60 χρόνια Shawn Phillips: Ο Τεξανός που πρωτοτραγούδησε τη "Μπαλάντα Των Αισθήσεων Και Των Παραισθήσεων"

Συνεργάστηκε με τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Burt Bacharach, έκανε φωνητικά στο θρυλικό «Sgt. Pepper's Lonely Hearts Club Band» των Beatles, έμαθε στην Joni Mitchell τα πρώτα θεμελιώδη στην κιθάρα, έφτιαξε ένα κάποιο όνομα στη δεκαετία του 1970 με τους δικούς του δίσκους –κι όμως παραμένει υποφωτισμένη φιγούρα, γνώριμη μόνο σε λίγους.

ShPhl_front © Shel Danielson/Think Like A Key Music

Υπήρξε ένα διάστημα, από το 1970 έως το 1975, στο οποίο ο Shawn Phillips έδειχνε έτοιμος να μπει στα μεγάλα rock σαλόνια της Αμερικής. Τα ραδιόφωνα της Νέας Υόρκης, βέβαια, δεν έπαιζαν τα τραγούδια του· όμως οι συναυλίες μετακόμισαν από τα μικρά clubs σε χώρους 1.000 - 2.500 καθήμενων, ενώ άλλα σημεία των Ηνωμένων Πολιτειών στήριξαν τα άλμπουμ του, αρκετά ώστε να εμφανιστούν στο #72, στο #57 ή στο #50 των εθνικών charts. Το θαύμα, όμως, δεν συνέβη. Ως το 1975, ο Τεξανός τραγουδοποιός είχε υποχωρήσει εμπορικά κάτω από το έσχατο όριο του top-200, ενώ από τη δεκαετία του 1980 και μετά θα βασιζόταν στη χρηματοδότηση φίλων και οπαδών, προκειμένου να κυκλοφορεί δίσκους. 

Κι όμως, μιλάμε για έναν δημιουργό που έως και λίγα χρόνια πριν εξακολουθούσε να βγάζει δουλειές συχνά αξιοσημείωτες, αν όχι αξιοζήλευτες. Ο οποίος μπορεί να μη βρέθηκε τελικά "στο προσκήνιο", μα πρόλαβε να ζήσει στιγμές βγαλμένες από καριέρες με μεγαλύτερο βεληνεκές της δικής του: έκανε δεύτερα φωνητικά στο θρυλικό "Sgt. Pepper's Lonely Hearts Club Band" των Beatles, ίσως να έγραψε το "Season Of The Witch" για τον Donovan, έμαθε στην Joni Mitchell τα πρώτα θεμελιώδη στην κιθάρα,  συνεργάστηκε με τον Burt Bacharach, αλλά και με τον Μάνο Χατζιδάκι. Γενόμενος, έτσι, αυτός που πρωτοτραγούδησε τη "Μπαλάντα Των Αισθήσεων Και Των Παραισθήσεων", 12 χρόνια πριν τη μάθουμε εδώ στην Ελλάδα, με τη φωνή του Βασίλη Λέκκα.

Ένα καλά κρυμμένο μυστικό;

Είναι, επομένως, το "καλύτερα κρυμμένο μυστικό στη μουσική βιομηχανία", όπως διατείνονται οι οπαδοί; Αληθεύει ότι μόνο το death metal του διέφυγε, από τα είδη με τα οποία καταπιάστηκε; Το δεύτερο έχει όντως γραφτεί κάπου, από κάποιον υπερενθουσιώδη, μα περιττεύει, ασφαλώς, να σχολιάσουμε ότι δεν αληθεύει. Το πρώτο, πάλι, εμπεριέχει μια αλήθεια, ταυτόχρονα όμως και μια υπερβολή –από εκείνες που τρέφουν τα δημοσιογραφικά κλισέ και φέρνουν, ίσως, τα κλικ, μα δεν κάνουν κανέναν σοφότερο. 

ShPhl_01
O Shawn Phillips στα 1970s

Ας αρκεστούμε, λοιπόν, στο ότι πρόκειται για ξεχωριστή περίπτωση ανάμεσα στους τραγουδοποιούς που γέννησε ο εξηλεκτρισμός των folk παραδόσεων στην Αμερική της δεκαετίας του 1960. Κι ας εκμεταλλευτούμε τη στρογγυλή επέτειο συμπλήρωσης 60 ετών από την πρώτη του εμφάνιση στη δισκογραφία (1964), ώστε να γνωρίσουμε λίγο καλύτερα την πορεία του, η οποία ξετυλίχθηκε σε 19 στούντιο άλμπουμ, 6 με ζωντανές ηχογραφήσεις, συν 6 non-album singles. Υπήρχε ίντριγκα και πριν απ' όλα αυτά, πάντως, αφού ο Τεξανός τροβαδούρος είναι γιος του διάσημου συγγραφέα κατασκοπευτικών μυθιστορημάτων Philip Atlee (που στην πραγματικότητα λεγόταν James Phillips). Άρα και ανιψιός του διαβόητου διευθυντή επιχειρήσεων της CIA, David Atlee Phillips, ο οποίος είχε άμεση εμπλοκή στο αιματηρό πραξικόπημα που οργάνωσαν οι Η.Π.Α. στη Γουατεμάλα το 1954, καθώς κι έναν υποτιθέμενα σκιώδη ρόλο στη δολοφονία του Προέδρου Κένεντι, το 1963.

Τι είναι αυτό, όμως, που κάνει τον Shawn Phillips να διακρίνεται ανάμεσα σε τόσους γενειοφόρους μακρυμάλληδες, οι οποίοι πήραν τις κιθάρες τους ώστε να τραγουδήσουν τη δική τους εκδοχή στο "άνθρωπε αγάπα, τη φωτιά σταμάτα" –για να χρησιμοποιήσουμε μια εγχώρια στιχουργική αναλογία; Είναι η φωνή με τα φαλτσέτο κρατήματα, η οποία αντήχησε με μια δύναμη που δεν βρίσκεις, συνήθως, στο σινάφι των singers/songwriters; Είναι οι ικανότητές του ως μουσικού, οι περίπλοκες συγχορδίες που γεννούσε ή η εντύπωση που έκανε παίζοντας εκείνες τις κιθάρες με διπλό λαιμό, οι οποίες θα αποτυπώνονταν στην ευρεία rock συνείδηση χάρη στην επιτυχία των Led Zeppelin; Ή είναι το εσκεμμένα μη ταξινομήσιμο ύφος των τραγουδιών του, που σίγουρα ξεμύτισαν πολύ πιο πέρα από τον ηλεκτρικό folk ορίζοντα, αγκαλιάζοντας (κατά το δοκούν) τις progressive εξελίξεις των πρώιμων 1970s, το soft rock των Supertramp ή του Cat Stevens, τις πιο ηλεκτρονικές ατραπούς των νεόκοπων synthesizers, ακόμα και την τζαζ μερικές φορές;

ShPhl_02
Ο Shawn Phillips σε πιο πρόσφατα χρόνια

Δεν υπάρχει μία, σαφής και καλά τακτοποιημένη απάντηση. Όλα αυτά έπαιξαν σημαίνοντα ρόλο, αλλά κάπου πρέπει να συμπεριληφθεί και ο παράγοντας της προσωπικότητας, γιατί μιλάμε για έναν τραγουδοποιό που, όταν διέθετε τα περιθώρια, δεν θέλησε να "παίξει σωστά τα χαρτιά του" προκειμένου να βγάλει λεφτά. Προτίμησε, αντιθέτως, να μείνει πιστός στις δικές του ανησυχίες, πότε αποξενώνοντας το folk κοινό, πότε ξενίζοντας το prog κοινό, επιστρέφοντας, τελικά, χωρίς βαρυγκόμια στα μικρά clubs όπου πρωτοανδρώθηκε, όταν φάνηκε ότι η επιτυχία τον είχε προσπεράσει. 

Το ξεκίνημα

Ένα σύντομο πέρασμα από το Πολεμικό Ναυτικό έπεισε τον Shawn Phillips ότι ο πραγματικός του προορισμός ήταν η μουσική, οπότε πήρε σβάρνα τα φοιτητικά καφέ και τα folk κλαμπάκια των Η.Π.Α., δοκιμάζοντας δυνάμεις και εξερευνώντας προοπτικές. Από εκεί μεταπήδησε και στη δισκογραφία το 1964, κάνοντας ντεμπούτο με ένα ανεπιτυχές non-album single για την Ascot, όπου βασικό κομμάτι ήταν το "The New Frankie & Johnnie Song": μια διασκευή στην παραδοσιακή μπαλάντα φόνου "Frankie And Johnny", σε ενορχήστρωση του Billy Mure, με b-side το "Cloudy Summer Afternoon".

ShPhl_03
Το non-album single ντεμπούτο του για την Ascot, 60 χρόνια πριν (1964)

Πολλά χρόνια αργότερα, ο Steve Thorn του San Diego Troubadour θα χαρακτήριζε την απόπειρα ως "μη αξιοσημείωτη", κρίση αχρείαστα αυστηρή. Σίγουρα, ο Phillips δεν είναι παρά ένας ακόμα από τους (κυριολεκτικά) εκατοντάδες που έχουν διασκευάσει το συγκεκριμένο άσμα, προφανώς επειδή το είχε ως στάνταρ στις συναυλίες. Ωστόσο το τραγούδησε ωραία, με μια δική του προσέγγιση, δίχως λ.χ. να μιμηθεί το παράδειγμα του Johnny Cash, ο οποίος το είχε ξανακάνει επιτυχία λίγα χρόνια πριν (ως "Frankie's Man, Johnny", 1959). Αν σε κάποιον πατάει εδώ, είναι στον Bob Gibson, την εκτέλεση του οποίου υπερβαίνει.

Η Μπαλάντα Των Αισθήσεων Και Των Παραισθήσεων

Στο δεύτερο μισό των 1960s, ο Shawn Phillips ήταν εγκατεστημένος στη Βρετανία. Εκεί, μια ερωτική σχέση με την ηθοποιό Francesca Annis –η οποία θα έπαιζε αργότερα τη Λαίδη Τζέσικα, στο κατά Ντέιβιντ Λιντς "Dune"– του άνοιξε τις πόρτες του κινηματογράφου. Έτσι, βρέθηκε να παίζει ως ηθοποιός στο αδιάφορο ερωτικό μελόδραμα "Run With The Wind" του Lindsay Shonteff (1966), όπου παρείχε και το soundtrack: από εκεί προέρχεται, λ.χ., το single "Stargazer", όπου δοκιμάζεται στο σιτάρ, σε μια μέτρια προσπάθεια εναρμονισμού με το ψυχεδελικό κλίμα των καιρών. Ο δρόμος αυτός, λοιπόν, τον έφερε και στον Μάνο Χατζιδάκι το 1970, με τον οποίον δούλεψε το score μιας άγνωστης και λίαν δυσεύρετης (πλέον) ταινίας του John Crowther, βασισμένης στο μυθιστόρημα του Nicholas Delbanco "The Martlet's Tale". 

Ήταν, μάλλον, και το τελευταίο φιλμ που γύρισε η Κατίνα Παξινού πριν τον θάνατό της, η οποία πρωταγωνιστεί στο "The Martlet's Tale" δίπλα σε ξένους ηθοποιούς κι έναν ακόμα Έλληνα, τον Τάκη Εμμανουήλ. Τελικά το soundtrack δεν κυκλοφόρησε ποτέ, πάντως εκεί πρωτοακούγεται το τραγούδι που από το 1982 και στο εξής ξέρουμε ως "Μπαλάντα Των Αισθήσεων Και Των Παραισθήσεων", με τον Phillips να ερμηνεύει τη μελωδία σε δικούς του, αγγλικούς στίχους –αναντίρρητα όμορφα και πολύ εκφραστικά, αλλά ίσως και με ένα ζόρισμα σε ορισμένες ψηλές νότες. Μάλιστα, φαίνεται ότι υπήρχαν δύο παραλλαγές, μα κι ένα ακόμα κομμάτι συνδημιουργημένο με τον Χατζιδάκι, ονόματι "Bossanova".  

Πέντε ακόμα τραγούδια που αξίζει να ακούσετε

"I'm A Loner" 
Από το πρώτο του άλμπουμ I'm A Loner [Columbia, 1965], που βγήκε όταν ήταν ένας άγουρος δημιουργός 22 ετών, οπότε στηριζόταν ακόμα σε folk διασκευές. Εδώ, πάντως, πέτυχε διάνα, με μια προσέγγιση στο παραγνωρισμένο "I'm A Loner" του Travis Edmundson (1963), η οποία μοιάζει με χτύπημα κεραυνού. Δεν θα βρείτε καλύτερη εκτέλεση, από κανέναν.

"Landscape"
Υπέροχα ήσυχη μπαλάντα από το άλμπουμ Faces [A&M, 1972], ένας γλυκός φόρος τιμής στα τοπία της νότιας Ιταλίας, τα οποία γνώρισε καλά από το 1967 και μετά, όταν εγκαταστάθηκε στο Ποζιτάνο –όπου και θα ζούσε ως το 1980. 

"Lost Horizon"
Σύμπραξη με τον μέγα Burt Bacharach, με τη σύντομη, μα ωραία τραγουδισμένη μελωδία να "ντύνει" τους τίτλους της ομώνυμης ταινίας του Charles Jarrott (1973). Πέρα από το soundtrack της τελευταίας, κόπηκε και ως non-album single, χαρίζοντας στον Philips τη μεγαλύτερη επιτυχία της καριέρας του (Η.Π.Α. #63).

"I'm An American Child (On A Nuclear Pile)"
Γερή, ευπρόσωπη ροκιά με πολιτικοκοινωνική αιχμή, έστω και στο πλαίσιο μιας χίπικης ενατένισης, που πιστεύει ότι αρκεί η αγάπη ώστε ο κόσμος μας να ξεπεράσει τον πυρηνικό κίνδυνο. Από το Transcendence (1978), που τον βρήκε να στεγάζεται στην RCA, μετά την αδιαφορία της A&M να ανανεώσει τη συνεργασία τους. Ήταν η τελευταία μεγάλη εταιρεία που του έδωσε σημασία, αν και η σχέση βάστηξε μόνο για τον συγκεκριμένο δίσκο.

"Brilliance"
Από τα καλύτερα ύστερα τραγούδια του, ηχογραφημένο στο στούντιο που διατηρούσε όσο έμενε στο Πορτ Ελίζαμπεθ της Νότιας Αφρικής, με την αρωγή μουσικών της τοπικής σκηνής. Από το άλμπουμ Perspective [ανεξάρτητη έκδοση, 2013], το οποίο βγήκε μέσω crowd funding χρηματοδότησης.

Ο πιο συζητημένος δίσκος

Το Second Contribution [A&M, Φεβρουάριος 1971] είναι το άλμπουμ του που "τράκαραν" οι περισσότεροι απ' όσους έγιναν fans στην εποχή των δισκοπωλείων κι αυτό που παραμένει αισθητά λαοφιλές και στην εποχή του Spotify. Μια γερή δουλειά, στην οποία ο Shawn Phillips βάθυνε τη συνεργασία του με τον Άγγλο τσελίστα και παραγωγό Paul Buckmaster (βραβευμένο με Grammy, αργότερα), οδηγούμενος σε έναν πλούσιο, υβριδικό ήχο μεταξύ folk rock, progressive rock και ξεκάθαρης τζαζ –κάτι, φυσικά, που σήκωνε να κάνει σε μια εταιρεία σαν την A&M. 

ShPhl_04

Εδώ βρίσκεται και το κομμάτι με τον εντυπωσιακά μακρύ τίτλο "She Was Waiting For Her Mother At The Station In Torino And You Know I Love You Baby But It's Getting Too Heavy To Laugh", το οποίο διασκευάστηκε αργότερα και στα φινλανδικά –ως "Käenpoika", από τον Hector (1978)– όπως και το "The Ballad Of Casey Deiss", που γράφτηκε για τον θάνατο μιας φίλης και σχεδόν μονιμοποιήθηκε στις συναυλίες του, έκτοτε. Υπάρχουν κι άλλα καλούδια (π.χ. "Sleepwalker", "Lookin' Up Lookin' Down"), όχι όμως και κάτι αισθητά πρωτοκλασάτο, ενώ ο δίσκος μάλλον χάνει το σφρίγος του, όσο προχωρά προς το φινάλε. Έως τότε, πάντως, έχει κάνει αρκετή εντύπωση, αποδεικνύοντας τη θέληση του δημιουργού του να υπάρξει έξω από τα εύκολα καλούπια εκείνων των καιρών.

Με ποιους άλλους δίσκους θα τον γνωρίσουμε καλύτερα;

Ο Shawn Phillips "γεννήθηκε" ως δημιουργός με το άλμπουμ Contribution [A&M, Απρίλιος 1970], γιατί ήταν εδώ όπου πρωτοστάθηκε ως αυθύπαρκτος τραγουδοποιός, με εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του και με ακονισμένη στιχουργική. Αρκετοί, μάλιστα, το θεωρούν ανάμεσα στις καλύτερές του δουλειές λόγω και της παρουσίας του ενδοσκοπικού, σχεδόν παραμυθιακής χροιάς "L Ballade"

ShPhl_05

Παρότι θεωρώ ότι αξίζει να ακούσει κανείς το Contribution, είναι μια άποψη με την οποία δεν συμφωνώ, γιατί αφενός ο Phillips ηχεί πολύ σαν τον Cat Stevens εδώ, αφετέρου επειδή –παρά τα παιξίματα από μουσικούς σαν τους Steve Winwood και Jim Capaldi– αρκείται σε πράγματα λιγουλάκι μέτρια. Έχει σημασία, βέβαια, να τονίσουμε ότι ο ίδιος επιθυμούσε, τότε, να κυκλοφορήσει ένα τριπλό άλμπουμ επανδρωμένο με τραγούδια, οργανικές συνθέσεις, απαγγελίες ποιημάτων, συν ένα παραμύθι δικής του έμπνευσης, με μουσική υπόκρουση ("The Beginning of the End of the Story"). Λόγοι οικονομικού ρεαλισμού, όμως, ώθησαν την A&M να επενδύσει μόνο στα τραγούδια, παραμερίζοντας το υπόλοιπο υλικό.  

ShPhl_06

Το Furthermore [A&M, 1974] δεν ανήκει στα πιο προσιτά του έργα: χρειάζεται ακροάσεις, ενώ σε διάφορα φανερώνει την ηλικία του, απηχώντας μουσικές και στιχουργικές ανησυχίες της εποχής. Ταυτόχρονα, όμως, αποτελεί ένα ακόμα ισχυρό επιχείρημα για το στιλιστικώς ανένταχτο του Αμερικανού τραγουδοποιού και για την τόλμη του να δοκιμάζει πράγματα. Εδώ, λοιπόν, τελειοποιεί τις progressive βουτιές αξιοποιώντας τα πλήκτρα του επί σειρά ετών Βρετανού συνεργάτη του J. Peter Robinson, αν και επί της ουσίας εξακολουθεί να γράφει θερμές folk μπαλάντες τις οποίες ντύνει με σοφιστικέ ενορχηστρώσεις, που φέρνουν κατά νου τους Jethro Tull ή τους Gentle Giant ("Starbright", "Breakthrough"). Δεν διστάζει, επίσης, να μιλήσει αντιπολεμικά, έστω κι επικαλούμενος τα χίπι ιδανικά, σε έξοχα κομμάτια σαν το "Song For Northern Ireland" ή το "Mr President", ενώ δοκιμάζει και φωνητικούς αυτοσχεδιασμούς τζαζ καταβολών ("Cape Barras"). Και σαν να μην έφταναν όλα τούτα, ρίχνεται και σ' ένα γκρουβάτο funk/jazz που δείχνει βγαλμένο από δίσκο του Herbie Hancock ("January First").  

ShPhl_07

Το υποτιμημένο Rumplestiltskin's Resolve [A&M, 1976] έληξε το φλερτ του με τα ευρύτερα rock ακροατήρια: από τότε, για όσους επέμειναν ως fans, θα μετατρεπόταν σε μάλλον cult φιγούρα. Κι όμως, εξακολουθούσε να γράφει ωραία τραγούδια –είτε προς καθαρές folk κατευθύνσεις ("Hie Away"), είτε προς ένα γνώριμο, πια, folky prog στυλ ("Early Morning Hours")– και συνέχιζε να βάζει τη γκρούβα της τζαζ στο συνθετικό του παιχνίδι με τον πιο αβίαστο και γουστόζικο τρόπο ("Today"). Και, βέβαια, εξακολουθεί να ερμηνεύει υπέροχα και προσωπικά, ακόμα και σε μια νωθρή στιγμή σαν το "Wailing Wall", όπου αναλύεται σε έναν θρήνο που ηχεί σαν παλιό μοιρολόι, βγαλμένο από μακρινές αγγλοσαξονικές μνήμες.

ShPhl_08

Αργότερα, λίγο πριν υποβληθεί σε τετραπλό μπάι-πας, κρεμώντας για ένα διάστημα την κιθάρα του, βρέθηκε στο Κεμπέκ του Καναδά, για μια συνεργασία με τον Michel Le François. Οι δυο τους, εντούτοις, ήρθαν σε ρήξη εξαιτίας της επιμονής εκείνου να παίξει τα πάντα, αναλαμβάνοντας, παράλληλα, τόσο τις ενορχηστρώσεις, όσο και την παραγωγή· με αποτέλεσμα ο Philips να δει την όλη ιστορία ως μεγάλο λάθος. Ωστόσο, το The Truth If It Kills [Imagine, 1994] ολοκληρώθηκε και, ασχέτως των γεγονότων, αποτυπώθηκε ως δουλειά με πολλές ωραίες στιγμές. Σαν το "Tough Love", λ.χ., το οποίο μοιάζει σαν ο Αμερικανός τραγουδοποιός να συνάντησε μια ποπ μελωδία του Νίκου Καρβέλα, το κάτι σαν νανούρισμα "Sleep Pretty Baby", το έξω καρδιά "Money Dance" ή το αστραφτερό δείγμα της folk rock πλευράς του "One Way Ticket", με τους όμορφα μελαγχολικούς στίχους. 

ShPhl_09

To Continuance [ανεξάρτητη έκδοση, 2017] χρηματοδοτήθηκε από τους οπαδούς μέσω μιας Kickstarter καμπάνιας, ενώ το στούντιο πρόσφερε ένας παλιός γνώριμος, ο Sjoerd Koppert, αναλαμβάνοντας και την παραγωγή. Πραγματικά κεφάτο άλμπουμ, με θαυμάσια παιξίματα και σταράτη rock πλεύση, εκκινεί ζωηρά με το "Life" και συνεχίζει ακάθεκτο. Ο παλιόφιλος Paul Buckmaster ανέλαβε τις ενορχηστρώσεις σε μία από τις τελευταίες του δουλειές πριν πεθάνει, ενώ ο Phillips ακούγεται θαλερός, προσφέροντας νευρώδεις ερμηνείες σε κιθαριστικές ανοιχτωσιές ("Man With A Gun", "Dancing In Survival"), αγέραστο μπρίο ("C'mon Round") και φλογισμένες διδαχές ("In Grace We Intend"). Στο "Furious Desperation", πάλι, τον ακούμε σχεδόν να ραπάρει, ενώ στο "Bach In The Fusion" φλερτάρει με τα μελωδικά μεγαλεία του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ.

Τι να αποφύγουμε;

Δεν υπάρχει δίσκος του Αμερικανού τραγουδοποιού που να μην έχει το ενδιαφέρον του, κάποιοι, όμως, κυμάνθηκαν σε μετριότερα επίπεδα, συγκριτικά με τον συνηθισμένο του πήχη. Ένας από αυτούς, λ.χ., είναι το Shawn [Columbia, 1966], που ακολούθησε την ίδια βασική συνταγή με το I'm A Loner, απλά προέκυψε πιο ισότιμα μοιρασμένο ανάμεσα σε πρωτότυπες συνθέσεις και σε διασκευές. Υπάρχουν κι εδώ τραγούδια όπου σε βάζει να σταθείς προσοχή με τη θέρμη των ερμηνειών και το παίξιμό του στην κιθάρα (π.χ. "Storm", "Another Country", "Coal Tattoo"), αλλά ο ορίζοντας δεν υπερβαίνει τα folk rock εσκαμμένα των καιρών, ενώ λείπουν κι οι εξάρσεις εκείνες που είχαν αναδείξει το ντεμπούτο του. 

ShPhl_10

Το Beyond Here Be Dragons ηχογραφήθηκε το 1983 με λεφτά που έβαλε ο μάνατζερ Clancy Grass, μα πέρασαν πέντε χρόνια προτού ενδιαφερθεί εταιρεία να το βγάλει –η Chameleon, το 1988. Ξυρισμένος και δίχως, πια, τα μακριά του μαλλιά, ο Shawn Phillips βρίσκεται σε μεταιχμιακή φάση ζωής και καριέρας (θα επέστρεφε αργότερα στη γνώριμή του εμφάνιση), με τον Γερμανό παραγωγό Michael Hoenig των Agitation Free να πριμοδοτεί μια πιο progressive πλεύση, κυριαρχούμενη από τα synths του J. Peter Robinson. Τα πράγματα, όμως, μένουν χλιαρά και ρουτινιάρικα, έστω κι αν μερικά τραγούδια μπορεί και να ευτυχούσαν σε χέρια άλλων: το "It Takes No Time" θα ταίριαζε γάντι στον Jim Steinman, λ.χ., ενώ ο καλπασμός του "Sands Of Time" δείχνει ταμάμ για τους Judas Priest της Turbo Lover περιόδου.

Το No Category [Fat Jack/Universal, 2004] βγήκε χάρη στην οικονομική αρωγή κάποιου Bill Pursley και βρήκε τον Phillips να ξανασμίγει με τον Paul Buckmaster και τον J. Peter Robinson για επανηχογραφήσεις κυκλοφορημένων, ακυκλοφόρητων και καινούριων τραγουδιών. Είναι ΟΚ άλμπουμ, με καθάριες κιθαριστικές ματιές στο "Lost And Lonely" στο "Moonshine" ή στο "Fondest Dreams", όχι όμως και τόσο γκράντε όσο το λένε ορισμένοι: η όλη μεταχείριση προέκυψε κάπως άνευρη ακόμα και σε στιγμές εγνωσμένης αξίας σαν τα "Sleep Pretty Baby" και "One Way Ticket".

Κι αν μας αρέσουν οι ζωντανές ηχογραφήσεις; 

Τότε πρέπει να αναζητήσετε το τριπλό Live In The Seventies [Think Like A Key Music, 2022], το οποίο φιλοξενεί 51 κομμάτια από εννιά διαφορετικές συναυλίες μεταξύ 1972 και 1978. Η διάρκεια, βέβαια, ίσως να αποβαίνει εξαντλητική για όποιον επιθυμεί μια πιο βασική πληροφόρηση. Ακόμα κι ένας τέτοιος ακροατής, όμως, θα φύγει σαφώς εντυπωσιασμένος από τις εκτελέσεις στα "Lovely Day", "Landscape", "I Took A Walk" και "Spaceman" (όλα από το 1973), όπου ξεδιπλώνεται η φωνητική και ερμηνευτική δύναμη του Phillips, σε αντίστιξη με θαυμάσια παιξίματα στην κιθάρα.  

ShPhl_11

Επιπλέον, καταγράφεται ωραία η θερμή του σχέση με το κοινό, ενώ περιλαμβάνονται και επιλογές του 1978 στις οποίες συντροφεύεται από τη λεγόμενη Infinity Device: μια ενοποιημένη συλλογή αναλογικών synths, η οποία τον θέτει σε ένα ταιριαστό, καίτοι απόκοσμο, ηλεκτρονικό τερέν, κάνοντας στιγμές σαν τα "Motes Of Dust" και "Maestoso" να μοιάζουν λες και τα άγγιξε ο Jean-Michel Jarre ή το soundtrack του John Williams για τις "Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου".

ShPhl_12

Λίγο πριν εγκαταλείψει το Ποζιτάνο για να εγκατασταθεί στο Λος Άντζελες, ο Phillips αποτύπωσε σε εικόνα μια μικρής κλίμακας συναυλία, από εκείνες που θα γίνονταν χαρακτηριστικές για το πώς κινήθηκε από τη δεκαετία του 1980 κι έπειτα –στην οποία διασκευάζει και το διάσημο "Concierto De Aranjuez" του  Joaquín Rodrigo. Το πρόβλημα είναι ότι το An Evening With... [Access Unlimited, 1981] παραμένει πανσπάνιο, όντας κυκλοφορημένο μόνο σε βιντεοκασέτα, υπό τη γενική επιμέλεια του Michael Hager των Cochise (από την πολιτικοποιημένη folk rock της Δυτικής, τότε, Γερμανίας).

ShPhl_13

Αν τον θέλετε και σε εικόνα, πάντως, καλή επιλογή είναι και το DVD Living Contribution [Sheer Sound, 2007], που τον καταγράφει εν δράσει στον εθνικό βοτανικό κήπο Kirstenbosch του Κέιπ Τάουν, τον Απρίλιο του 2007. Η Νότιος Αφρική, άλλωστε, έγινε δεύτερο σπίτι του, αφού έζησε στο Πορτ Ελίζαμπεθ από το 2003 έως το 2016, μαζί με τη νυν σύζυγό του Juliette Opperman (η οποία τον γνώρισε το 2000, ενώ περιόδευε στη χώρα της). Στα αμιγώς μουσικά της έκδοσης, τον ακούμε σε φόρμα, να λάμπει πότε ως στιβαρός rocker ("American Child") και πότε ως ήσυχος τροβαδούρος ("L' Ballade"), ενίοτε δοσμένος σε ψυχωμένες αναπολήσεις ("Ballad Of Casey Deiss"). Σημειώστε, τέλος, ότι η ίδια συναυλία –αλλά με τρία κομμάτια λιγότερα– έχει κυκλοφορήσει και σε δίσκο, ως Living Contribution: Both Sides, με το δεύτερο CD να περιλαμβάνει μια σόλο εμφάνιση στο ίδιο μέρος (Οκτώβριος 2007).

Μέσα στον φετινό Οκτώβρη, τώρα, αναμένεται η έκδοση μίας ακόμα ζωντανής ηχογράφησης: θα είναι διπλό CD τιτλοφορούμενο "Outrageous", με το υλικό να προέρχεται από μια βραδιά του Ιανουαρίου 1976 στο Armadillo World Headquarters, στο Ώστιν του Τέξας. Ο ίδιος ο Shawn Phillips, εντωμεταξύ, εξακολουθεί να δίνει συναυλίες καθώς γράφονται τούτες οι γραμμές, σε πείσμα των ημερολογιακών δεδομένων, τα οποία λένε ότι έχει φτάσει 81 ετών.

Διαβάστε Επίσης

Διαβάστε ακόμα

Τελευταία άρθρα Μουσική

To party project "In The Cage" επιστρέφει στο "Oddity"

Προσκεκλημένη DJ η Kasia που έρχεται για πρώτη φορά στην Αθήνα.

14/11/2024

H μοναδική Ayọ έρχεται ξανά στην Ελλάδα

Με μελωδίες με στοιχεία από τη soul, τη folk και τη reggae, η τραγουδίστρια του χιτ "Down on my knees" καταφθάνει στο Gazarte.

Συναυλίες, DJ sets και Silent Disco party φέρνουν χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα το ΚΠΙΣΝ

Ο Χριστουγεννιάτικος Κόσμος του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος γεμίζει μουσική με ένα πλούσιο πρόγραμμα.

Η πολυαναμενόμενη επιστροφή της Amelie Lens στην Αθήνα είναι γεγονός

Η απόλυτη σούπερσταρ της techno και η αινιγματική KI/KI βάζουν φωτιά στην αθηναϊκή clubland.

Οι Beatles υποψήφιοι για Grammy για πρώτη φορά μετά από 27 χρόνια

Άλλοι φοβούνται ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα τους πάρει τις δουλειές και άλλοι εξαιτίας της, επανέρχονται στο προσκήνιο. Τα εναπομείναντα "Σκαθάρια" επιστρέφουν στα Grammys, μετά από το 1997, πανηγυρικά κιόλας, με 2 υποψηφιότητες.

Οι Warhaus έρχονται στο "Gagarin"

Η πολυαναμενόμενη επιστροφή του Maarten Devoldere στην Αθήνα είναι γεγονός.

Buzzcocks: Η punk Βρετανία καταφτάνει στην Ελλάδα

Ο Pete Shelley δεν είναι πια εδώ, όμως ο Steve Diggle δείχνει αποφασισμένος να συνεχίσει το ιστορικό γκρουπ. Το ξαναφέρνει, λοιπόν, στην Αθήνα (Σάββατο 16/11, στο "Arch") για μια συναυλία-γιορτή αφιερωμένη στα 45 στρογγυλά χρόνια της δοξασμένης συλλογής "Singles Going Steady".