Είστε ένα συγκρότημα ριζωμένο σε γερούς, οικογενειακούς δεσμούς. Μέσα στα χρόνια, τι είναι εύκολο και τι γίνεται δύσκολο, όταν δουλεύεις με συγγενείς;
Για μένα δεν υπάρχει κάποια δυσκολία, είναι χαρά να δουλεύεις με συγγενείς. Οι Τσιγγάνοι βλέπουμε την οικογένεια ως κάτι το ιερό. Νιώθω πολύ ευτυχισμένος, λοιπόν, που, εδώ και κάποια χρόνια, οι γιοι μου έχουν γίνει κι αυτοί μέρος της περιπέτειας των Gipsy Kings.
Έχετε μια εντυπωσιακή διεθνή καριέρα, που φέτος κλείνει 45 χρόνια, δίχως διακοπή. Τι κρατάει το πάθος ζωντανό, στο πέρας των δεκαετιών; Σκεφτήκατε ποτέ να σταματήσετε;
Δημιουργήσαμε ένα μουσικό στυλ κι έπειτα από τόσα χρόνια βλέπουμε ότι η επιτυχία δεν έχει πάψει. Όσο για μένα, θα συνεχίσω, για όσο είναι δυνατόν. Η μουσική αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου.
Εδώ στην Ελλάδα δεν ξέρουμε πολλά για το ξεκίνημά σας, στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Είναι αλήθεια ότι αρχίσατε παίζοντας σε τοπικούς γάμους, ακόμα και στους δρόμους της νότιας Γαλλίας;
Αλήθεια είναι, έτσι έχουν τα πράγματα. Έπειτα, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, πήγαμε στο Σαιν-Τροπέ με τις κιθάρες μας και παίζαμε δωρεάν σε διάφορα πάρτι, πριν αρχίσουν να μας προσκαλούν να τραγουδήσουμε στα μεγάλα γιότ της περιοχής. Εκεί, μάλιστα, γνωρίσαμε και τη Μπριζίτ Μπαρντό, τη διάσημη Γαλλίδα ηθοποιό.
Αφού βγάλατε τον δίσκο "Luna De Fuego", το 1983, σας πήρε 4 χρόνια πριν κυκλοφορήσετε το "Gipsy Kings" (1987) –το άλμπουμ που σας μετέτρεψε σε διεθνείς αστέρες. Τι κάνατε στο μεσοδιάστημα; Δουλέψατε προς έναν ήχο πιο ποπ;
Ναι, αυτό συνέβη, αλλά δεν φανταστήκαμε ότι θα ερχόταν μια τόσο μεγάλη επιτυχία. Από το "Gipsy Kings" και μετά, όμως, υπήρξε μια πραγματικά απίστευτη αποδοχή και ζήτηση για μας. Αισθανόμαστε ευγνωμοσύνη.
Αλήθεια, πώς αντιμετωπίσατε αυτήν την πελώρια αποδοχή, στα τέλη της δεκαετίας του 1980; Αναστάτωσε τις καθημερινότητές σας;
Ασφαλώς και αναστάτωσε την καθημερινότητά μας, σκέψου ότι ήμασταν μια μπάντα Τσιγγάνων, ξαδέρφια μεταξύ μας. Δεν μας πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι θα γινόμασταν διεθνείς καλλιτέχνες, με τόση επιτυχία. Όλα, όμως, συνέβησαν πολύ γρήγορα. Κι ακόμα ευχαριστώ τον Θεό για την απίστευτη τρέλα με την οποία προικίστηκαν τότε οι ζωές μας.
Το "Bamboléo", ένα από τα πιο χαρακτηριστικά σας τραγούδια, βασίστηκε εν μέρει στο "Caballo Viejo" του Simón Díaz (1980). Σε χρόνια δίχως ίντερνετ, πώς έφτασε στ' αφτιά σας ένα κομμάτι από τη Βενεζουέλα;
Δεν θυμάμαι, πια, πού το πρωτοακούσαμε. Αλλά το λατρέψαμε, οπότε αποφασίσαμε να το ενορχηστρώσουμε με το δικό μας, τσιγγάνικο στυλ. Σήμερα έχει πουλήσει εκατομμύρια αντίτυπα.
Από την άλλη, όταν το ίντερνετ ήρθε τελικά στις ζωές μας, επηρέασε και πολλές τοπικές κουλτούρες. Τι συνέβη με τη δική σας, ας πούμε;
Ναι, άλλαξε πολλά πράγματα το ίντερνετ. Όμως έγιναν κι αυτές οι αλλαγές κομμάτι της ζωής μας, η οποία εξακολουθεί να προχωρά.
Η rumba flamenca, το είδος μουσικής που σας καθιέρωσε, είναι πολύ παλαιότερό σας. Προς τα πού το βλέπετε να οδεύει στον 21ο αιώνα;
Υπάρχει η rumba flamenca, υπάρχει και η πιο τσιγγάνικη μουσική την οποία δημιουργήσαμε εμείς –γι' αυτό λεγόμαστε και Gipsy Kings, άλλωστε. Σε κάθε περίπτωση, στις μέρες μας είναι μια μουσική αγαπητή σε πολλούς ανθρώπους, σε διάφορα μέρη του κόσμου. Κάτι που προσωπικά με κάνει πολύ περήφανο.
Τι περιμένει τους Gipsy Kings μετά τη συναυλία του Σαββάτου 10/8, στο Sani Festival; Τι σχέδια υπάρχουν για το άμεσο μέλλον;
Μετά το Sani Festival μας περιμένουν κι άλλες συναυλίες: οι επόμενες θα γίνουν στην Πορτογαλία, στη Ρουμανία, στη Βρετανία, στη Γερμανία και στην Κροατία, ενώ έπειτα θα περιοδεύσουμε στη Βραζιλία, στο Μεξικό και σε μερικές ακόμα χώρες. Αφού ολοκληρωθούν, θα αρχίσουμε να ετοιμάζουμε κι έναν καινούριο δίσκο, ο οποίος εγγυώμαι ότι θα είναι φανταστικός.