισσότερα, γενόμενο ισχυρό σημείο αναφοράς για την παγκόσμια δυναμική της αφρικανικής μουσικής. Αλλά ο δρόμος προς το ραφιναρισμένο απόσταγμα που απολαμβάνει κανείς εκεί αποτυπώνεται σε δίσκους σαν το "N’Deleng N’Deleng" (1978), το "Visage Du Senegaal" (1975), το "Mouhamadou Bamba" (1980) ή το "Guy Gu Rey Gi" (1975), όπου βρίσκεται και το φανταστικό "Soy".
Είναι σε τέτοιες στιγμές που διακρίνεται πώς οι Orchestra Baobab έπλεξαν σταυροβελονιά αυτά που αγάπησαν από την Κούβα με όσα κληροδότησαν από τις παραδόσεις των Wolof (οι οποίοι αποτελούν το 43% των κατοίκων της Σενεγάλης) και των λαών της περιοχής Casamance, οδηγούμενοι σε έναν πρωτότυπο, σήμα κατατεθέν afro-cuban ήχο. Ταυτόχρονα, βέβαια, ξεδιπλώνεται και η ίδια τους η ιστορία, αφού ο (σημαντικός για τον απογαλακτισμό τους από τους Star Band) N’Diaye αποχώρησε το 1971, οπότε τα ηνία της μπάντας πέρασαν σε καταλυτικές φιγούρες σαν τον σαξοφωνίστα Issa Cissoko, τους τραγουδιστές Balla Sidibé και Ndiouga Dieng ή τον ανυπέρβλητο κιθαρίστα Barthélémy Attisso.
Πέρα από όσα άφησε στη σκιά, εντωμεταξύ, ο Δυτικός θρίαμβος του "Pirates Choice" αποδείχθηκε και ετεροχρονισμένος. Όταν δηλαδή η ανθηρή world βιομηχανία των 1990s αναζήτησε το γκρουπ για περισσότερα, ανακάλυψε ότι είχαν διαλυθεί. Ήταν "παιδιά" μιας παλιότερης Σενεγάλης, μακριά από τις ανησυχίες της νεολαίας της δεκαετίας του 1980, που ζούσε πια στη σταθερή πολυκομματική δημοκρατία την οποία κληροδότησε ο Senghor, προτιμώντας τους afro-funk ήχους του mbalax: είχε έρθει η σειρά νέων μουσικών αστεριών, σαν τον Youssou N’Dour. Αλλά ο world "πυρετός" το έκανε το θαύμα του, οδηγώντας στον ανασχηματισμό της ορχήστρας (2001). Τον οποίον και τίμησαν κάθε φορά που ξαναγύριζαν δισκογραφικά, καθώς παρέδωσαν αξιοπρεπέστατες δουλειές ακόμα και στα πιο νοσταλγικά τους.
Πλέον, οι Orchestra Baobab βρίσκονται αντιμέτωποι με το αναπόφευκτο πλήρωμα του χρόνου: ο Dieng πέθανε το 2016, ενώ τελευταία χάθηκαν και οι υπόλοιπες ηγετικές μορφές – ο Cissoko το 2019, ο Sidibé το 2020, ο Attisso το 2021. Όμως πάντα βασίζονταν στη δύναμή τους να ανανεώνονται με νέο αίμα, οπότε είναι με το ίδιο πνεύμα που φιλοδοξούν να προχωρήσουν, κουβαλώντας την πλούσια κληρονομιά τους στον 21ο αιώνα.
3 απαραίτητες στάσεις γνωριμίας στο Spotify
"A Night At Club Baobab (Senegalese Dance Music Of The 70s)"
Γαλλική συλλογή του 2006, η οποία, έστω και αποσπασματικά (σε μόλις 13 κομμάτια), θα σας "συστήσει" τους Orchestra Baobab των 1970s και την περιπετειώδη τους διαδρομή προς τον afro-cuban ήχο που έμελλε να τους κάνει τόσο διάσημους. Εδώ θα βρείτε και το "Soy".
"Pirates Choice"
Επανέκδοση ενός σπουδαίου άλμπουμ από το 1983, που δημιούργησε τέτοια διεθνή τρέλα με τους Orchestra Baobab, ώστε τους έβγαλε από την αφάνεια, πείθοντάς τους να επανασυνδεθούν, πλέον ως world υπερδύναμη.
"Specialist In All Styles"
Εν έτει 2002, πλέον, δεν υπάρχουν άλλες εκπλήξεις. Όμως η σενεγαλέζικη ορχήστρα παραδίδει έναν δίσκο afro-cuban κλάσης, που έκανε μεγάλη αίσθηση στο world ακροατήριο.
Περισσότερες πληροφορίες
Orchestra Baobab
Η σενεγαλέζικη ορχήστρα, με σχεδόν σαραντάχρονη ιστορία, σε ρυθμικά στιγμιότυπα afrobeat, son, pachanga από την Αφρική και την Καραϊβική. Η επική ιστορία τους ξεκινάει τη δεκαετία του ’60 στην καρδιά της Μεντίνα του Ντακάρ. Ένα σχήμα που ξεκίνησε ως house band στο περίφημο Baobab Club του Ντακάρ, εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη χορευτική μπάντα της αφρικανικής ηπείρου. H θρυλική Orchestra Baobab, λατρεμένη τόσο στην πατρίδα τους, τη Σενεγάλη, όσο και σε ολόκληρο τον κόσμο, 52 χρόνια από την ίδρυσή της, εξακολουθεί να φέρνει σε κάθε τόπο που επισκέπτεται το ιδιαίτερο χαρμάνι της, το οποίο μπλέκει afrolatin και κουβανέζικους ρυθμούς με την griot music της Δυτικής Αφρικής. Έχουν στο ενεργητικό τους πάνω από είκοσι στούντιο άλμπουμ, μεταξύ των οποίων το Ken Dou Werente του 1982, το οποίο θεωρείται από τα κορυφαία άλμπουμ world music, ενώ αξέχαστες έχουν μείνει οι συνεργασίες τους με ονόματα όπως ο Ibrahim Ferrer των Buena Vista Social Club, ο Cheikh Ibra Fam, ο Youssou N’Dour και ο Dave Matthews. Διανύοντας, τα τελευταία 20 χρόνια, μια συνεχή περίοδο ανασυγκρότησης και «δεύτερης ζωής», μέσα από επαναηχογραφήσεις, νέες κυκλοφορίες και μνημειώδεις συναυλίες, η Orchestra Baobab βλέπει διαρκώς τον εαυτό της να αναγεννάται (στην κυριολεξία, καθώς πολλά από τα αρχικά μέλη της μπάντας έχουν φύγει από τη ζωή, με τη σκυτάλη να έχει περάσει στους απογόνους τους) και επιβεβαιώνει με κάθε της εμφάνιση την παγκόσμια φήμη της.