Στην εκπνοή της δεκαετίας του 1970, δεν ήταν λίγες οι συμπτώσεις που συνωμότησαν ώστε να ωθήσουν τους Cockney Rejects στον αφρό των punk εξελίξεων στη Βρετανία. Εκεί δηλαδή που υπό "κανονικές" συνθήκες θα καταγράφονταν ως μια μάλλον δευτερότριτη μπάντα, η άμεση διασύνδεσή τους με την Oi! τάση και τη διαβόητη φήμη της, τους χάρισε ένα διαφορετικό στάτους –όπως και σε άλλα γκρουπ της εποχής– οδηγώντας τους ακόμα και στο Top of the Pops (έστω και για πολύ μικρό διάστημα).
Και είναι με αυτόν τον αμφιλεγόμενο μανδύα με τον οποίον έμειναν ντυμένοι, παρότι ο Micky Geggus πέταξε τους Νεοναζί skinheads έξω από τις συναυλίες (κυριολεκτικά) με τις γροθιές του, παρά τον πρόλογο που έγραψε κοτζάμ Morrissey στην αυτοβιογραφία του αδερφού του Jeff Geggus, παρά τα heavy metal πειράματα των 1980s. Έτσι, 45 χρόνια από την ίδρυσή τους –και σχεδόν 16 από την τελευταία φορά που βρέθηκαν στην Ελλάδα (Νοέμβριος 2007)– γέμισαν το "An Club" με ένα πλήθος παλαιότερων και νεότερων, που έδωσαν ενθουσιώδες παρών για την αποχαιρετιστήρια περιοδεία τους. Φαίνεται ότι ο πανδαμάτωρ Χρόνος άγγιξε ακόμα και τα πρωτοπαλίκαρα του East End, ρίχνοντάς τους συνάμα στη μεγάλη κολυμπήθρα των ορίτζιναλ punk αναμνήσεων, όπου ξεθώριασε με τον καιρό η Oi! συνισταμένη.
Στο "An Club" ακόμα έμπαινε κόσμος όταν ξεκίνησαν να παίζουν οι Antinörmals, ακριβώς στην ανακοινωμένη τους ώρα. Το set κράτησε γύρω στα 20 λεπτά, μα αποδείχθηκε σφιχτό και με σωστή αίσθηση οικονομίας. Όπως συμβαίνει βέβαια και με άλλες punk μπάντες του αθηναϊκού underground, αρκετά τραγούδια έτειναν να πνίγονται σε κάμποσο θόρυβο, μοιάζοντας υπερβολικά το ένα με το άλλο. Όμως το νεύρο του τραγουδιστή κράτησε επαρκώς τα μπόσικα και φώτισε τουλάχιστον ένα κομμάτι –το "Fading Light", από το πρώτο τους άλμπουμ One Hundred Thousand Shitty Days (2021)– αποτυπώνοντας ωραία την απέλπιδα οργή του στίχου "But reality cuts like a knife".
Τη σκυτάλη πήραν έπειτα οι Titz, για ένα εξίσου οικονομημένο set. Μάλιστα, παρά τα ζητήματα που αντιμετώπισαν με τον ήχο ήδη από το ξεκίνημα, δεν πτοήθηκαν διόλου: αντιθέτως, ρίχτηκαν σε μια μαχητική performance, βασισμένη στο ντεμπούτο τους Exiles (2019). Στη δε πορεία εξαπέλυσαν πραγματικά γερές κιθαριές, οι οποίες φάνηκαν να ελκύουν τον κόσμο (που είχε γεμίσει πια τον χώρο), καθώς παντρεύονταν πετυχημένα με μια άγρια αίσθηση της μελωδίας –ανά σημεία, μάλιστα, θύμιζαν ακόμα και τα πρώτα speed χρόνια του κεντροευρωπαϊκού metal. Έτσι, αν και η τραγουδοποιία τους δεν έδειξε να διαθέτει κάποια πραγματικά ξεχωριστή στιγμή, οι Πειραιώτες έπεισαν ότι έχουν δυνάμεις για περισσότερα.
Οι Cockney Rejects, στη συνέχεια, όχι μόνο δεν άργησαν να φανούν, αλλά μπήκαν και με τσαμπουκά. Ο ήχος, βέβαια, χρειάστηκε τις ρυθμίσεις του στο εναρκτήριο "We Were Never Bothered", μα οι εντυπώσεις ισοσταθμίστηκαν από το γεγονός ότι βλέπαμε ενώπιόν μας τη μπάντα με τα 3/4 της πιο κλασικής της σύνθεσης, αφού ο μπασίστας Vince Riordan επέστρεψε το 2015, μετά τον θάνατο του Tony Van Frater.
Στο άλλο άκρο η κιθάρα του Micky Geggus δρούσε ως στυλοβάτης του live, ενώ στα μετόπισθεν ο ντράμερ Joe Perry Sansome έδειξε γρήγορα γιατί αποτελεί πολύτιμη προσθήκη. Τα κελεύσματα, όμως, άνηκαν στον Jeff "Stinky Turner" Geggus. Ο οποίος με την τραγιάσκα του και το αμάνικο έπλαθε μια τυπική εγγλέζικη φιγούρα βγαλμένη από το East End, ενώ πηγαινοερχόταν ασταμάτητα στη μικρή σκηνή του "An Club" κινώντας τις γροθιές του σαν έτοιμος για αγώνα μποξ (ή για μπουνιές, όπως το έβλεπε κανείς).
Ως το "Paper Tiger" από τον πρόσφατο δίσκο Power Grab (2022) τα ηχητικά ζητήματα είχαν εν πολλοίς λυθεί και οι Cockney Rejects πυροδότησαν τον πρώτο ενθουσιασμό με το "We Are The Firm", κρατώντας σταθερά τον παλμό και το κέφι στη συνέχεια, είτε με γνώριμες στιγμές από το παρελθόν ("The Power And The Glory", "I'm Not A Fool"), είτε με πιο πρόσφατα κομμάτια, με το "I Love Being Me" π.χ. να αποτυπώνεται πολύ δυναμικά, ακόμα καλύτερα και από τη στούντιο εκδοχή του 2012. Ο πανηγυρικός τόνος κορυφώθηκε στο "East End", όπου άλλαξαν ρυθμικά την τοποθεσία σε "Athens", ως ένδειξη ευχαριστίας στο ελληνικό κοινό για την προσέλευση και τις επευφημίες –μια ευγενών προθέσεων κίνηση, που όμως χάλασε το τραγούδι.
Αυτή η κεκτημένη ορμή βοήθησε τη μπάντα να σταθεί και στη συνέχεια, όταν ο Stinky Turner φάνηκε να κουράζεται. Στιγμές δηλαδή σαν τα "Join The Rejects", "The Greatest Cockney Rip-Off" και κυρίως το "On The Streets Again" οριοθέτησαν μια λίγο-πολύ εμφανή "κοιλιά" όσον αφορά την απόδοσή του στο μικρόφωνο. Όμως και μόνο το άκουσμά τους αρκούσε για να κινητοποιήσει πολλούς παρευρισκόμενους, οι οποίοι απάντησαν ηχηρά, με τραγούδι και χορό.
Μικρό το κακό, λοιπόν, πόσο μάλλον που στο "War On The Terraces" ο Jeff Geggus ανέκτησε τη μανία του, παραδίδοντας μια εκτέλεση βουτηγμένη θαρρείς στο τεταμένο κλίμα μιας παλιάς και πιο έκρυθμης εποχής των αγγλικών γηπέδων. Ήταν ένα πολύ σωστό τάιμινγκ, καθώς η συναυλία όδευε πια προς φινάλε. Τελικά, πάντως, ως κορύφωσή της ήρθε το "I'm Forever Blowing Bubbles", παρά το "Oi! Oi! Oi!" που περίμενα προσωπικά πώς και πώς: νομίζω ότι, ερχόμενο αμέσως μετά τον ποδοσφαιρικό ύμνο της Γουέστ Χαμ, εκτελέστηκε βιαστικά και κάπως διεκπεραιωτικά. Κι ας το τραγουδήσαμε από καρδιάς, με υψωμένες γροθιές.
Καληνυχτώντας, ο Stinky Turner μας τα μπέρδεψε, καθώς μας αποχαιρέτησε μεν, μα είπε κιόλας ότι ελπίζουν να μας ξαναδούν σύντομα. Κάτι που μπορεί να οφειλόταν σε κεκτημένη ταχύτητα, όμως άφησε αρκετούς με την εντύπωση ότι ίσως οι Cockney Rejects έχουν ήδη μετανιώσει που δήλωσαν ότι θα κρεμάσουν τα συναυλιακά τους παπούτσια. Σε κάθε περίπτωση, τους χαρήκαμε τους Λονδρέζους. Έστω κι αν δεν είναι, πια, εκείνα τα ζόρικα και ζορισμένα νιάτα που πέταγαν άγουρες και γοητευτικά άτσαλες φωτιές, εκεί στα τέλη των βρετανικών 1970s.