Σε μια εποχή που στα δημοσιογραφικά κέντρα παραγωγής και στήριξης του coolness γίνεται πολύς λόγος περί "σχετικότητας" (και μη), μοιάζει οξύμωρο να βλέπεις μια μπάντα συνυφασμένη με τη δεκαετία του 1990 να φιγουράρει ανάμεσα στους επικεφαλής ενός μεγάλου μουσικού φεστιβάλ, 40 στρογγυλά χρόνια από τότε που ξεκίνησε. Οφείλεται, άραγε, στη δεδομένη παρελθοντολαγνεία του ελληνικού pop/rock κοινού;
Η εύκολη απάντηση είναι "ναι", αλλά, εάν έχεις να κάνεις με τους Offspring, τα πράγματα μπορεί και να μην είναι όπως φαίνονται. Διότι, εκτός από το στιβαρό στίγμα που άφησαν οι 1990s επιτυχίες τους (οι οποίες ακόμα λατρεύονται στα rock ραδιόφωνα), μιλάμε για μια μπάντα που δεν διαλύθηκε ποτέ και δεν έπαψε να απασχολεί το ευρύτερο κοινό. Αληθεύει, δηλαδή, ότι το δισκογραφικό τους αποτύπωμα έφθινε με τα χρόνια, όμως δεν έχασε ποτέ το top-30 έρεισμά του στην Αμερική, διατηρώντας, συνάμα, την πέρασή του στην ευρωπαϊκή αγορά: το αποδεικνύει και το τελευταίο, μέχρι σήμερα, άλμπουμ "Let The Bad Times Roll" (2021), με το #27 που έπιασε στα εθνικά charts των Η.Π.Α. και το θριαμβευτικό #3 το οποίο σκόραρε στη Βρετανία.
Αυτοί οι Offspring, λοιπόν, που ακόμα αντέχουν κι ακόμα απασχολούν, καταφτάνουν τώρα στην Αθήνα, καιρό μετά την τελευταία τους παρουσία επί ελληνικού εδάφους. Και υπόσχονται εκρηκτικό ξεκίνημα στο Release Athens Festival (Κυριακή 9/6, στην Πλατεία Νερού), καθώς έρχονται με φουλ εορταστική διάθεση, αφού φέτος δεν είναι μόνο τα 40ά τους γενέθλια –ιδρύθηκαν το 1984, με το όνομα Manic Subsidal– αλλά και τα 30 χρόνια από την έκδοση του "Smash". Εκείνου του δίσκου, δηλαδή, που τους εκτόξευσε στη δόξα, κάνοντάς τους όνομα αναφοράς για τα alternative 1990s, σε μια εποχή που ο χώρος γνώριζε άνθηση λόγω των grunge εξελίξεων. Δεν έχει (τόση) σημασία αν από τότε απέμειναν μόνο ο τραγουδιστής Dexter Holland και ο κιθαρίστας Kevin "Noodles" Wasserman, μετά τις διαδοχικές απολύσεις του μπασίστα και συνιδρυτή Greg K. (2018) και του ντράμερ Peter Parada (2021): οι δυο τους ήταν, πάντα, ο βασικός κινητήριος μοχλός.
Παράλληλα, βέβαια, το "Smash" εξηγεί και γιατί δεν ήταν όλα ρόδινα κατά τη δεκαετία του 1990. Πρόκειται για άλμπουμ, δηλαδή, που υπήρξε σημαία για το πολυεθνικό alternative εκείνων των καιρών, το οποίο υπονόμευσε το τι σήμαινε να είσαι εναλλακτικός, καθώς η συναφής με αυτήν την ταυτότητα κουλτούρα γινόταν ολοένα και πιο εμπορική, αποτελώντας το νέο rock mainstream. Έτσι, ο χαρακτηρισμός "punk" για μπάντες σαν τους Offspring ήταν –και παραμένει– προβληματικός για όσους έζησαν όντως τα διάφορα punk κύματα (ή τις hardcore υποστάσεις τους, στις Η.Π.Α.). Σύντομα, άλλωστε, παρά τις αναφορές των ίδιων των Offspring στα όσα άντλησαν από μπάντες σαν τους T.S.O.L., τους Misfits ή τους Dead Kennedys, ο ήχος τους βολεύτηκε κάτω από την ταμπέλα "punk pop". Η οποία διέθετε υφολογική ακρίβεια, μα χειροτέρευε ακόμα περισσότερο τα ιδεολογικά ζητήματα, βάζοντας φαρδιά πλατιά σφραγίδα στο ξεθώριασμα του punk.
Είναι ψέμα να πούμε ότι τα παραπάνω ήταν άνευ σημασίας, γιατί τα 1990s υπήρξαν εποχή στην οποία καλά κρατούσαν οι έντονες αντιπαραθέσεις για τα μουσικά γούστα. Άλλωστε, βλέποντάς το και αντιστρόφως, παραμένει συζητήσιμο αν η επιτυχία συγκροτημάτων σαν τους Offspring ή τους Green Day συνέβαλλε σε αξιοσημείωτη τόνωση του ενδιαφέροντος για τα αυθεντικά, underground punk πράγματα: μπορεί να συνέβη (και) κάτι τέτοιο, αλλά, κατά κύριο λόγο, η σκυτάλη δόθηκε σε ακόμα πιο θαμπές alternative περιπτώσεις, τύπου Avril Lavigne.
Ωστόσο, αυτό είναι ένα τμήμα μόνο της ιστορίας που έγραψε το "Smash". Ίσως, μάλιστα, το λιγότερο ουσιώδες για τη νεολαία της Αθήνας που αγάπησε παράφορα το "Self Esteem" και το "Gotta Get Away" και βροντοφώναξε "You gotta keep 'em separated!" καθώς χόρευε το "Come Out And Play" μέχρι τελικής πτώσης στο "Mo Better", στο "Stand" και σε άλλα, χαμένα πια, rock στέκια των Εξαρχείων. Εύληπτες μελωδίες, κιθάρες με εναλλακτικό πρόσημο, μια υποψία από πιο ζόρικες ηλεκτρικές ημέρες κι εκείνα τα πωρωτικά, σήμα κατατεθέν των Offspring "yeah" και "whoa" –που θα τα σατίριζαν οι NOFX στο δικό τους "Whoa On The Whoas"– έφταναν και περίσσευαν για να κάνουν το θαύμα. Ακόμα και για όσους γνώριζαν αρκετά, ώστε να κατανοούν τα παιχνίδια της μουσικής βιομηχανίας ή το γιατί οι Αμερικανοί δεν ήταν δα και οι νέοι Sex Pistols.
Ασφαλώς, οφείλουμε να πούμε ότι το "Smash" δεν ήταν το τέλος της μαζικής, παγκόσμιας επιτυχίας των Offspring, αφού πέντε χρόνια αργότερα (1998) θα ερχόταν και το εξίσου σαρωτικό "Pretty Fly (For A White Guy)". Ένα τραγούδι που θρονιάστηκε στο νούμερο 1 της Βρετανίας αποκτώντας κι ένα βιντεοκλίπ που παίχτηκε πολύ, κάνοντας αναγνωρίσιμο τον Ισραηλινό ηθοποιό Guy Cohen. Ο οποίος προσωποποίησε τον "white guy" του άσματος, κοροϊδεύοντας όσους λευκούς ονειρεύονταν να γίνουν γκάνγκστερ με χιπ χοπ όρους, σε καιρούς που ούτε καν υποψιαζόμασταν την ανάδυση της trap κατάστασης των δικών μας ημερών.