Αν ήταν καλοκαίρι του 1984 κι οδεύαμε να δούμε Judas Priest, Bruce Dickinson και Accept την ίδια μέρα –σερί– θα μιλάγαμε για συναυλιακό γεγονός κολοσσιαίας σημασίας, "καταδικασμένο" να μνημονεύεται σαν θρύλος. Θα βρισκόμασταν, άλλωστε, στα πιο χρυσά χρόνια της heavy metal κουλτούρας, έτοιμοι να υποδεχτούμε την αφρόκρεμά της: τους μεγάλους πρωταγωνιστές σε Βρετανία και Γερμανία, δηλαδή, που όχι μόνο τη διαμόρφωναν, μα εξόπλιζαν και τη φαρέτρα της με τα πιο κλασικά της βέλη.
Λαμβάνοντας τη θέση του Paul Di'Anno, o υπερηχητικός Bruce Dickinson πλοηγούσε τους Iron Maiden σε ένα νέο, πιο πλατύ πεδίο, αλλά και στην κορυφή της μαζικής αποδοχής, στο μεταίχμιο των δίσκων "Piece Of Mind" (1983) και "Powerslave" (Σεπτέμβριος 1984), ενώ οι Judas Priest περιόδευαν για το περίοπτο, πλέον, "Defenders Of The Faith" (Ιανουάριος 1984). Οι δε Accept διήνυαν την πιο συζητημένη τους εποχή, καθώς το παγοθραυστικό "Balls To The Wall" (1983) προσωποποίησε τη γερμανική metal σχολή εκείνων των καιρών: οι Helloween θα φαίνονταν λίγο πιο μετά.
Τέσσερις δεκαετίες αργότερα, αυτές οι κομβικές φιγούρες παραμένουν ενεργές, επιτρέποντας στο Release Athens να τις γκρουπάρει μαζί για την προτελευταία ημέρα του φετινού φεστιβαλικού μαραθωνίου στην Πλατεία Νερού (Κυριακή 21/7). Κι αν τα χρόνια έχουν –αναντίρρητα– περάσει, η αίγλη τους παραμένει σχεδόν αλώβητη, έχοντας υποστεί μικρές μόνο γρατζουνιές· με αποτέλεσμα η σχεδιαζόμενη βραδιά να (εξακολουθεί να) μοιάζει βγαλμένη από hard & heavy όνειρο. Για την πλήρη ιστορία, βέβαια, να αναφέρουμε ότι τα δρώμενα θα ανοίξουν οι Saturday Night Satan: μια αθηναϊκή μπάντα, που κάνει τα πρώτα της βήματα στο heavy metal στερέωμα.
Εντωμεταξύ και οι Judas Priest με τους Accept, αλλά και ο Bruce Dickinson, έρχονται στην Ελλάδα φορτωμένοι με καινούριους δίσκους, που έχουν ήδη προξενήσει τις δικές τους συζητήσεις (ίσως και μικροαψιμαχίες) στην εγχώρια metal κοινότητα. Σαφώς κερδισμένοι στον άτυπο αυτόν συναγωνισμό αναδείχθηκαν οι Judas Priest, αφού το άλμπουμ "Invincible Shield" και τραγούδια σαν το "Panic Attack" –το οποίο αναμένεται να εγκαινιάσει το σόου τους στην Πλατεία Νερού– επιβεβαίωσαν την καινούρια ζωή που βρήκαν από το "Redeemer Of Souls" (2014) και μετά, χάρη στην αγέρωχη φόρμα του Rob Halford και στην επιτυχημένη έλευση νέων μελών.
Αντιθέτως, το "The Mandrake Project" –πρώτο σόλο άλμπουμ του Bruce Dickinson εδώ και 19 χρόνια– επιβεβαίωσε τις μάλλον χαμηλές πτήσεις στις οποίες έχει κινηθεί όλη του η προσωπική πορεία: μπορεί η έξοδός του από τους Iron Maiden στη δεκαετία του 1990 να απέδειξε το αναντικατάστατό του ακόμα και στον Steve Harris, όμως ούτε εκείνος κατάφερε να πατήσει γερά στα πόδια του έξω από το πλαίσιο του συγκροτήματος που τον καθιέρωσε. Οι Accept, πάλι, βρέθηκαν κάπου στο ενδιάμεσο με το "Humanoid", αφού ούτε απογοήτευσαν, μα ούτε κι ενθουσίασαν. Διατηρούν, βέβαια, την αναπάντεχη εμπορική και καλλιτεχνική δυναμική που κατόρθωσαν να βρουν μετά την οριστική αποχώρηση του εμβληματικού τραγουδιστή Udo Dirkschneider, χάρη στην έλευση του χαρισματικού Αμερικανού Mark Tornillo (2009). Τούτη τη φορά, ωστόσο, σε σύγκριση με δίσκους σαν τα "Blood Of The Nations" (2010) ή "Blind Rage" (2014), κινήθηκαν στο ρελαντί.
Όχι πως έχουν τόση βαρύτητα αυτά τα πράγματα, εν τέλει. Το metal κοινό, ό,τι κι αν πιστεύει για τις επιμέρους κινήσεις των διαχρονικών του ινδαλμάτων, τείνει –σε αντίθεση με τον σπαραγμό που διακρίνει άλλες μουσικές "φυλές"– να μένει αφοσιωμένο, δίχως να διαπραγματεύεται την αγάπη του: ακόμα και σε περιόδους διάστασης ή απογοήτευσης, θα στηρίξει δισκογραφία, συναυλίες, merchandise, κρατώντας την όποια άποψή του κι ελπίζοντας σε καλύτερες ημέρες. Οι οποίες συνήθως έρχονται, ειδικά για καλλιτέχνες σαν τους υπό συζήτηση, που δεν βίωσαν και λίγα σκαμπανεβάσματα στο διάβα των δεκαετιών. Ποιος ξεχνά, λ.χ., την κρίση των Judas Priest χωρίς τον Rob Halford, στα χρόνια όπου δοκίμασαν να τον αντικαταστήσουν με τον Tim "Ripper" Owens (στο διάστημα από το 1996 ως το 2003); Ή την πασίδηλη αστάθεια των δίσκων των Accept, που μάστιζε ήδη την περίοδο με τον Udo, παραμένοντας παρούσα και στην εποχή του Tornillo;
Και, φυσικά, μέσα σε όλα αυτά ανθεί και η δεδομένη, πολλάκις δοκιμασμένη ζωντανή τους δυναμική. Ο Bruce Dickinson, αν και δεν τον βλέπουμε συχνά, αν κι έχει υποστεί αισθητές φωνητικές φθορές, είναι ένας λατρεμένος metal τραγουδιστής –παρά την ιστορία που δημιουργήθηκε με το καπνογόνο και τη φρασεολογία της αντίδρασής του στην προπέρσινη έλευση των Iron Maiden. O Mark Tornillo, επίσης, παρότι δεν είναι Udo Dirkschneider, πήρε επ' ώμου τη βαριά κληρονομιά των Accept κι έχει πετύχει να δώσει νέα πνοή με τη "φορτηγατζίδικη", σχεδόν AC/DC δυναμική του στο μικρόφωνο, η οποία δεν ηλεκτρίζει μόνο τους δίσκους, μα και τα επί σκηνής. Όσο για τους Judas Priest, τα λόγια σίγουρα περιττεύουν μετά την τελευταία τους έλευση στο Release Athens Festival του 2022, όπου θριάμβευσαν σε πείσμα του πανδαμάτορα χρόνου, οδηγώντας το πλήθος σε αφηνιασμένες αντιδράσεις.