Οι Blur, οι Pulp και οι Oasis ήταν πάντα η "Αγία Τριάδα" της britpop για όσους έζησαν, τραγούδησαν και χόρεψαν τις χρυσές ημέρες των εναλλακτικών 1990s. Αλλά, ενώ ο Damon Albarn με τους αδελφούς Liam & Noel Gallagher έπαιζαν με ενθουσιασμό το όλο παιχνίδι, η παρέα του Jarvis Cocker έδειχνε να βρίσκεται απρόθυμα στο ίδιο τρένο, παρά τη γενική ευφορία που σκορπούσαν οι επιτυχίες "Common People" και "Disco 2000" (1995). Το πρώτο, μάλιστα, συνέχισε να συζητιέται στα μέρη μας για καιρό, αφού κατά διαστήματα διάφοροι έψαχναν να βρουν ποιο ήταν το κορίτσι από την Ελλάδα που ήθελε να ζήσει σαν τους κοινούς θνητούς –το μυστήριο έχει, έκτοτε, λυθεί.
Στα χρόνια που έμενα στη Βρετανία, οι συζητήσεις γύρω από την άνοδο και την πτώση της britpop εξακολουθούσαν να προξενούν μεγάλα πάθη στις παμπ, ειδικά μετά από δύο-τρεις γύρους με μπύρες. Κάποτε, λοιπόν, ένας συμπότης Ιρλανδός ισχυρίστηκε ότι, για να καταλάβει κανείς τους Pulp, πρέπει να αφήσει παράμερα τους πιο συζητημένους δίσκους και ν' ακούσει τα BBC Peel Sessions που έκαναν για τον θρυλικό John Peel το 1981, το 1993, το 1994 και το 2001. Εξακολουθώ να μην είμαι και τόσο σίγουρος για τη βαρύτητα της άποψής του, ωστόσο αληθεύει ότι, εάν πράξεις αναλόγως, βλέπεις μια διαφορετική μπάντα. Η οποία συμπορεύτηκε μεν με την ακμή της britpop στα "His 'N' Hers" (1994) και "Different Class" (1995), όμως ερχόταν από κάπου αλλού και προσπάθησε, έπειτα, να συνεχίσει αυτόν τον δρόμο με το "This Is Hardcore" (1998), όταν, πια, η britpop έπνεε τα λοίσθια.
Οι Pulp, δηλαδή, ήταν 10 χρόνια παλιότεροι των Blur και 13 χρόνια αρχαιότεροι των Oasis. Το έναυσμα για να ξεκινήσουν (στο Σέφιλντ, 1978) τους το είχε δώσει το punk, ενώ εκείνο που τους γαλούχησε στη συνέχεια ήταν η αυθεντικά indie και underground κουλτούρα που άνθισε στη Βρετανία της δεκαετίας του 1980. Δεν ήταν όλα όσα σκάρωσαν, τότε, ενδιαφέροντα, όμως εκεί χρονολογούνται υπέροχα μα εμπορικώς αποτυχημένα τραγούδια σαν το "Razzmatazz" ή το "Death II".
Ίσως το θέμα να μοιάζει λίγο εγκυκλοπαιδικό, μα πίσω από τέτοιες περιγραφές και χρονολογίες κρύβεται ένας άλλος κόσμος από εκείνον που θέλησε να εκφράσει η britpop, γενόμενη αιχμή στο δόρυ μιας πολυσχιδούς "Cool Britannia" εποχής, ταυτισμένης με τους Νέους Εργατικούς του Τόνι Μπλερ. Πέρα, δηλαδή, από την αναπόφευκτη αναφορά στις πολιτικές της Μάργκαρετ Θάτσερ, οι Pulp ήταν παιδιά ερχόμενα από ένα ταξικό ενδιάμεσο –που με δικούς μας όρους θα περιγραφόταν, μάλλον, ως μικροαστικό– ανδρωμένα σε καλλιτεχνικά σχολεία (που μετά έγιναν δυσπρόσιτα στα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα), τα οποία είχαν ευκαιρίες φτηνής στέγασης σε εργατικές κατοικίες (κάτι που επίσης θα άλλαζε, στη συνέχεια). Ήξεραν, λοιπόν, πώς ήταν να ζεις στριμωγμένα, μα ταυτόχρονα διέθεταν κι έναν ορίζοντα απόδρασης. Αργότερα, ο Jarvis Cocker θα εξηγούσε ότι τα κίνητρά του για να γράφει τραγούδια ήταν πάντα αντικρουόμενα, καθώς από τη μία αποζητούσε τη διαφυγή από την πραγματικότητα, μα από την άλλη εντόπιζε ολάκερα μικροσύμπαντα στις σκονισμένες γωνίες των φτωχικών διαμερισμάτων.
Στην Ελλάδα, βέβαια, μας ξενίζει να μιλάμε για τάξεις. Στη Βρετανία, όμως, ασχολούνται έντονα με αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι το ζήτημα πρωταγωνιστεί και στη στιχουργική του Cocker, ακόμα κι αν μείνουμε στον αφρό της, μιλώντας για τίτλους όπως "Different Class" ή για το διάσημο "Common People". Έχει σημασία, λοιπόν, να ειπωθεί ότι τα τραγούδια των Pulp δεν θα μπορούσαν ποτέ να εναρμονιστούν πλήρως με τη φιλοσοφία της britpop και των Νέων Εργατικών "είμαστε όλοι μεσαία τάξη, πλέον" –όπως το έθεσε ο Τζον Πρέσκοτ, το 1997. Όσο ενθουσιωδώς κι αν τα χόρευε η νεολαία της μεσαίας τάξης, αυτά θύμιζαν ότι η κοινωνική διαστρωμάτωση παρέμενε μια πιο περίπλοκη υπόθεση, στην οποία δεν χώραγαν τουρίστες που αναζητούσαν μια πιο απλή καθημερινότητα, δίχως να έχουν ιδέα πόσο σκληρό μπορούσε να γίνει το ζην "like common people".
Αυτή η συμπόρευση μα και μη ταύτιση των Pulp με τη britpop, βέβαια, έφερε τελικά κλυδωνισμούς τόσο στις εσωτερικές τους ισορροπίες, όσο και στη σχέση τους με το κοινό. Τώρα, δηλαδή, τους περιμένουμε πώς και πώς στο Release Athens (Πλατεία Νερού, Πέμπτη 20/6), ως μία σπουδαία μπάντα, ταυτισμένη με τις πιο αγαπημένες μνήμες των εναλλακτικών παιδιών των 1990s –τα οποία, στη δική τους νιότη, τους υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό στη Φρεαττύδα, το 1998. Αλλά την τελευταία φορά που φάνηκαν στην Ελλάδα (Αύγουστος 2011), δεν υπήρχε ανάλογο κλίμα. Κάτι, βέβαια, που μοιάζει άρρηκτα συνδεδεμένο με τον μαρασμό των alternative πραγμάτων της Βρετανίας, παρά την πρόθεση του φεστιβάλ να τους τοποθετήσει δίπλα στους Smile. Όσο γκελ κι αν σημειώνουν τέτοιες περιπτώσεις σε ένα νεότερο κοινό που διψά για τις δικές του alternative ταυτίσεις, δηλαδή, η διαφορά δυναμικής και σπουδαιότητας παραμένει μεγάλη.