Ένα από τα μεγάλα συναυλιακά γεγονότα του περσινού καλοκαιριού ήταν η γιορτή που έστησε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου στο Παναθηναϊκό Στάδιο (Καλλιμάρμαρο), για τα 50 του χρόνια στο τραγούδι. Στην οποία έδωσαν το παρών χιλιάδες κόσμου, αποδεικνύοντας ότι το παλιό σύνθημα "Βασίλη ζούμε για να σ' ακούμε" εξακολουθεί ν' αντηχεί δυνατά, έχοντας περάσει, πλέον, σε μια νεότερη γενιά ακροατών.
Φέτος, λοιπόν, ο αειθαλής ερμηνευτής από την Αρκαδία κλείνει ένα ακόμα σπέσιαλ ραντεβού με τους απανταχού φίλους, καθώς θα ηγηθεί της 5ης ημέρας του Release Athens Festival (Σάββατο 29/6, Πλατεία Νερού) –δίνοντάς μας καλή αφορμή ώστε να ξαναεπισκεφθούμε, εν τάχει, 5+1 δίσκους που αποδείχθηκαν κομβικοί στο χτίσιμο της φήμης του.
Φοβάμαι… (1982)
Ίσως ο πιο κομβικός ανάμεσα στους κομβικούς του δίσκους, αφού είναι εδώ όπου μετουσιώθηκε εκείνο το "Κι αν είμαι rock, μη με φοβάσαι", που τόσο υπέροχα ερμήνευσε το 1980, για λογαριασμό του Μάνου Λοΐζου. Έστω κι αν παρέμεινε ανοιχτό το ερώτημα αν θα είχαν πραγματώσει μαζί τη συγκεκριμένη στροφή, εάν ο Λοΐζος δεν πέθαινε το 1982.
Σε κάθε περίπτωση, πατώντας στέρεα πάνω στο τραγούδι των δημιουργών με το οποίο ήταν εξοικειωμένος ως τότε, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου εξηλέκτρισε τον ήχο του και μετατόπισε όσο χρειαζόταν τις ερμηνείες του, ώστε να ακούγεται οικείος μα και συνάμα πιο rock. Λένε πως η εταιρία δεν καλόβλεπε αυτά τα ξανοίγματα, τα δικαίωσε, όμως, η επιτυχία του "Κουρσάρου", του "Φοβάμαι...", της "Στέλλας" και, ασφαλώς, η πολυακουσμένη διασκευή στο "Sebastian" των Cockney Rebel, σε ελληνικούς στίχους Σάκη Μπουλά.
Διαίρεση (1984)
"Το 1984 ο καινούριος ήχος του αποκρυσταλλώνεται". Είναι εύστοχο το λιτό σχόλιο της επίσημης βιογραφίας για τη "Διαίρεση", δίσκο που στον καιρό του έκανε μεγάλη αίσθηση και μπήκε σε πολλά σπίτια με rock 'n' roll ανησυχίες, μα προξένησε κι έντονη αλλεργία σε όσους νεότερους καίγονταν για τις alternative εξελίξεις: το παγοθραυστικό "Άσε Με Να Κάνω Λάθος" του Ανδρέα Τσιλιφώνη έγινε ύμνος για τους μεν, κόκκινο πανί για τους δε, αν και την παράσταση φαίνεται να έκλεψαν με τα χρόνια ο "Μαύρος Γάτος" –σύμπραξη με τον ακόμα άγνωστο Θανάση Παπακωνσταντίνου– και το "Πριν Το Τέλος", βρίσκοντας ακόμα ευρύτερη απήχηση.
Τέσσερις δεκαετίες μετά, η αίγλη της "Διαίρεσης" ίσως να έχει θαμπώσει λιγάκι, αφού τα πιο δεύτερα τραγούδια της βαραίνουν πιο ξεκάθαρα στη συνολική εντύπωση, ενώ πρέπει να πούμε ότι κάπου εδώ ξεκινά και η αναγόρευση του Παπακωνσταντίνου σε Bruce Springsteen της Ελλάδας, η οποία δεν ευσταθεί. Όπως πολύ σωστά λέει (εδώ και χρόνια) ο Άρης Καραμπεάζης, η ορθή αναλογία είναι ο Chris De Burgh: άλλωστε το άλμπουμ ξεκινάει με το "Δεν Υπάρχω", δηλαδή με μια ενοποιημένη διασκευή στα δικά του "The Revolution" και "Light A Fire".
Η Συναυλία Από Το Νέο Φάληρο - Ζωντανή Ηχογράφηση (1985)
Στην ελληνική δισκογραφία τα ζωντανά ηχογραφημένα άλμπουμ δεν είχαν ποτέ τη θέση που κατέχουν στη διεθνή pop/rock παραγωγή, εδώ, όμως, σημειώνεται μία από τις μεγάλες εξαιρέσεις. Γιατί η έκδοση αυτή πέτυχε να κλείσει κάτι από την ουσία της βραδιάς της 6ης Απριλίου 1985 στο Στάδιο Ειρήνης & Φιλίας, "πακετάροντας" την ενέργεια, τον γηπεδικό παλμό και την πώρωση 16.000 ψυχών (και) για όσους βρίσκονταν μακριά από την Αθήνα ή ήταν ακόμα πολύ μικροί ώστε να παραστούν –ακόμα και με τη σημαίνουσα υποσημείωση ότι η φοβερή και πολυαγαπημένη εκτέλεση στον "Στρατιώτη" φέρεται να έχει προστεθεί από μια θεσσαλονικιώτικη συναυλία του Μάρτη. Ήταν, βέβαια, και η πρώτη live κυκλοφορία του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, καθρεφτίζοντας ένα μεταίχμιο στο οποίο μετατρεπόταν γοργά όχι μόνο σε rock star, αλλά και σε λαϊκό ίνδαλμα όπως το νοούμε στην Ελλάδα.
Χαιρετίσματα (1987)
Οι πωλήσεις 130.000 αντιτύπων αποτελούν σαφή δείκτη για το πόσο αγαπήθηκαν τα "Χαιρετίσματα". Όχι μόνο λόγω της ομώνυμης επιτυχίας, με τα χαιρετίσματα στην εξουσία να γίνονται άτυπο soundtrack μιας τεταμένης πολιτικής περιόδου (βρισκόμαστε στο κατώφλι του 1989), αλλά κι επειδή αναγόρευσαν τον Παπακωνσταντίνου σε θεμελιώδη ήρωα της μικροαστικής νεολαίας εκείνων των καιρών, η οποία έψαχνε να διαφοροποιηθεί από τα γονεϊκά είδωλα με κάτι που κάπως θ' αντανακλούσε και το αυξημένο της ενδιαφέρον για την "ξένη" μουσική.
Εδώ, φυσικά, βρίσκονταν κι άλλα τραγούδια που θα αρμάτωναν τον θρύλο του "Βασίλη ζούμε για να σ' ακούμε", σαν το "Κρύψου" και το "Καταρρέω" –με την άμεση στιχουργική αναφορά στον Ανδρέα Παπανδρέου– όπως και το μοναχικό, μελαγχολικό "Θα Νικήσουμε (Venceremos)" του Νικόλα Άσιμου. Όλα ερμηνευμένα υποδειγματικά, είτε προς το σωστά εκκωφαντικό, είτε προς το ουσιαστικώς μετρημένο.
Χορεύω (1989)
Με το πέρασμα των δεκαετιών, ίσως τα σκαμπανεβάσματα ποιότητας του "Χορεύω" να ακούγονται περισσότερο απ' όσο στον καιρό του. Εν έτει 1989, όμως, ένας δίσκος που ξεκινούσε με τα "Ελλάς" και "Βικτώρια" –διαθέτοντας και το "Να Γράφεις Να Τηλεφωνείς" λίγο παρακάτω– δεν μπορούσε παρά να τσιμεντώσει τον θρύλο του "Βασίλη ζούμε για να σ' ακούμε", αλλά και τον ήχο μιας συγκεκριμένης mainstream rock αισθητικής α λα ελληνικά, όπως πλάστηκε από τις ενορχηστρώσεις του Χριστόφορου Κροκίδη (κυρίως) και την παραγωγή του Αχιλλέα Θεοφίλου (δευτερευόντως).
Σε πείσμα της "ο Springsteen της Ελλάδας" φιλολογίας ο Chris De Burgh έκανε ξανά την εμφάνισή του (αυτή τη φορά μέσω μιας διασκευής στο "Crusader", που έγινε "Για Μένα Τραγουδώ"), ωστόσο ακόμα μεγαλύτερη σημασία έχει η πρώτη συμπόρευση του καλλιτέχνη με την ιδιαίτερη, υποφωτισμένη τραγουδοποιία του Σταμάτη Μεσημέρη, με τον οποίον πρωτογνωρίστηκε το 1988. Διάσημος καρπός της, βεβαίως, υπήρξε το "Ελλάς", όπου ο Μεσημέρης πόνταρε στις πιο άγριες και ενστικτώδεις όψεις της φωνής του Παπακωνσταντίνου, δημιουργώντας ένα κομμάτι που δεν έπαψε ποτέ να προξενεί χαμούς και πώρωση στις συναυλίες.
Δε Σηκώνει (1994)
Σηκώνει, δεν σηκώνει, τελικά είναι αδύνατον να αγνοηθεί ότι ήταν αυτός ο άνισος δίσκος που κατάφερε να εμβολίσει τα έντεχνα ραδιόφωνα, αφού κομμάτια σαν τα "Παράπονα Στη Λίνα" (σε στίχους Οδυσσέα Ιωάννου) και το "Πόρτο Ρίκο" (διά χειρός Σταμάτη Μεσημέρη) επέβαλλαν τον Παπακωνσταντίνου ως μέγεθος στο κοινό του πιο "καθαγιασμένου" ελληνικού τραγουδιού, που ως τότε μπορεί να εκτιμούσε ορισμένες ερμηνείες του (π.χ. σε μελοποιήσεις Νίκου Καββαδία), μα γενικά τον έβρισκε φωνακλά ή/και υπερβολικά ηλεκτρικό.
Εδώ, άλλωστε, εντοπίζεται η μαγιά για μεταγενέστερα άλμπουμ σαν τα "Πες Μου Ένα Ψέμα Ν' Αποκοιμηθώ" (1997) και "Θάλασσα Στη Σκάλα" (1999), τα οποία δεν είναι τυχαίο ότι στηρίχτηκαν, πρωτίστως, από το συγκεκριμένο ακροατήριο. Επιτρέποντας στον Αρκάδα καλλιτέχνη να ατενίζει με αισιοδοξία την έλευση του 21ου αιώνα, τη στιγμή που το κορεσμένο και υπερ-στειμμένο από τις δισκογραφικές "ελληνικό rock" έχανε γοργά το έδαφος κάτω απ' τα πόδια του.