Τι άλλο να γράψεις, άραγε, για το Revolver των Beatles, που να διαθέτει κάποιο νόημα μετά τα τόσα και τόσα που έχουν λεχθεί στα 57 χρόνια στα οποία κυκλοφορεί ανάμεσά μας; Ακόμα και με τη γενική παραδοχή ότι πρόκειται για ένα από τα πλέον πολύτιμα πετράδια στο στέμμα της pop/rock παρακαταθήκης, τι περαιτέρω μπορεί αλήθεια να αποκαλύψει το επανα-λανσάρισμά του σε ένα καινούριο, πενταπλό box set;
Εύκολες απαντήσεις δεν υπάρχουν, αλλά ας αρχίσουμε με τα θεμελιώδη. Βασική "σημαία" του box set είναι το stereo remix 2022 που επιμελήθηκε ο Giles Martin –γιος του αείμνηστου παραγωγού των Σκαθαριών, George Martin– συνεργατικά με τον Sam Okell (μηχανικό ήχου στα Abbey Road Studios), αξιοποιώντας τις τεχνολογικές εξελίξεις τις οποίες ανέπτυξε πρόσφατα η WingNut Films του Peter Jackson καθώς δούλευε το συζητημένο ντοκιμαντέρ "The Beatles: Get Back" (2021). Ταυτόχρονα, όμως, είναι τελικά και το λιγότερο σημαντικό κομμάτι στο όλο παζλ.
Τι παίρνουμε, λοιπόν, ανοίγοντας το κουτί;
Λαμβάνουμε ένα CD με το Revolver στην ορίτζιναλ mono μίξη του 1966, ένα CD με το άλμπουμ σε stereo remix 2022, ένα CD με τις αντίστοιχες μίξεις για το non-album single "Paperback Writer" και το b-side του "Rain", συν δύο CD με 31 demo από τις τότε ηχογραφήσεις (από τα οποία μόλις 4 ήταν ήδη δημοσιευμένα). Η έκδοση συμπληρώνεται από σκληρόδετο βιβλίο 100 σελίδων με καινούριες, εκτενείς σημειώσεις του Kevin Howlett, πρόλογο από τον Paul McCartney, συν ένα κείμενο του Questlove (ναι, των Roots) για τους Beatles. Οι δε θήκες των δύο CD με τα ακυκλοφόρητα κοσμούνται με το εξώφυλλο που έφτιαξε για το Revolver ο φωτογράφος Robert Freeman (με τα κεφάλια των Beatles σε ψυχεδελικό κύκλο), το οποίο απορρίφθηκε στην οριστική ευθεία των αποφάσεων, καθώς προτιμήθηκε το γνωστό, πλέον, εικαστικό του Klaus Voormann. Παρεμπιπτόντως, ο τελευταίος συμμετέχει στο βιβλίο με ένα καινούριο graphic novel γύρω από το θέμα.
Στέρεο μίξεις και mono ηχογραφήσεις
Όπως και σε άλλες ανάλογες επανεκδόσεις, ένα σημείο τριβής –και πιθανής εκ των προτέρων καχυποψίας– είναι τα περί αυθεντικού mono ήχου και σύγχρονης στέρεο επεξεργασίας. Πολλές φορές, δηλαδή, τέτοιες συζητήσεις αναλώνονται σε υπερβολικά τεχνικές λεπτομέρειες, οι οποίες αφορούν τους πολύ εξειδικευμένους ακροατές (τους λεγόμενους και "χρυσαυτιάδες"), έστω κι αν υπήρξε ευρεία απογοήτευση από τις stereo μίξεις του Revolver που διατέθηκαν στο κοινό το 2012. Αξίζει λοιπόν να τονίσουμε ότι η δουλειά που κατατίθεται εδώ ξεφεύγει από αυτό το τόσο περιορισμένο πλαίσιο, παρέχοντας λόγο ύπαρξης στα σχετικά CD του καινούριου box set.
Από την άλλη, κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι θα επιτευχθεί και μια γενική αποδοχή για το ποιο Revolver είναι, τελικά, καλύτερο. Ο Giles Martin, δηλαδή, δείχνει να υπερβαίνει τις stereo μίξεις του 2012, προσφέροντας ορισμένες ευδιάκριτες ποιότητες στο πώς ηχούν κάποια αγαπημένα τραγούδια. Το μπάσο του Paul McCartney στο "Taxman", ας πούμε, ακούγεται πιο καθάριο –ίσως και πιο καίριο;– ενώ κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τις δευτερεύουσες φωνητικές αρμονίες στο "Here, There And Everywhere", αλλά και με το πού έχουμε πιάνο και πού κλαβίχορδο στο "For No One". Συγκριτικά με τις ορίτζιναλ mono ηχογραφήσεις, όμως, παρά τα θέματα που κι εκείνες έχουν ως τέκνα μιας συγκεκριμένης τεχνολογικής εποχής, αυτό το νέο mix ακούγεται αχρείαστα εκκωφαντικό: συχνά νιώθεις τους Beatles να σου παίρνουν τα αφτιά, κάτι πρωτόγνωρο και σίγουρα όχι ευχάριστο.
Τα πολύτιμα demo που ακούμε για πρώτη φορά
Όπου κι αν στέκεσαι σχετικά με τα ηχητικά, πάντως, περισσότερη σημασία για τους φίλους των Σκαθαριών, μα και για όσους θελήσουν να κάνουν μια σε βάθος γνωριμία με το θρυλικό τους άλμπουμ, έχει το ακυκλοφόρητο υλικό, όπως βέβαια και το συνοδευτικό βιβλίο. Πρώτα-πρώτα, η απόφαση συμπερίληψης του non-album single με το "Paperback Writer" και το "Rain" αποδεικνύεται σωστή: μπορεί το πρώτο να μη συγκαταλέγεται στα μεγάλα τραγούδια της βρετανικής μπάντας, αλλά το δεύτερο λειτουργεί ως προάγγελος των όσων έρχονταν. Μάλιστα, το Revolver θα σας αποκαλυφθεί εκ νέου (ακόμα κι αν το ξέρετε καλά) εάν ακούσετε ένα-ένα τα demo πριν τα οικεία τραγούδια στα οποία αντιστοιχούν, διαβάζοντας παράλληλα τις track-by-track λεπτομέρειες στη σκληρόδετη έκδοση.
Επειδή όμως μπαίνουμε πλέον σε χωράφια όπου η κουβέντα μπορεί να τραβήξει σε μάκρος, ας σταθούμε στα demo εκείνα που δίνουν την ευκαιρία να χωθείς νοερά στο εργαστήρι ιδεών των Beatles και να δεις πώς σχηματοποιήθηκαν, τελικά, ορισμένα πολυσυζητημένα τραγούδια. Όπως το "Yellow Submarine", ας πούμε, που πριν τα ψυχεδελικά και την προσέγγιση του Ringo Starr ήταν μια πιο μοναχική περίπτωση, μελαγχολικώς αποδοσμένη με τη φωνή του John Lennon. Ή το "And Your Bird Can Sing", που φαίνεται να απηχεί τους Byrds της εποχής. Ακόμα και το "Got To Get You In My Life", το οποίο παρακολουθείς να εξελίσσεται βήμα-βήμα, καθώς τα μέρη των γνώριμων πνευστών παίχτηκαν αρχικά με κιθάρα. Το ίδιο συμβαίνει και με το "Love Me Too", το οποίο στην πρωτόλεια μορφή δεν διαθέτει σιτάρ ή τάμπλα: έχει μόνο μια ακουστική κιθάρα και πιο διακριτή συμμετοχή του Paul McCartney δίπλα στον George Harrison.
Ένα από τα demo του "Eleanor Rigby", πάλι, συλλαμβάνει τη συζήτηση του McCartney με τον George Martin και τους μουσικούς των εγχόρδων, ενώ το "Here, There And Everywhere" δείχνει πιο γλαφυρά τις Beach Boys συγγένειές του. Κορωνίδα, ωστόσο, είναι τα demos του "Tomorrow Never Knows", από τα οποία γνωρίζαμε μόνο εκείνο που περιλήφθηκε στη συλλογή "Anthology 2" (1996). Εδώ, αντιθέτως, παρέχεται μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα, ξετυλίγοντας πιο λεπτομερώς τη διαδικασία γέννησης αυτού του αριστουργήματος. Βλέπεις π.χ. πώς έλειπαν στο ξεκίνημα οι μαγνητοταινίες, οπότε προσπαθούσαν να παίξουν τα μέρη τους με τις κιθάρες του "Rain" ή πώς αρχικά έβγαινε πιο αργό. Το αίτημα του John Lennon προς τον George Martin να βρεθεί ένας τρόπος να ηχεί σαν να είναι ο Δαλάι Λάμα του Θιβέτ και να κηρύττει από την κορυφή ενός λόφου –όπως καταγράφεται στις συνοδευτικές σημειώσεις– φαντάζει πλέον ως καταλυτική στιγμή για το τι ακούσαμε τελικά, όταν βγήκε το Revolver.
Το Revolver κι εμείς, 57 χρόνια μετά
Ασφαλώς, η άνωθεν παρατήρηση οδηγεί και σε μία ακόμα διάσταση της παρούσας επανέκδοσης, ίσως τη σημαντικότερη: μας δίνει την ευκαιρία όχι μόνο να ακούσουμε ξανά το Revolver, αλλά και να ξαναγνωριστούμε μαζί του. Σκεπτόμενοι λ.χ. πόσο γέννημα-θρέμμα της Swinging London εποχής είναι (μα και πώς την υπερβαίνει, ταυτόχρονα) ή πόσο άρρηκτα συνδέεται η δημιουργία του με το γεγονός ότι οι Beatles μπήκαν στο στούντιο ύστερα από μια παύση 4 μηνών, έχοντας ακυρώσει τα γυρίσματα μιας νέας ταινίας ώστε να αποφορτιστούν. Αυτή η ανάσα "ακούγεται" λοιπόν και στις ηχογραφήσεις και δεν μπορείς παρά να σκεφτείς ότι έμελλε να έχει και συνολικότερο αντίκτυπο, αφού λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ (Αύγουστος 1966) έδωσαν την τελευταία τους συναυλία, παίρνοντας την καταλυτική απόφαση να αποσυρθούν από τις ζωντανές εμφανίσεις.
Εξίσου δυνατά, πάντως, "ακούγεται" και κάτι ακόμα, με κοσμογονικό αντίκτυπο για την τέχνη της μουσικής. Το οποίο επεσήμανε κάποτε και ο Αργύρης Ζήλος (στα χρόνια του περιοδικού Zoo), σε ένα από τα σπουδαιότερα κείμενά του. Το γιατί, δηλαδή, είναι το Revolver περισσότερο από κάθε άλλο πόνημα των Beatles –ναι, πιο πολύ και από το Sgt. Pepper's Lonely Hearts Club Band, εξαιρουμένου μόνο του single με το "Strawberry Fields Forever"– που αποτέλεσε ένα τόσο σθεναρό ορόσημο και για τη δική τους δόξα, αλλά και για την ικανότητα του rock να προβάλλει ως ένας δυναμικός ωκεανός καινούριων ηχητικών δυνατοτήτων και μαζικών συγκινήσεων, λαμβάνοντας περίοπτη θέση δίπλα στην κλασική παρακαταθήκη της Δυτικής Ευρώπης και στην αφροαμερικάνικης έμπνευσης τζαζ.
Πρώτα-πρώτα, το πώς συνεργάζονται εδώ οι Beatles, λειτουργώντας όσο ποτέ άλλοτε ως τέσσερις διακριτές οντότητες έτοιμες να ξεχυθούν σε διαφορετικές διαδρομές, είναι ένα από τα καλύτερα αποδεικτικά της ισχυρής μαγείας που μπορούν να γεννήσουν τα συγκροτήματα (ή γενικότερα οι ομαδικές προσπάθειες). Καθένας φέρνει διαφορετικά πράγματα στο τραπέζι, όμως η θέληση των υπολοίπων να τα χωρέσουν σε αυτό ή και να ανοίξουν διάλογο μαζί τους λύνει κάθε πιθανό ζήτημα δομής και συνοχής. Οδηγώντας τη μπάντα σε μια φανταστική περιπέτεια, όπου ο McCartney π.χ. μπλέκει στις ινδικές εξερευνήσεις του Harrison ("Love You To") και ο Lennon αναζητεί ερμηνευτικό ρόλο πάνω σε πράγματα που κόμισαν οι avant-garde αναζητήσεις του McCartney. Το απίθανο σύμπαν του "Tomorrow Never Knows", δηλαδή, ίσως να μην άνθιζε ποτέ αν ο τελευταίος δεν πήγαινε να δει τον Luciano Berio να παίζει το "Laborintus II" (Φεβρουάριος 1966). Ή να οδηγούταν σε φιάσκο αν ο George Martin δεν καταπιανόταν με τα μυστικά της musique concrète, είτε μόνος στο στούντιο, είτε συνεργαζόμενος με τη Maddalena Fagandini.
Το απολαυστικό κείμενο του Questlove στο βιβλίο της έκδοσης, από εκεί και πέρα, φωτίζει το γεγονός ότι ακόμα κι ένας επί χρόνια αρνητής των Beatles δεν κατάφερε να μη γίνει λάτρης τους, ακριβώς επειδή δεν μπορούσε να αγνοήσει τα όσα άκουγε –πρώτα στα samples με τα οποία καταπιανόταν κατά καιρούς, έπειτα σε διασκευές από μεγάλα ονόματα της μαύρης μουσικής (Stevie Wonder, Earth Wind & Fire, Aretha Franklin), τελικά στα ορίτζιναλ κομμάτια του Revolver.
Πράγματι, παραμένει εκπληκτικό πώς μέσα σε μόλις 35 λεπτά οι Beatles κατάφεραν να ενοποιήσουν την ηλεκτρική pop/rock αισθητική τους και το ταλέντο τους στις μελωδίες με τις world παραδόσεις της Ινδίας ("Love You To", με τον Harrison να απηχεί ευθέως τον Ravi Shankar στο σιτάρ), με το παλαιότερο λόγιο παρελθόν που φιλοξενήθηκε στα βιολιά, στις βιόλες και στα τσέλα του "Eleanor Rigby", με τους φρενήρεις soul ρυθμούς της Motown που αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά του "Got To Get You Into My Life" ή με τους πειραματισμούς του Karlheinz Stockhausen και του Luciano Berio, που ενημερώνουν τις ανάποδες μαγνητοταινίες του "Tomorrow Never Knows". Άλλωστε η ηχητική επιρροή που άσκησε το Revolver στους συγχρόνους τους φάνηκε άμεσα, αφού μέσα στο 1967 τόσο οι Who, όσο και ο Jimi Hendrix, προσπάθησαν να προσεγγίσουν τις κιθάρες του "I'm Only Sleeping".
Όλα τούτα, εντωμεταξύ, συμβάδισαν με στίχους που μίλησαν και για άλλα πράγματα πέρα από τις υποθέσεις της καρδιάς (για ναρκωτικά, για τη μοναξιά, για τις σχέσεις με την εφορία), χωρίς να χάσουν τη νεανική τους αιχμή ή τον διάλογό τους με τα 1960s –ακόμα και με τις έξεις τους, όσον αφορά τα φαρμακευτικά. Ο πλουραλισμός αυτός και η διάθεση υπέρβασης ηχητικών φραγμάτων ή πάσης φύσης διαχωρισμών και ψευδοδιλημμάτων (καινούριο/παλιό, σχετικό/μη σχετικό) παραμένουν πράγματα φρέσκα και σαγηνευτικά στα 57 χρόνια που μετράμε πλέον από την πρώτη εμφάνιση του Revolver. Την ίδια στιγμή, όμως, η παρούσα επανέκδοση, πέρα από τα να θυμίζει, τα επαναφέρει και ως αειθαλή πυξίδα πλοήγησης στη δική μας pop/rock εποχή. Η οποία, σε αντίθεση με εκείνη των Beatles, κοιτάζει πιο πολύ πίσω, παρά μπροστά, μένοντας περιχαρακωμένη σε στενές λογικές.
Δεν υπάρχει, λοιπόν, ιδανικότερος αντίλογος από το Revolver στην καραμέλα περί "pop culture" που αναπαράγεται διαρκώς (και) στον ελληνικό μουσικό Τύπο. Γατί, πέρα από το γεγονός ότι όσοι χρησιμοποιούν την έκφραση εννοούν συνήθως "αυτά που ακούω και καταλαβαίνω", εξακολουθεί και στέκει ως ένας σπουδαίος δίσκος, που απλά δεν θα είχε δημιουργηθεί ποτέ εάν οι καλλιτέχνες, το κοινό και ο Τύπος έπαιρναν στα σοβαρά αυτές τις κουταμάρες, θεωρώντας έτσι ως "μη σχετικά" όσα έθρεψαν στιγμιότυπα σαν το "Eleanor Rigby", το "Love Me To" και το "Tomorrow Never Knows". Στα οποία ζει και αναπνέει η αληθινή pop culture και όχι η κίβδηλη ημιμάθεια που επικαλείται την αίγλη της.