Δεν σταμάτησα ποτέ να τον (παρ)ακολουθώ, επομένως θα μπορούσα να γράφω με τις ώρες για τις ώρες που έχω περάσει με αυτή τη φωνή, με αυτή την ένταση, και αυτό το πάθος σε κασέτες, βινίλια και cd· στο youtube, σκαλίζοντας παρέα με τον αδελφό μου τα πρώτα εκείνα λάιβ των Τρυπών με απίθανες αφορμές ανά την Ελλάδα (σε εκδήλωση του μοτοσυκλετιστικού ομίλου Γρεβενών το 1989!), όταν ακόμα τους ήξεραν λίγοι. Ή όπως μου είπε μια καλή φίλη που παρακολουθήσαμε τη συναυλία της περασμένης Τετάρτης παρέα, "πρώτη φορά, θυμάμαι, είδα τις Τρύπες σε μια ντίσκο στα Τρίκαλα το 1988".
Τα επομενα χρόνια ήρθε και η δική μου σειρά να τους δω (κι ύστερα να τον δω) λάιβ. Στα Χανιά, στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη· μαθήτρια, φοιτήτρια, εργαζόμενη, έγκυος· με μωρό στο καρότσι και τώρα με γυαλιά πρεσβυωπίας στο κεφάλι. Μεγαλώσαμε, αλλά επιμένουμε. Όπως και ο Γιάννης.
Ντου με το εισιτήριο στο χέρι
Είχε πολύ κόσμο την Τετάρτη στον Λυκαβηττό. Εννιά παρά, κι ενώ δεν είχε ακόμα νυχτώσει, η ουρά έβγαινε από το πάρκινγκ και δεν έδειχνε σημάδια μείωσης. Δεν έχω εικόνα για προηγούμενες συναυλίες και πώς χειρίστηκαν αυτή την ουρά με αυτές τις ελάχιστες εισόδους απ' όπου καλούμασταν να περάσουμε μία-μία και ένας-ένας, αλλά εκείνη τη φορά αυτό δεν έδειξε να λειτουργεί. Περασμένες εννιά πια, το μισό και παραπάνω κοινό είναι ακόμα εκτός συναυλιακού χώρου και ο Γιάννης βγαίνει στη σκηνή. Ο περιορισμός που υπάρχει στον χρόνο που πρέπει να ολοκληρωθεί η συναυλια, δεν επιτρέπει καθυστερήσεις. Τα πνεύματα ανάβουν. Είναι το λιγότερο βλακεία να είσαι με το εισιτήριο στο χέρι, να ξεκινάει η συναυλία και να περιμένεις ένα κακοκουρδισμένο σύστημα να λειτουργήσει. Και το οποίο φανερά δεν λειτουργεί.
Δεν ξέρω ποιος έδωσε τότε το σήμα να ανοίξουν οι πόρτες, αλλά ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να γίνει εκείνη τη στιγμή, για να κατασιγάσει η οργή και ενώ ήδη κάποιες και κάποιοι είχαν αρχίσει να μπαίνουν από το πλάι. Το λες και ντου με το εισιτήριο στο χέρι. Όλα μπορούν να συμβούν τελικά.
Απ' την πλευρά της σκηνής, με την οποία δεν είχα ακόμα οπτική επαφή, η μουσική σταμάτησε για λίγο και μόνο όταν μπήκε ο περισσότερος κόσμος άρχισε ξανά. Και άρχισε για τα καλά.
Γεια σου Γιάννη παλικάρι
Είναι παλικάρι ο Γιάννης, κι ας μην τα βρίσκουμε πάντα σε όλα. Μέσα στα χρόνια μού έχει τύχει και να διαφωνήσω με κάποιες από τις απόψεις του, ή να σκεφτώ "τι τα 'θελε τώρα αυτά" ή και να αναρωτηθώ "γιατί δεν τοποθετείται για το χ, ψ ζήτημα". Προχθές στο κοινό ήταν η Μάγδα Φύσσα. Ο Αγγελάκας είπε δυο λόγια σεβασμού και αγάπης και όλος ο κόσμος άρχισε να φωνάζει συνθήματα. Ο Αγγελάκας δεν χρειάζεται να φωνάξει συνθήματα.
Ο Αγγελάκας έχει χαράξει μέσα στις ψυχές μας, ήδη από τα φοιτητικά του 2006-2007 κι έπειτα μετά το 2013, μετά τον Παύλο, το "μα εγώ μ' έναν άγριο περήφανο χορό / σαν αετός πάνω απ' τις λύπες θα πετάξω / σιγά μην κλάψω σιγά μη φοβηθώ". Τι άλλο να πει; Το μόνο που έχει να κάνει είναι να συνεχίσει να μας το λέει με την ίδια ορμή, την ίδια συγκίνηση. Κι εμείς – ένα κοινό που δεν έχει ηλικία, γιατί πιάνει όλες τις ηλικίες – θα είμαστε εκεί. Από κάτω.
Όπως έκανε και την Τετάρτη, σε ένα σκηνικό που είχε πολύ κόσμο πάνω και κάτω από τη σκηνή. Επάνω, "στην ηλεκτρική καρέκλα", ήταν η τελευταία του μπάντα, τα φοβερά αγόρια και κορίτσια των 100°C με τις κιθάρες, τα τύμπανα, τα πλήκτρα και τα πνευστά τους, κι ήταν επίσης ένα εντυπωσιακό τρίο εγχόρδων, καθώς και το πολυφωνικό σχήμα Διώνη, οι ηχητικές παρεμβασεις του οποίου δημιουργούσαν ένα μαγικό, απόκοσμο ενίοτε, σκηνικό. Εντός και εκτός αυτού του κόσμου, όπως και οι μουσικοί πειραματισμοί του Γιάννη Αγγελάκα, όλα τα χρόνια που ακολούθησαν μετά τις Τρύπες. Άλλοτε εξωστρεφής, ένα δώρο για όλους, και άλλοτε με το βλέμμα στραμμένο μέσα, στα βαθιά, στα πιο σκοτεινά σημεία της ύπαρξης – δεν οδηγήθηκε τυχαία στη συγκλονιστική Νέκυια τον χειμώνα που μας πέρασε.
Τέτοια νύχτα μαγεμένη και γλυκιά
Και δεν ήταν καθόλου τυχαία η σειρά που επέλεξε – στα πρώτα τραγούδια της συναυλίας – για να μας πει "ανάβαμε και σβήναμε και πάλι ξαναρχίζαμε / και γίναν μια των δυο μας οι καρδιές / και το πρωί ξυπνήσαμε απ’ όνειρο που ζήσαμε / έτσι γλυκά όπως ξυπνούν οι εραστές".
Κι ύστερα ήρθε η άνοιξη και τα μεθυσμένα αηδόνια από το υπέροχο "Σαν φύλλο στον αέρα" από τον προ διετίας δίσκο του με τους 100°C, ονόματι "Έχω κέφια". Και είχε πράγματι κέφια. Και ο Αγγελάκας και το κοινό, με τον πρώτο χαμό να γίνεται στο "Άγρια των άστρων μουσική" από το δίσκο του με τον Νίκο Βελιώτη, για να μας πει μετά "πάω να βρω τους φίλους μου να σκάσω απ' το μεθύσι" από τον "Γιαννάκη" και τη "Γελαστή Ανηφόρα". Και όλα πήρα τον δρόμο τους.
Ακολούθησαν ανάμεσα στα άλλα, η "Αμνησία", οι "Πόθοι", ο "Χαμένος τα παίρνει όλα", το "Σαράβαλο" και το "Αιρετικό", αλλά και το "Κεφάλι γεμάτο χρυσάφι" που είχε χρόνια να το πει ή μάλλον εγώ είχα χρόνια να το ακούσω. Έσκαψε βαθιά και παρέμεινε στον ίδιο δίσκο, γιατί δεν μπορεί να μην πει από αυτόν το δίσκο, τον προτελευταίο των Τρυπών (1996) ούτε το "Θα ανατέλλω", ούτε το "Ακούω την αγάπη".
"Συντονιστείτε, παιδιά", μας φώναξε στο "Ακούω την αγάπη" και, ναι, το πήραμε πάνω μας. Και, ναι, τελείωσε με τη "Γιορτή". Η ώρα ήταν λίγο μετά τις έντεκα. Νωρίς. Αλλά τι να κάνεις; Αυτά είναι τα ωράρια του Λυκαβηττού, ως φαίνεται. Ένα καλό ανκόρ και χρόνος για ποτό μετά τη συναυλία.
Στο ανκόρ, όλα τα όργανα επί σκηνής και οι "Επισκέπτες" δίνουν το σύνθημα: "Τέτοια νύχτα μαγεμένη και γλυκιά / Μας θυμίζει ένα φθινόπωρο στον Κρόνο / Άντε ας παίξουμε μια τελευταία πενιά / Όπου να `ναι ξαναβγαίνουμε στο δρόμο".
Και πάμε πάλι μπρος και πίσω: "Δεν χωράς πουθενά", "Από 'δω και πάνω", "Ταξιδιάρα ψυχή". Θα μπορούσε να τελειώσει εδώ. Αλλά πώς; Χρειαζόταν ένα σβήσιμο. Κι αυτός κι εμείς. Χρειαζόμασταν μια "δεσποινίδα ουτοπία" και ένα "I love you". Χρειαζόμασταν αγάπη. Και μας την έδωσε. Έτσι οργανικά, όπως υπάρχει στις ζωές μας, και μεγαλώνουμε παρέα. Χορεύοντας και γράφοντας με γυαλιά πρεσβυωπίας στο κεφάλι και στα μάτια.
> Τους 100°C αποτελούν οι : Λαμπρινή Γρηγοριάδου στην ακουστική κιθάρα, Αλέξης Αρχοντής στα τύμπανα, Γιώργος Αβραμίδης στην τρομπέτα, Ηλίας Μπαγλάνης στα πλήκτρα, Αλέξανδρος Κόντζογλου στην ηλεκτρική κιθάρα και ο Μιχάλης Καρανίκος στο τρομπόνι. Πολυφωνικό σχήμα Διώνη: Ειρήνη και Παναγιώτα Κολιούση, Ανθή Κύρκου. Τρίο εγχόρδων (υπό την επιμέλεια του Νίκου Βελιώτη): Άγγελος Μαστραντώνης (Βιολί), Στέλιος Παπαναστάσης (Βιόλα), Wieruszka Kidżeski (Βιολοντσέλο).