Τέσσερις άνδρες, από 22 ετών έως (περίπου) 45. Ο μεγάλος είναι παλαιοελλαδίτης –από τα Παλαιά Λουτρά των Μεθάνων. Ο μικρός ήρθε από τη Σμύρνη. Οι δύο ενδιάμεσοι συνομήλικοι (στα 29 με 30) προέρχονται από τη Σύρο και από το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας. Θα μπορούσαν, τρόπον τινά, να αποτελούν και μια μικρογραφία των ανθρώπων του μόχθου στα δύσκολα και αβέβαια χρόνια της Β' Ελληνικής Δημοκρατίας, αφού ο Μεθανιώτης είχε διατελέσει (μεταξύ άλλων) χοροδιδάσκαλος, περιπλανώμενος οδοντογιατρός και ιδιοκτήτης καφενείου, οι δύο Μικρασιάτες ήταν τυπικοί μεροκαματιάρηδες, ενώ ο Συριανός δούλευε εκδορέας στα σφαγεία του Πειραιά.
Ήταν, αντίστοιχα, ο Γιώργος Μπάτης, ο Ανέστος Δελιάς, ο Μάρκος Βαμβακάρης και ο Στράτος Παγιουμτζής. Και, πάνω απ' όλα, τους ένωνε η αγάπη τους για τη μουσική, το τραγούδι και τον ναργιλέ. Εκπροσωπούσαν, δε, έναν ηχητικό κόσμο εδραιωμένο στο σμυρνέικο ρεπερτόριο, το οποίο –ξεριζωμένο και συμβιβασμένο, πλέον, με τον αστικό ιστό Αθήνας και Πειραιά– άρχιζε να αλλάζει, επιτρέποντας την εντονότερη διείσδυση του μπουζουκιού και του μπαγλαμά στην ενορχηστρωτική του βεντάλια. Γεγονός καταλυτικής σημασίας, αφού ήταν αυτό που το μετέτρεψε σε ρεμπέτικο.
Βέβαια, οι παρεξηγήσεις ελλοχεύουν· και είναι αλήθεια ότι τα διαθέσιμα στοιχεία αφήνουν περιθώρια για λάθη ή/και παρερμηνείες. Να διευκρινίσουμε, λοιπόν, ότι Βαμβακάρης, Δελιάς, Μπάτης & Παγιουμτζής δεν ήταν οι πρώτοι που ηχογράφησαν με μπουζούκια, όργανα που, έτσι κι αλλιώς, είχαν ιστορία μακρύτερη της δισκογραφίας, αφού ξέρουμε ότι παίζονταν ήδη από την Επανάσταση του 1821, π.χ. από τον Μακεδόνα αγωνιστή Νικόλαο Κασομούλη. Ο Βαμβακάρης, μάλιστα, όπως θα ανέφερε αργότερα (σε συνέντευξή του στο "Έθνος"), πρωτοξετρελάθηκε μαζί τους το 1925, όταν άκουσε τις πενιές του Νίκου Αϊβαλιώτη –ενός φίλου του πατέρα του. Ο ίδιος, δε, λειτούργησε και ως συγκοινωνούν δοχείο, αφού ήταν εκείνος που παρότρυνε τον Δελιά να μάθει, τον μόνο στην παρέα από μουσική οικογένεια: ήταν γιος του Μαύρου Γάτου (Παναγιώτης Δέλλιος), θρυλικού Μικρασιάτη σαντουρίστα.
Αυτό που συνέβη με τους Βαμβακάρη, Δελιά, Μπάτη & Παγιουμτζή ήταν ότι βρέθηκαν σε ένα πολύ κομβικό μεταίχμιο των όλων ζυμώσεων, που τους επέτρεψε να προσωποποιήσουν με μεγάλες αξιώσεις το φρέσκο, τότε, ρεμπέτικο στυλ (εκείνο που σήμερα αναγνωρίζουμε ως "πειραιώτικο"), το οποίο έμελλε να αποβεί αποφασιστικής σημασίας για τον μουσικό μας πολιτισμό. Όλα τούτα συνέβησαν 90 στρογγυλά χρόνια πριν, όταν αποφάσισαν να συγκροτήσουν την κομπανία Τετράς Η Ξακουστή Του Πειραιώς, όπως τη βάφτισε ο Μπάτης. Η οποία αναστάτωσε το καλοκαίρι του 1934 με τις εμφανίσεις της στη "Μάντρα του Σαραντόπουλου" (στην προσφυγική Ανάσταση του Κερατσινίου, στα σύνορα με τη Δραπετσώνα), που στάθηκαν κοσμογονικές για την ορατότητα μπουζουκιών και μπαγλαμάδων και για την αγάπη που βρήκαν ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα, παραμερίζοντας τον συνδυασμό σαντούρι-βιολί, ο οποίος κυριαρχούσε στο σμυρνέικο.
Στις μέρες μας, βέβαια, είναι έτσι η μυθολογία, καθώς και η ουσία του ρεμπέτικου, ώστε τα βλέμματα πέφτουν, αναπόφευκτα, στον Μάρκο Βαμβακάρη. Τότε, όμως, στο μικρό διάστημα δράσης της Τετράδας, άτυπος ηγέτης ήταν ο Γιώργος Μπάτης και βασικός τραγουδιστής ο Στράτος Παγιουμτζής, που κορύφωνε το σχήμα φωνή/δύο μπουζούκια/ένας μπαγλαμάς στο οποίο στηρίχτηκαν οι ζωντανές εμφανίσεις του συγκροτήματος. Οι οποίες, στην αρχή, γίνονταν παράλληλα με εκείνες μιας σμυρνέικης κομπανίας, στελεχωμένης από βαριά χαρτιά του χώρου, σαν τον Στελλάκη Περπινιάδη, τον Κώστα Νούρο ή τον Γιώργο Κάβουρα. Προφανώς, ως επιχειρηματίας (και διοργανωτής συναυλιών, θα λέγαμε σήμερα;), ο Παναγιώτης Σαραντόπουλος ήθελε μεν να δοκιμάσει την πιθανή δυναμική του καινούριου ήχου, μα δίχως να πάρει και μεγάλα ρίσκα για το μαγαζί του.
Αλλά τι ακριβώς έγινε, τελικά, στη "Μάντρα" του; Απ' όσα κατέθεσε ο Βαμβακάρης, στην αυτοβιογραφία που έγραψε για λογαριασμό του η Αγγελική Βέλλου-Κάιλ (η οποία μαστίζεται μεν από διάφορα ζητήματα, μα παραμένει σημαντική πηγή), μέσα σε ένα δεκαήμερο ο άτυπος συναγωνισμός των κομπανιών έληξε με παλλαϊκή ψήφο εμπιστοσύνης στα μπουζούκια, με αποτέλεσμα η Τετράς Η Ξακουστή Του Πειραιώς να κάνει, τελικά, σεζόν 5-6 μηνών στο μαγαζί. Προσθέτει, επίσης, ότι προσέλκυσαν κοινό από όλες τις συνοικίες της Αθήνας, σε τέτοιους αριθμούς, ώστε "δεν μπορούσες να περπατήσεις από τον κόσμο".
Τα λεγόμενά του επιβεβαιώνονται και από την αυτοβιογραφία του Μιχάλη Γενίτσαρη, απ' όπου μαθαίνουμε, ωστόσο, και τα λιγότερο ...εξωραϊστικά της όλης ιστορίας. Καθώς φαίνεται, δηλαδή, ο Βαμβακάρης έγινε το κεντρικό πρόσωπο της κομπανίας χάρη στα τραγούδια του κι άρχισε να παίρνει μεγαλύτερο μεροκάματο. Σε κάποιο σημείο, λοιπόν, ο Δελιάς θεώρησε ότι τον έριχνε, οπότε αποχώρησε, με τη θέση του στην τετράδα να καταλαμβάνεται από τον Στέλιο Κερομύτη (φίλο του Βαμβακάρη). Σιγά-σιγά, επίσης, άρχισαν να ενδιαφέρονται κι άλλοι επιχειρηματίες να στήσουν λαϊκά πάλκα με μπουζούκια. Όπως ο νταής Μήτσος Κεραντζάκης, ας πούμε, ο οποίος αρπάχτηκε με τον Σαραντόπουλο επειδή γυρόφερνε να του πάρει τον Βαμβακάρη. Πράγμα που κατάφερε, τελικά, οπότε η Τετράς ολοκλήρωσε τον κύκλο της στη "Μάντρα" και ο πανζουρλισμός μετακόμισε στου Κεραντζάκη, με τον κόσμο, πλέον, να πηγαίνει να δει "τον Μάρκο".
Αυτό, πάντως, δεν ήταν το οριστικό τέλος του συγκροτήματος, γιατί, σε κάποιο σημείο, ο Βαμβακάρης άφησε τον Κεραντζάκη κι αποφάσισε να εκμεταλλευτεί τη φήμη που είχε αποκτήσει στον λαϊκό κοινό ανοίγοντας δικό του μαγαζί με φαγητό και ορχήστρα. Εδώ κι εκεί, τώρα, γράφονται διάφορα λαθεμένα για εκείνο, π.χ. ότι το έλεγαν "Άσπρα Χώματα" ή ότι ξεκίνησε το 1935. Το σωστό είναι πως πραγματοποίησε έναρξη τον Ιούνιο του 1936, ενώ τα Άσπρα Χώματα δεν ήταν παρά η τοποθεσία της Παλαιάς Κοκκινιάς όπου είχε στηθεί. Εκεί έμενε και ο ίδιος ο Βαμβακάρης, άλλωστε.
Σωζόμενο διαφημιστικό της εποχής βάζει όλες τις λεπτομέρειες στη θέση τους: αφενός, αναγράφει επακριβώς την ημερομηνία εκκίνησης (Σάββατο 20/6/1936), διευκρινίζει ότι σέρβιρε μεζέδες, γλυκά, μπύρα και ούζο, και το παρουσιάζει ως μπαρ με την επωνυμία "Ο Μάρκος". Αφετέρου, δείχνει γιατί οι παλιές ρεμπετοφιλίες δεν χάλασαν από τις διενέξεις για τη "χαρτούρα", αφού το μουσικό πρόγραμμα το πρόσφερε και πάλι η ξακουστή Τετράς, με όλα της τα αυθεντικά μέλη –εκείνη την εποχή, μάλιστα, ο Δελιάς δημοσίευσε το πιο διάσημο τραγούδι του, "Το Χαρέμι Στο Χαμάμ (Μες Στης Πόλης Το Χαμάμ)".
Βέβαια, από τον Ιούνιο ως την 4η Αυγούστου του 1936, ήταν μόλις ένα τσιγάρο δρόμος. Το μαγαζί πήγαινε καλά, αλλά η επιβολή της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά συνέπεσε με μια αστυνομοκρατία που είχε τη χειρότερη άποψη για τους ρεμπέτες και τα στέκια τους. Έτσι, ήδη πριν την επιβολή λογοκρισίας στις ηχογραφήσεις, η οποία έκανε τον Μπάτη να σταματήσει, το μπαρ του Βαμβακάρη έκλεισε, καθώς του αφαιρέθηκε η άδεια λειτουργίας, με το πρόσχημα ότι διατάρασσε την κοινή ησυχία. Έκτοτε, η Τετράς δεν ξαναφάνηκε στα πάλκα. Θα της ήταν αδύνατον και ανεξάρτητα από αυτές τις συνθήκες, άλλωστε, λόγω του μπλεξίματος του Δελιά με την ηρωίνη, που του κόστισε τελικά και τη ζωή. Η μουσική ιστορία, πάντως, πρόλαβε και την έγραψε με ολόχρυσα γράμματα, ως μια καθοριστική παρέα του Μεσοπολέμου, η οποία έφερε τα πάνω-κάτω στο λαϊκό στερέωμα.