Αφού πέρασε το καλοκαίρι του 2023 στήνοντας (υπερ)επιτυχημένους συναυλιακούς εορτασμούς για τα 50 του χρόνια στο ελληνικό τραγούδι, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου προτείνει φέτος κάτι αλλιώτικο: σε κλίμακα μικρότερη, με φιλοσοφία διαφορετική, μακριά από τον εκκωφαντικό rock ηλεκτρισμό που έχει χαρακτηρίσει τον ήχο και την πορεία του.
Στη θέση των σταδίων, λοιπόν, έρχεται η εγγύτητα της σκηνής του "Θεάτρου Βέμπο", όπου ο Παπακωνσταντίνου ξετυλίγει το πιο εσωτερικό και ερωτικό του πρόσωπο, ποντάροντας στις μπαλάντες της μακράς του καριέρας. Με απούσες τις γνώριμες ηλεκτρικές κιθάρες και τα δυναμικά ντραμς, περιστοιχιζόμενος από ένα σχήμα στηριγμένο σε πιάνο (Ανδρέας Αποστόλου), κιθάρα (Απόστολος Μόσιος), βιολί (Μαίρη Μπρόζη), μπάσο (Βαγγέλης Πατεράκης), πνευστά (Θύμιος Παπαδόπουλος) & τσέλο (Ειρήνη Αναστασίου). Αλλά, κι αν δεν είναι, ίσως, και τόσο rock, μην τον φοβάσαι: η φωνή του παραμένει αξία με μεγάλη συγκινησιακή δυναμική, όπως δείχνει και η μαζική προσέλευση κόσμου σε αυτές τις παραστάσεις. Με διάφορους τρόπους, μάλιστα, καταφέρνει τελικά να αποτυπώνεται (και) ως rock, άσχετα από το όποιο φλερτ της μπαλαντοτραγουδοποιίας του με το έντεχνο.
Ο Παπακωνσταντίνου αφήνει στους μουσικούς του την εισαγωγή, βγαίνει λίγο πιο μετά και λαμβάνει θέση στο σκαμπό μπροστά από το κεντρικό μικρόφωνο της σκηνής, αρχίζοντας να λέει τη "Σφεντόνα". Πρόκειται για σαφώς μελετημένη έναρξη, που ρίχνει ευθύς εξαρχής στο ρινγκ της βραδιάς ένα από τα πιο πετυχημένα κι αγαπητά του τραγούδια –δημιουργώντας, έτσι, άμεσες εντυπώσεις. Τουλάχιστον σε συναισθηματικό επίπεδο, γιατί, κατά τα λοιπά, ο επιδιωκόμενος κανονιοβολισμός αποδεικνύεται λιγάκι τζούφιος: ο Αρκάδας τραγουδιστής έχει φτάσει, πια, στα 73 και το βάρος του χρόνου δεν είναι αμελητέο. Απεναντίας, γίνεται αισθητό στις φωνητικές του χορδές, οι οποίες φάνηκε ότι χρειάζονταν λίγο "ζέσταμα". Ως εκ τούτου, η "Σφεντόνα" ήχησε, φοβάμαι, δίχως τη γνώριμη βροντή των φωνηέντων και τους επιβλητικούς λεονταρισμούς του δημιουργού και ερμηνευτή της.
Ο κόσμος, πάντως, δεν έδειξε να νοιάζεται για τέτοια ζητήματα. Τα παλαμάκια αντήχησαν σαν κεραυνός μέσα στην αίθουσα, μια κυρία μπροστά μου φώναξε "σ' αγαπάμε!", μια άλλη από πίσω "μου θυμίζεις τα νιάτα μου", ενώ δεν άργησε να ακουστεί και το γνώριμο οπαδικό σύνθημα "Βασίλη ζούμε για να σ' ακούμε", το οποίο έχει περάσει, πλέον, σε μία ακόμα γενιά: στο θέατρο έβλεπες κι αρκετά νέα πρόσωπα, ακόμα και παιδιά γύρω στα 10, που είχαν έρθει με τους γονείς τους και φαίνονταν να διασκεδάζουν πολύ με αυτή την έξαψη ανάμεσα στο κοινό.
Σε κάθε περίπτωση, ο Παπακωνσταντίνου δεν άργησε να "ζεσταθεί", δείχνοντας ότι η φωνή του μπορεί να έχει υποστεί απώλειες, μα δεν έχει χάσει τα γνώριμα χρώματά της και τις ουσιώδεις ερμηνευτικές της δυνάμεις. Εφορμώντας προς την κληρονομιά του Μάνου Λοΐζου (του "τρυφερού Μάνου", όπως τον αποκάλεσε), έλαμψε συγκινητικά λέγοντας τα "Πρώτη Μαΐου" και "Σ' Ακολουθώ", όπου οι παριστάμενοι στο θέατρο τον ακολούθησαν κι εκείνοι με τη σειρά τους, προσφέροντας ένα άψογο χορωδιακό σεγόντο. Φαίνεται, πάντως, ότι στις παραστάσεις αυτές εναλλάσσονται διάφορα τραγούδια, γιατί έμαθα ότι στην πρεμιέρα ακούστηκε και το "Γερνάς Και Σκοτεινιάζει" –και λυπήθηκα πραγματικά που δεν το πέτυχα. Αναρωτιέμαι αν για τον ίδιο λόγο δεν παίχτηκε και το "Venceremos" του Νικόλα Άσιμου στη βραδιά στην οποία πήγα, γιατί βρήκα ακατανόητη την απουσία του από ένα τέτοιο πρόγραμμα.
Στη συνέχεια "Οι Μπαλάντες του Βασίλη" βούτηξαν και στα νερά άλλων δημιουργών, οπότε μπήκαμε σιγά-σιγά και σε περιοχές σαφώς πιο έντεχνες. Είναι μια πορεία που ο Παπακωνσταντίνου χάραξε συνειδητά από ένα σημείο και πέρα, ανεβάζοντας επίπεδο τη δημοφιλία που κέρδισε ως rock τραγουδιστής. Για τα δικά μου γούστα, βέβαια, αυτή η πλευρά του δεν είναι το ίδιο ενδιαφέρουσα, αν και παραδέχομαι ότι υπήρξαν και στο πεδίο τούτο κομμάτια και ερμηνείες με ξεχωριστή βαρύτητα. Τις "Μικρές Νοθείες", λ.χ., τις έλεγε πάντα ωραία και το ίδιο συνέβη και στο "Θέατρο Βέμπο", με το κοινό να συμμετέχει στον παλμό. Στα δε "Παράπονα Στη Λίνα" βρέθηκα καθηλωμένος στη θέση μου, να κρέμομαι από τα χείλη του, μα και από τα χάρμα πνευστά του Θύμιου Παπαδόπουλου. Οφείλω να σημειώσω, πάντως, ότι ο κόσμος ξέσπασε με ενθουσιασμό και στο "Να Κοιμηθούμε Αγκαλιά", άσμα που προσωπικά ποτέ δεν άντεχα.
Μια που πιάσαμε τις γκρίνιες, να πω ότι δεν μου άρεσαν ούτε τα όσα προβάλλονταν πίσω από τον πρωταγωνιστή της συναυλίας, καθ' όλη τη διάρκειά της. Σκηνοθετικά μιλώντας, βρήκα ότι η παρουσία της μικρής βίντεο οθόνης μάλλον χαλούσε το κλίμα που δημιουργούσε η θεατρική σκηνή και οι φωτισμοί του Περικλή Μαθιέλλη. Εκτός εάν η λογική ακολουθούσε το zeitgeist, το οποίο θέλει να μη μπορούμε να προσηλωθούμε επαρκώς, εάν δεν υπάρχει και κάτι να χαζεύει το μάτι –θέμα που ομολογουμένως χωράει συζήτησης. Αλλά ούτε το περιεχόμενο των προβολών (μου) ταίριαξε με τις "Μπαλάντες του Βασίλη": αυτή η αρκετά απλή και επαναλαμβανόμενη παιδικότητα των συνοδευτικών εικαστικών, δηλαδή, ένιωθα να μη συνάδει με τις περισσότερες από τις τραγουδιστικές επιλογές. Ο ίδιος ο Παπακωνσταντίνου, βέβαια, εξήγησε την παρουσία τους, αποκαλύπτοντας σε κάποιο σημείο ότι βλέπαμε δημιουργίες της μοναχοκόρης του Νικολέττας. Κι εδώ πάω πάσο, γιατί στην αγάπη του γονιού για το παιδί του υπεισέρχονται άλλες δυνάμεις, έξω από το πεδίο της όποιας κριτικής γνώμης.
Να πούμε, επίσης, ότι η παράσταση χωρίζεται σε δύο μέρη, καθώς μεσολαβεί διάλειμμα 10 λεπτών. Το δεύτερο μέρος, όμως, ξεκινάει δίχως Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Είναι κατανοητό, φυσικά, ότι χρειάζεται κι αυτός τις ανάσες του. Ωστόσο τρεις διασκευές σε δικά του κομμάτια από τη συνοδευτική μπάντα είναι, θεωρώ, πολλές. Δύο θα αρκούσαν, πόσο μάλλον όταν, επί του αποτελέσματος, έχουμε τον Απόστολο Μόσιο σε μια σχεδόν μίμηση των παπακωνσταντίνειων τρόπων στο "Σε Θέλω" και στο "Κρύψου". Πιο ωραία βρήκα την προσέγγιση της Μαίρης Μπρόζη στο "Κι Αν Είμαι Rock", στο οποίο χάρισε προσεκτικές εντάσεις και μια καθάρια εκφραστικότητα.
Επιστρέφοντας στο κυρίως μέρος, τώρα, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου είχε πολλές καλές στιγμές, σε όλο το μάκρος της παράστασης: θα έλεγε κανείς, μάλιστα, ότι όσο προχωρούσε η συναυλία, τόσο βάθαινε κι εκείνος στην αξιοποίηση των εκφραστικών του μέσων. Χαμηλότονα μελαγχολικός στο "Αγαπάω Κι Αδιαφορώ" ή στο "Βράδυ Σαββάτου", μετρημένος και πολύ άμεσος στο "Άνθρωποι Μονάχοι", αλλά και στην "Όμορφη Πόλη", ατόφια συγκινητικός πέρα από γούστα για το ποιον της διασκευής στο "La Mamma" του Charles Aznavour ("Μαμά"), rock ακόμα και δίχως ηλεκτρισμό στο "Πριν Το Τέλος", όταν –επιτέλους!– άφησε το σκαμπό, έβγαλε το μικρόφωνο από τη βάση και σηκώθηκε να τραγουδήσει όρθιος.
Αλλά, αν θέλετε να μιλήσουμε για τον συγκλονιστικό Παπακωνσταντίνου του "Βέμπο", τότε θα σταθούμε στην εκπληκτική του εκτέλεση στο "Έχω Ανάγκη" (από τις Χαμένες Αγάπες, στην αυγή του 21ου αιώνα), όπου ο Μαθιέλλης τον έλουσε στο κίτρινο φως ενός μοναχικού προβολέα και, φυσικά, στο "Που Είσαι", από τον κύκλο μελοποιήσεων στον Τάσο Λειβαδίτη (1993): ένα κέντημα τραγουδιστικών αρετών, καίριας πρόζας, φωτισμών και δεξιοτεχνίας ολκής από το βιολί της Μπρόζη και το τσέλο της Ειρήνης Αναστασίου. Δεν παίζεται ο Παπακωνσταντίνου, όταν πιάνει τέτοιες επιδόσεις.
Δεν παιζόταν και στο φινάλε, ωστόσο. Αφού σύστησε τους μουσικούς, έφτασε και στον εαυτό του, ρωτώντας φωναχτά "ποιος τραγουδάει;" –για να απαντήσει μόνος του "εγώωω", μέσα σε βροχή από παλαμάκια. Εντωμεταξύ, το σύνθημα "Βασίλη ζούμε για να σ' ακούμε" επέστρεψε με νέα πυγμή, συνοδευόμενο από το πιο τολμηρό "Τελεία και παύλα, Βασίλη είσαι καύλα", στο οποίο αποκρίθηκε "τάβλα είμαι", προξενώντας κύμα από γέλια. Παρά την κούραση, πάντως, μας χάρισε μια θαυμάσια, μεστή από συναίσθημα, διασκευή στο "Ερωτικό (Με Μια Πιρόγα)", πριν μείνει μόνος με τον Ανδρέα Αποστόλου στη σκηνή, για μια αφοπλιστική εκτέλεση στο "Από Μένα Τον Βασίλη". Εκεί καληνύχτισε οριστικά, με τον κόσμο να αφήνει τα καθίσματα και να τον αποθεώνει όρθιος, με κραυγές και χειροκροτήματα.