Από τα πάμπολλα μουσικά βιβλία που έχουν κυκλοφορήσει κατά καιρούς στην Ελλάδα, πολύ λίγα έχουν πετύχει να δημιουργήσουν μια αύρα θρύλου γύρω τους, ωθώντας τα πιο ανήσυχα πνεύματα των νεότερων φουρνιών να τα αναζητούν στα μεταχειρισμένα των παλαιοπωλείων, καιρό αφότου καταχωρήθηκαν στα επισήμως εξαντλημένα των βιβλιοπωλείων. Ένα τέτοιο, για παράδειγμα, είναι η "Ιστορία της Νεοελληνικής Μουσικής 1824-1919" του Θεόδωρου Ν. Συναδινού (Τύπος, 1919)· κι άλλο ένα το "Ραντεβού στο Κύτταρο" του Φώντα Τρούσα (Δελφίνι, 1996).
Σε αντίθεση με το (ανολοκλήρωτο, παρεμπιπτόντως) σύγγραμμα του Συναδινού, που δεν ξαναγύρισε ποτέ στις προθήκες, το "Ραντεβού στο Κύτταρο" ευτύχησε να επανεκδοθεί φέτος από το Όγδοο –και μάλιστα σε αναθεωρημένη και γενναίως εμπλουτισμένη εκδοχή. Κι ας φαίνεται, ίσως, παράδοξο κάτι τέτοιο, αφού, σε αντίθεση με το 1996, ζούμε πλέον με τα μπούνια βουτηγμένοι στην Εποχή της Πληροφορίας. Μάλιστα, ένα καλό παράδειγμα για το πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα, είναι ο ίδιος ο Φώντας Τρούσας: το άγνωστο, στους περισσότερους, πρόσωπο που διάβαζαν στις σελίδες του περιοδικού Jazz & Τζαζ ή διαδικτυακά, μέσω του blog "Δισκορυχείον", είναι πλέον γνώριμο από τη δράση του στο Facebook, σε βαθμό που κατά καιρούς προξενεί ...φουσκοθαλασσιές αντιπαραθέσεων με τις γνώμες (όχι μόνο περί μουσικής) και τη γλώσσα του.
Ας εξηγήσω, όμως, το "παράδοξο", προς αποφυγή παρεξηγήσεων· άλλωστε κάτι τέτοιο έχει άμεση σχέση, τελικά, με την αξία του "Ραντεβού στο Κύτταρο". Ο υπότιτλος του 1996 είναι σαφής ως προς τα περιεχόμενα: "Παρουσίαση της Ελληνικής Pop και Rock Μουσικής μέσα από τη Δισκογραφία της, μέρος Α' 1965-1982". Κι έτσι παραμένει και σήμερα, στην καινούρια έκδοση, αν και η φρασεολογία έχει ελαφρώς μεταβληθεί, γενόμενη "Η Ελληνική Ποπ & Ροκ Μουσική μέσα από τη Δισκογραφία της, 1965-1982". Μα χρειαζόμαστε κάτι τέτοιο, εν έτει 2024; Στους καιρούς των ψηφιακών συνδέσεων; Της Βικιπαίδεια/Wikipedia; Δεν είναι όλα, πια, στο ίντερνετ;
Φυσικά και δεν είναι όλα, πια, στο ίντερνετ. Ειδικά αν μιλάμε για την ελληνική δισκογραφία (κάθε χώρου) όπου παραμένουν/παραμονεύουν μεγάλα κενά, όπως και παρανοήσεις, σχετικά π.χ. με επανεκδόσεις, με ένταξη singles 45 στροφών στις 33 στροφές κτλ. Τέτοια πράγματα συνιστούν διαρκή "απειλή" για όσους σπεύδουν να γράψουν εύκολα και γρήγορα για το παρελθόν, αφελώς σίγουροι ότι όλα βρίσκονται ένα κλικ παραπέρα. Προσπάθειες, λοιπόν, σαν τον κατάλογο του Πέτρου Δραγουμάνου και το "Ραντεβού στο Κύτταρο" –στο οποίο εμπεριέχεται και γνώμη, πέρα από την καταγραφή– παραμένουν πολύτιμοι συνοδοιπόροι για εκείνους που επιμένουν να σκαλίζουν. Και το πράγμα δεν εξαντλείται εδώ, φυσικά, γιατί το ίντερνετ έχει και πολλά λάθη, διαφόρων ειδών. Οπότε η απαράμιλλη ακρίβεια του Τρούσα και η λεπτολόγα επιμονή στην τεκμηρίωση των στοιχείων, περνάνε το έργο του σε ένα άλλο επίπεδο, καθιστώντας το άγκυρα αξιοπιστίας.
Το βιβλίο τηρεί τη χρονική σειρά, εκκινώντας από τη δεκαετία του 1960 και καταλήγοντας βήμα-βήμα στο 1982, ενώ μεριμνά και για ξεχωριστά κεφάλαια αφιερωμένα, π.χ., σε εννέα περιπτώσεις μουσικών ελληνικής καταγωγής που διέπρεψαν στο εξωτερικό ή σε ξένους καλλιτέχνες οι οποίοι βρέθηκαν να δισκογραφούν στη χώρα μας. Σε τέτοια σημεία, λοιπόν, μπορεί κανείς να ρουφήξει έγκυρες πληροφορίες για ξεχασμένες φιγούρες σαν τον Αμερικανό Stan Oberst ή τους Upsetters, αλλά και για συμπατριώτες μας σαν τον Αποστόλη Άνθιμο και τον Κώστα Λαζαρίδη, ο οποίος είχε και δική του δισκογραφία στις Η.Π.Α. –ως Kostas– αλλά σταδιοδρόμησε και στο country στερέωμα, γράφοντας τραγούδια για σημαντικά ονόματα, π.χ. την Emmylou Harris, τον George Strait ή τον Dwight Yoakam.
Όχι, φυσικά, ότι δεν υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον και στη βασική διήγηση, καθώς ο Τρούσας διατηρεί σφαιρική εποπτεία και αποφεύγει τους αποκλεισμούς. Δεν ξέρω, λ.χ., πού αλλού θα μπορούσε να διαβάσει κανείς για τη διασκευή των Acropolis στο "Ποια Νύχτα Σ' Έκλεψε", ένα τραγούδι σε σύνθεση Μίμη Πλέσσα και σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου, που ξέρουμε με τη φωνή του Γιάννη Πουλόπουλου. Ή για το συγκρότημα Πάροικοι από τη Θεσσαλονίκη, το οποίο έπαιξε χριστιανικό ροκ στο ξεκίνημα της δεκαετίας του 1980 –με αξιώσεις, σύμφωνα με τον Τρούσα– μα στις δικές μας ημέρες το ομώνυμο ντεμπούτο τους αγνοείται ακόμα και από το Discogs (όπου, κατά τα λοιπά, φιλοξενούνται οι έτεροι τρεις δίσκοι τους).
Να πω και κάτι που δεν μου άρεσε, ωστόσο: το εξώφυλλο. Υπάρχει συλλογιστική, ασφαλώς, και δεν λέω ότι δεν την κατανοώ, αφού ο Byron (Βύρωνας Απτόσογλου) είναι ο άνθρωπος που έφτιαξε και το εξώφυλλο του κομβικού άλμπουμ "Ζωντανοί Στο Κύτταρο: Η Ποπ Στην Αθήνα". Αλλά, με δεδομένο ότι η επανέκδοση του βιβλίου απευθύνεται (και) σε νεότερους ανθρώπους, δεν βρίσκω πετυχημένη την πριμοδότηση αυτή του "Ζορρό της Ζούγκλας": έτσι, το "προσκλητήριο" της πρόσοψης κλείνει το μάτι σε όσους μεγάλωσαν στη δεκαετία του 1960, αντί να αναδείξει μια πιο δια-ηλικιακή δυναμική. Διάσταση απόψεων, όμως, υπάρχει και όσον αφορά διάφορες κρίσεις, π.χ. ότι το "Αχ Καϋμένη" είναι, ίσως, το ωραιότερο κομμάτι στο άλμπουμ V.O.L. 3 των 2002 GR (1982), όπου, θυμίζω, περιέχεται η "Μαγική Αυλή", η "Άννα" και το "Είπες Πως".
Ασφαλώς, θα ήταν τρομερά βαρετό εάν συμφωνούσαμε σε όλα –και σίγουρα συμφωνούμε σε πολλά, τόσο σε θεμελιώδη, όσο και σε πιο "δεύτερα". Όπως συμβαίνει, π.χ., όταν γίνεται λόγος για το ντεμπούτο των Northwind, όπου ο Τρούσας δείχνει το εύρος της ματιάς του με δυο μόλις πινελιές, συλλαμβάνοντας και το άγουρο του δίσκου και το βαρύ του χρέος στους Black Sabbath. Όμως θα πιθανολογήσω λίγο, αναρωτώμενος μήπως γνώμες σαν τις παραπάνω εντάσσονται σε μια πολιτική υπέρ αποκαθήλωσης παγιωμένων ειδώλων και αντικατάστασής τους με υποφωτισμένες/άγνωστες περιπτώσεις. Είναι, άλλωστε, ένα "παιχνίδι" που ο Τρούσας το παίζει και στο Facebook και ομολογώ ότι μου αρέσει το δημιουργικό τζέρτζελο το οποίο πυροδοτεί, γιατί, συχνά, λειτουργεί ως σωκρατικός οἶστρος, γενόμενο εφαλτήριο ανακαλύψεων ή στοχασμών που καλό είναι να επανεξετάζονται στο διάβα των δεκαετιών.
Ωστόσο, αν και δίνει πολύτιμο υλικό, το συγκεκριμένο ορυχείο δεν βγάζει ούτε διαμάντια, ούτε σμαράγδια. Είναι αλήθεια, δηλαδή, ότι παρατηρείται υπερπροβολή ορισμένων πραγμάτων και ότι υπάρχουν κι άλλα αξιοσημείωτα προς ανάδειξη (ο Τρούσας υπογραμμίζει εύστοχα, λ.χ., το "Μια Αγάπη Καινούργια" της Τζέσσικας), αλλά οι συγκρίσεις δείχνουν ότι, συνήθως, το "κατεστημένο" στρογγυλοκάθεται δικαίως στην περίοπτή του θέση: εν προκειμένω, για τα αφτιά μου τουλάχιστον, η "Μαγική Αυλή", η "Άννα" και το "Είπες Πως", παραμένουν σαφώς καλύτερα τραγούδια από το "Αχ Καϋμένη", όσες φορές κι αν ξαναπαίξω το τελευταίο για να δω μπας και το έχω αδικήσει.
Τέτοιες ενστάσεις, ωστόσο, δεν παύουν να είναι δευτερεύουσες. Το "Ραντεβού στο Κύτταρο" έχει να κοινωνήσει ενδιαφέροντα πράγματα σε όσους μελετούν σταθερά την εγχώρια ποπ & ροκ δισκογραφία, ανοίγοντας ορίζοντες ακόμα και σε σχέση με αυτό που νομίζουμε ότι ξέρουμε, όπως έγραψε εύστοχα ο Άρης Καραμπεάζης, στη δική του αποτίμηση για το MiC. Και, μάλιστα, από μια σκοπιά η οποία διασυνδέει σταθερά τη μουσική με το πλαίσιο της κοινωνίας που την παρήγαγε. Προσέγγιση που παρατηρώ ότι έχει σχεδόν εξαφανιστεί από τους μουσικογραφούντες των ημερών μας, αποκαλύπτοντας ανησυχητικά χάσματα στην κατανόηση της γένεσης και της διάδοσης των πολιτισμικών φαινομένων.
Γι' αυτό και θα κλείσω με μια παραίνεση στον Φώντα Τρούσα, να γράψει (σύντομα, εάν το επιτρέψουν οι συνθήκες) και κάποιο άλλο βιβλίο, εμβαθύνοντας, ίσως, σε κάτι μεγάλο και "κατεστημένο", ακόμα κι αν διατηρήσει τις αποκαθηλωτικές του διαθέσεις –θα με ενδιέφερε πολύ, προσωπικά, ένα έργο για τον Μίκη Θεοδωράκη ή για τον Γιάννη Μαρκόπουλο. Γιατί έχει πολλά πράγματα να συνεισφέρει, τα οποία μπορούν να επεκταθούν κι έξω από τον ποπ & ροκ ορίζοντα του "Ραντεβού στο Κύτταρο", πριν μας φάνε οι ακαδημαϊκές διατριβές, οι ανασκοπήσεις των ημιμαθών, και το διαρκές προσκύνημα όσων στέκονται απέναντι στο ελληνικό πεντάγραμμο ως εκστατικοί αγιογράφοι των πρωταγωνιστών του.
* οι φωτογραφίες των Poll (η κεντρική) και του Σαββόπουλου (άνωθεν στο κείμενο) παραχωρήθηκαν από τον Φώντα Τρούσα