Τελικά, είναι Γάλλοι ή Ισπανοί; Σε παλιότερα χρόνια, τότε που οι ταυτότητες έτειναν να είναι πιο σφιχτοκουμπωμένες, επρόκειτο για ερώτημα το οποίο χρειαζόταν να διασαφηνίσει κάθε συντάκτης που έγραφε κάτι για τους Gipsy Kings στον μουσικό Τύπο. Ειδικά στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980, όταν άρχισαν να πρωτογνωρίζονται με το ευρύ κοινό, απασχολώντας με αξιώσεις τους καταλόγους επιτυχιών Ηνωμένων Πολιτειών και Βρετανίας.
Τώρα, από την άλλη, ζούμε σε εποχές (συγκριτικά) πιο ανοιχτές απέναντι στις προοπτικές των ρευστών ταυτοτήτων, οπότε κατανοούμε περισσότερο την πολιτιστική κινητικότητα που αποτελεί τη "μαγιά" της μουσικής των Gipsy Kings. Επιτρέποντας και στους ίδιους να είναι, ταυτόχρονα, κάτοικοι και πολίτες της νότιας Γαλλίας –ευφραδείς στην ιδιαίτερη οξιτανική λαλιά της περιοχής– φορείς της καταλανικής γλώσσας, μα και απόγονοι Τσιγγάνων που διέφυγαν από την Ισπανία προκειμένου να γλιτώσουν τα δεινά του εμφυλίου πολέμου που τη συντάραξε μεταξύ 1936 και 1939.
Η ρευστότητα αυτή, εντωμεταξύ, επιτρέπει και στο συγκρότημα να διατηρείται μέσα στις δεκαετίες, έστω κι αν αλλάζει διάφορα πρόσωπα κατά καιρούς. Υπάρχει, βέβαια, μια θεμελιώδης κι ακλόνητη σταθερά, η οποία το θέλει ριζωμένο σε μια συνεργασία μεταξύ των συγγενικών οικογενειών Reyes και Baliardo, που βαστά δίχως χρονικά κενά από το 1979 –όταν πρωτοστήθηκε η αρχική εκδοχή των Gipsy Kings, ως μπάντας εμφανιζόμενης σε γάμους, φεστιβάλ, συχνά και στους δρόμους της νότιας Γαλλίας. Την ίδια στιγμή, όμως, η νυν υπόστασή τους μπορεί να έχει δύο διαφορετικές εκδοχές: μία με τη συμμετοχή του εμβληματικού τραγουδιστή Nicolas Reyes, ο οποίος παραμένει θαλερός και στα 65 του, και μία δίχως εκείνον, ηγούμενη από τον περίφημο κιθαρίστα Tonino Baliardo.
Είναι, λοιπόν, η δεύτερη από αυτές που αναμένεται να απολαύσουμε το Σάββατο 10/8 στον λόφο της Σάνης, στη Χαλκιδική. Σε μια συναυλία όπου βασικά φωνητικά καθήκοντα επωμίζεται ο νεότερος Jean Rey, η οποία αναμένεται να ρίξει φαντασμαγορική αυλαία στο διεθνούς εμβέλειας Sani Festival 2024, που φέτος γνώρισε μία σημαντική στιγμή της ιστορίας του προσκαλώντας τον θρυλικό Tom Jones (20/7). Φιλοξένησε, επίσης, μια μεγάλη γιορτή για τα 100 χρόνια του Μίμη Πλέσσα (27/7), την πρώτη ελληνική εμφάνιση της Emeli Sandé (3/8), αλλά και βραδιές με τον Plácido Domingo (6/7) και τη Madeleine Peyroux (13/7).
Φυσικά, η παρουσία του Tonino Baliardo εγγυάται ότι στο Sani Festival θα ακούσουμε τη φλογερή του τέχνη στη flamenco και rumba κιθάρα, εκείνη που χάρισε σημαντικές δόξες στους Gipsy Kings, φέρνοντάς τους στο διεθνές προσκήνιο ως εμπορικό world music φαινόμενο με pop culture δυναμική. Η άνοδός τους, πάντως, δεν υπήρξε και ραγδαία. Μπορεί να μετακόμισαν γρήγορα από τις εμφανίσεις στους δρόμους προς τα πάρτι των ελίτ του Σαιν-Τροπέ και της Κυανής Ακτής, αλλά οι πρώτοι τους δίσκοι "Allegria" (1982) και "Luna De Fuego" (1983) αγνοήθηκαν ακόμα κι εντός Γαλλίας, μερικές φορές. Η διαδρομή, όμως, πρόσφερε τα απαραίτητα χιλιόμετρα εμπειρίας που χάρισαν πλατινένια αμερικάνικη επιτυχία στο τρίτο άλμπουμ "Gipsy Kings" (1987), μπάζοντάς το, ταυτόχρονα, και στο βρετανικό top-20.
Ο δίσκος αυτός έχτισε το προφίλ της παγκόσμιας διασημότητας των Gipsy Kings, περιέχοντας τα πιο γνωστά τους τραγούδια: το "Bamboléo", εμβληματικό στιγμιότυπο για τη world music ορατότητα στον 20ό αιώνα, και το "Djobi Djoba", ένα ακουστικό κομμάτι από το ντεμπούτο τους, το οποίο μεταμορφώθηκε σε χορευτικό δυναμίτη. Πάνω στην ίδια συνταγή οικοδομήθηκαν, κατόπιν, άλλα δύο διεθνώς επιτυχημένα άλμπουμ, το "Mosaïque" του 1989 και το "Este Mundο" του 1991, τα οποία είχαν παρουσία και στο ελληνικό ραδιόφωνο, μέσω π.χ. της διασκευής στο "Volare" ή ασμάτων σαν τα "Sin Ella" και "Baila Me". Αίσθηση, όμως, έκανε και η flamenco εκδοχή τους στο "Hotel California", που σταδιοδρόμησε στο soundtrack της συζητημένης ταινίας των αδερφών Τζόελ & Ίθαν Κοέν "Ο Μεγάλος Λεμπόφσκι" (1998).
Εξαρχής, βέβαια, εμφανίστηκαν και δριμείες επικρίσεις γι' αυτό που παρουσίαζε το γκρουπ, προερχόμενες κυρίως από τους θεματοφύλακες του ορθόδοξου flamenco. Οι οποίοι διαμαρτυρήθηκαν για ό,τι έβλεπαν ως επιδερμικότητα και ως άλλοθι για να παιχτεί κάτι πιο εύπεπτο και σίγουρα πιο pop, στοχευμένο σε ένα ευρύ κοινό δίχως παραστάσεις από τους θησαυρούς του χώρου. Δεν είναι άστοχη η γνώμη αυτή, γιατί υπήρξαν πράγματι στιγμές όπου η μπάντα βάλτωσε σε φασόν δημιουργίες.
Ωστόσο, οι Gipsy Kings δεν αυτοπροσδιορίστηκαν ποτέ ως πρέσβεις του αυθεντικού flamenco. Δικό τους πεδίο, αντιθέτως, είναι η rumba flamenca –μία ούτως ή άλλως πιο "pop" οπτική στην όλη παρακαταθήκη. Στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, λοιπόν, λειτούργησαν ως βασικός κρίκος αυτής της αλυσίδας, ανακατεύοντας το ανδαλουσιανό flamenco και την κουβανέζικη rumba με την πορτορικάνικη salsa και με στοιχεία της latin pop, όπως διαμορφωνόταν στις Ηνωμένες Πολιτείες από τους Miami Sound Machine της Gloria Estefan. Και τα κατάφεραν μια χαρά, ακόμα κι αν κρίνουμε ότι, πράγματι, ο καλλιτεχνικός ορίζοντας της πρότασής τους δεν διέθετε τα μήκη και τα πλάτη της παράδοσης που τον ενέπνευσε.