Με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη έχουμε μια χαλαρή σχέση. Σπάνια θα τρυπώσει σε playlist της καθημερινής ζωής, αλλά πάντα θα ανεβάσω τη φωνή στο ραδιόφωνο αν αντιληφθώ δικό του κομμάτι. Με δυσκολεύει η συναισθηματική φόρτιση που μου προκαλούν οι στίχοι και η μουσική του ώστε να τον βάλω να παίζει επί τούτου, αλλά και την επιδιώκω ευχαρίστως αν τον πετύχω τυχαία. Όπως και επιδιώκω να βρεθώ σε λάιβ του, τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο, όπου τύχει να τον πετύχω. Σαν ετήσιο προσκύνημα μιας δικής του προσκυνήτριας.
Και όλο και κάπου τον πετυχαίνω· και στην Αθήνα, και στη Λάρισα και στα Χανιά. Και τον έχω πετύχει μόνο του, να παλεύει με κιθάρες και λούπες το καλοκαίρι της πανδημίας, και παρέα με άλλους μουσικούς παλαιότερα, αλλά και με την τελευταία μπάντα του, που εδώ και δύο χρόνια στριφογυρίζουν εδώ κι εκεί παρέα. Μια μπάντα που δεν είναι καθόλου τελευταία. Είναι ο Σταύρος Λάντσιας στα πλήκτρα, ο Μιλτιάδης Παπαστάμου στο ηλεκτρικό βιολί, ο Γιώτης Κιουρτσόγλου στο ηλεκτρικό μπάσο και ο Μιχάλης Καπηλίδης στα τύμπανα. Και είναι η μουσική εκείνη ομάδα με την οποία ηχογράφησαν πριν από είκοσι τέσσερα χρόνια το live album "Εκτός τόπου και χρόνου". Μια επανεμφάνιση που σχεδίαζαν να κάνουν στα είκοσι χρόνια από εκείνη τη συνεργασία, αλλά τελικά – ένεκα κόβιντ – τα είκοσι έγιναν εικοσι δυο και από πρόπερσι που ξαναβρέθηκαν παρέα στη σκηνή, μετράνε πόλεις, σκηνές και λάιβ και τίποτα δεν τους σταματάει. Ευτυχώς. Γιατί πρώτα απ' όλα το ευχαριστιούνται οι ίδιοι. Κι ύστερα το ευχαριστιόμαστε και όλες και όλοι εμείς.
Ο δικός μας σοφός
"Ρε, συ, τον είχα υποτιμήσει τον Αλκίνοο", μου λέει πέρυσι ένας φίλος, που έτυχε να βρεθεί σε συναυλία του στο Κατράκειο της Νίκαιας και δεν συγκαταλεγόταν – μέχρι πέρυσι τουλάχιστον – στους φαν του. "Είναι πολύ δυνατό αυτό που κάνει επάνω στη σκηνή". Όπως και αυτά που λέει – θα συμπληρώσω. Και τα αστεία του -γιατί έχει απύθμενο χιούμορ και όσες τον ακολουθούμε το ξέρουμε καλά-, και τα σοβαρά. Τα πολύ σοβαρά.
"Έρχομαι από τη λάσπη", είχε πει πέρυσι τον Σεπτέμβριο, κάτοικος Πηλίου γαρ, μετά τις πλημμύρες στη Θεσσαλία. Και είπε για όλα όσα συνέβαιναν στον τόπο που μεγάλωνε τα παιδιά του, και ο λόγος του ήταν αιχμηρός και δεν άρεσε σε όλους. Γνωστός ο χαμός που δημιουργήθηκε. Γνωστή και η εμπλοκή του στον αγώνα των κατοίκων για την προστασία των νερών των Σταγιατών, πολύ πριν τις περσινές καταστροφές. Γνωστό και το υπέροχο και συγκινητικό "Σαν τα νερά των Σταγιατών δεν έχει" που μας χάρισε, αλλά δεν μας το είπε φέτος.
Φέτος, πενήντα χρόνια μετά την εισβολή στην Κύπρο και με έναν πόλεμο να μαίνεται αυτή τη στιγμή που μιλάμε μόλις 500 χλμ. από τις ακτές της Κύπρου, στην Παλαιστίνη, ο Αλκίνοος μίλησε για την προσφυγιά. Για την προσφυγοποίηση των Κυπρίων τότε και των Παλαιστινίων σήμερα. "Πενήντα χρόνια τίποτα δεν μάθαμε", είπε. "Ξέρω ότι δεν είναι για συναυλία αυτά", είπε ακόμα, αλλά δεν μπορούσε και να μην τα πει. Δεν μπορούσε να μην πει ότι "δεν μπορεί το όνειρο του ενός να είναι ο εφιάλτης του άλλου". Και ότι: "Δεν είναι πολλά στο χέρι μας, το να είμαστε όμως άνθρωποι είναι".
Είναι σοφός ο Αλκίνοος. Είναι ο δικός μας σοφός.
Και, να, σου το υπέροχο παραδοσιακό "Αγάπησά την 'που καρκιάς" από "Τα τραγούδια της Κύπρου", μαζί με όλα τα αγαπημένα που είχαν προηγηθεί και ακολούθησαν.
Χώρος για όλους
Στα της διοργάνωσης, και αυτή η συναυλία, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο των Rockwave Nights, άρχισε στην ώρα της. Λίγο μετά τις εννιά δηλαδή, καθώς ο Λυκαβηττός έχει ωράριο αυστηρό που γενικώς τηρείται. Επίσης διευθετήθηκε καλύτερα το θέμα των εισιτηρίων και δεν υπήρξαν ούτε κατά διάνοια οι ουρές που είδαμε στον Αγγελάκα λίγες μέρες πριν, παρόλο που ο Λυκαβηττός ήταν γεμάτος σε κερκίδες και αρένα.
Όσο για τα μουσικά, ο Αλκίνοος μάς εξασφάλισε για άλλη μια φορά ένα απολύτως καλοκουρδισμένο λάιβ, με μουσική, με λόγο και με φανταστικό ανκόρ. Ένα λάιβ, όπου είχαν τον χώρο τους όλοι. Γιατί δεν είναι μόνο ο Αλκίνοος και τα τραγούδια του, αυτό που είδαμε και ακούσαμε το βράδυ της πρώτης Δευτέρας του Ιουλίου. Ήταν και οι σόλο παρεμβάσεις των Κιουρτσόγλου, Παπαστάμου, Καπηλίδη και Λάντσια – με αυτή τη σειρά και σε μεγάλα κέφια όλοι τους.
Έχω ένα κόμπο στο λαιμό
και μια θηλιά που όλο στενεύει.
Έλα και κάνε μουσική
την τρέλα που με διαφεντεύει
Κι αν είναι οι νότες και οι λέξεις αφελείς,
τραγούδησέ τες να χαρείς
Μ' ένα τραγούδι να κάνουμε δική μας
τη μικρή ζωή μας
Αυτός ο κόσμος που αλλάζει
Με τρεις και παραπάνω δεκαετίες στη δισκογραφία, δεν ήταν δυνατό να παίξουν τα πάντα εκείνο το βράδυ. Ακούσαμε όμως τα περισσότερα, με τον Αλκίνοο να ζεσταίνει το κοινό του από την πρώτη νότα, ξεκινώντας με τα πολύ γνωστά και πολύ αγαπημένα και ανάμεσά τους τον "Καθρέφτη", την "Παράκληση", τον "Προσκυνητή" για να πιάσει ύστερα τον "Τιμονιέρη" και το υπέροχο και συγκινητικό "Πάντα θα ξημερώνει" που έγραψε στη μνήμη του Παύλου Φύσσα.
Κάπου εδώ και η "Πατρίδα" και η αναφορά στην Κύπρο και όλα όσα είπαμε παραπάνω. Εδώ και το "Απόγευμα στο δέντρο" και ο συγκλονιστικός στίχος "Ζωή μου που'σαι άδεια γέλα λίγο αν μ'αγαπάς" και λίγο αργότερα το "Έχω μια λέξη" με την κοφτή "Ευγνωμοσύνη" στο τέλος.
Και να σου έπειτα το "Όσα η αγάπη ονειρέυεται" για να χαλαρώσουμε λίγο πριν πάρει θέση για το "Βάλτε να πιούμε" των Διάφανων Κρίνων και να μας ταξιδέψει την καθεμία και τον καθένα μας αλλού. Πίσω. Μακριά. Όπου.
Υπάρχει μια στιγμή, ένα βίντεο πια, από την Τεχνόπολη τον Σεπτέμβρη του 2015, στην τελευταία συναυλία του Ανεστόπουλου με τα Διάφανα Κρίνα, ένα χρόνο πριν φύγει, όπου φωνάζει τον Αλκίνοο για να πουν μαζί το "Βάλτε να πιούμε". Και είναι σαν να του αναθέτει, από τότε και στο εξής να το λέει αυτός. Και πράγματι το λέει. Το λέει με τον δικό του τρόπο και πάντα μα πάντα συγκινεί.
Έτσι συνεχίστηκε η συναυλία. Με βαθιά συγκίνηση. Με το "Όνειρο ήτανε", με το "Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ", με το "Ζηλεύει η νύχτα" και με το "Αυτός ο κόσμος που αλλάζει / πώς σου μοιάζει πώς σου μοιάζει / αυτός ο κόσμος που αλλάζει / με τρομάζει με τρομάζει".
Εδώ και η πρώτη καληνύχτα μαζί με το "θα 'μαι κοντά σου". Αποχώρηση από τη σκηνή. Είναι ακόμα νωρίς, όμως. Χειροκροτήματα, φωνές, και ο Αλκίνοος επιστρέφει μόνος με την κιθάρα του. Ξεκινάει με το "Μεγαλώνω", μας πάει στην "Αγορά του Αλ Χαλίλι" και με όρεξη για τον χαμό που πράγματι έγινε πιάνει τον "Νεοέλληνα" του Πανούση. Και συνεχίζει με το υπέροχο "Υπεραστικό" και κάνει μια επίκληση με το "Θεέ μου μεγαλοδύναμε" και μας θυμίζει τα "Κόκκινα χείλη" και κλείνει με τον "Κεμάλ". Όχι εντελώς. Ένα τραγούδι ακόμα. Η υπόλοιπη μπάντα, που τόση ώρα περιμένει στη γωνία της σκηνής, παίρνει θέση και η συναυλία ολοκληρώνεται με το "Δεν μπορώ".
Να γλιστρούσες στο σκοτάδι,
να πετούσες σαν αερικό…
Θα πεθάνω αυτό το βράδυ,
θα πεθάνω αν δε σε δω.
Ο κόσμος μένει για λίγο. Ο Λυκαβηττός όμως πρέπει και αυτό το βράδυ να κλείσει. Άραγε ακούστηκε ο Αλκίνοος;