Το σποτ με τον Γιώργο Μαζωνάκη να ξεκινά μαθήματα γερμανικών ενόψει της συναυλίας των Rammstein στην Αθήνα έγινε βάιραλ κι επαινέθηκε ακόμα και από μουσικόφιλους που δεν ακούνε ούτε αυτούς, ούτε τον λαϊκό σταρ, γράφοντας, έτσι, τη δική του μικρή ιστορία στα συναυλιακά μας χρονικά. Στα οποία πολύ σπάνια βλέπουμε τόσο έξυπνες και (κυρίως) τόσο χιουμοριστικές διαφημίσεις.
Δεν είναι τυχαίο, ασφαλώς, ότι το τραγούδι που θέλει να μάθει ο Μαζωνάκης είναι το "Du Hast", το οποίο έσκασε σαν βόμβα το καλοκαίρι του 1997. Μπορεί να μην αναδείχθηκε σε μεγάλη επιτυχία έξω από την κεντρική Ευρώπη, όμως σάρωσε αισθήσεις, εντυπώσεις, καθώς και τα ελληνικά rock bars, δημιουργώντας μία από τις τελευταίες μεγάλες μαζικές συγκινήσεις του εγχώριου κοινού πριν την έλευση του ίντερνετ: στην "Πύλη" των Ιωαννίνων, λ.χ., ακριβώς απέναντι από το Κάστρο της πόλης, οι φοιτητές χτυπιούνταν δίχως αύριο όταν παιζόταν, άσχετα με τη μουσική που μπορεί να προτιμούσαν γενικότερα ή με το γεγονός ότι δεν καταλάβαιναν τι έλεγαν οι στίχοι.
Φυσικά, 27 χρόνια αργότερα, οι Rammstein δεν θα βρίσκονταν να κλείνουν το Ολυμπιακό Στάδιο, αναμένοντας χιλιάδες fans για τη βραδιά της Πέμπτης 30/5, εάν είχαν μείνει απλά στο "Du Hast". Δέκα καλοκαίρια πριν, μετείχα σε ένα υπέροχο επαγγελματικό ταξίδι στην πατρίδα τους, όπου ξεναγήθηκα στη γερμανική μουσική βιομηχανία, μαζί με συναδέλφους από διάφορες χώρες. Οι οικοδεσπότες έδιναν έμφαση σε νέα ονόματα που πίστευαν ότι θα κάνουν καριέρα εκτός συνόρων, αλλά στη στρογγυλή τράπεζα στο φινάλε τους είπα με κάθε ειλικρίνεια ότι κατ' εμέ δεν θα τα κατάφερναν, γιατί δεν είχαν τίποτα το γερμανικό. Και αντέτεινα το παράδειγμα των Rammstein, οι οποίοι άγγιξαν τη διεθνή rock δόξα με τον δικό τους τρόπο, επιβάλλοντας την ακατάληπτη σκληράδα της γερμανικής γλώσσας ακόμα και στο top-10 της Αμερικής, τόπο σταθερά αφιλόξενο για ευρωπαϊκά ονόματα.
Η ιστορία που προσπάθησα να διηγηθώ ξεκινούσε ασφαλώς από το "Du Hast", κυρίως, όμως, στεκόταν στο εκπληκτικό άλμπουμ "Mutter" (2001) και στα όσα το ακολούθησαν μέχρι τον δίσκο "Liebe Ist Für Alle Da" (2009), με ιδιαίτερη έμφαση στην παγοθραυστική συναυλία του Ιουλίου 2005 στη Νιμ της Γαλλίας, η οποία καταγράφηκε στο "Völkerball" (2006). Στεκόταν, δηλαδή, σε εκείνη την (περίπου) δεκαετία στην οποία οι Rammstein όχι μόνο γιγαντώθηκαν σε παγκόσμιο φαινόμενο, μα έμοιαζαν να καλπάζουν και σαν άπιαστη δύναμη της φύσης. Άσχετα με το αν πατούσαν (ή όχι) στο παράδειγμα των Γιουγκοσλάβων Laibach, άσχετα με το πόσο έπαιζαν (ή δεν έπαιζαν) με την industrial και metal αισθητική, άσχετα με το αν διέθετε υπόσταση ο όρος "neue deutsche härte", που αποπειράθηκε να βάλει ταμπέλα στη μουσική τους. Μάλιστα, πρόσθεσα και μια προσωπική πινελιά σε όλα αυτά, αποκαλύπτοντας αφενός ότι το "Mutter" αντηχούσε κάθε μέρα στα ακουστικά μου κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας, αφετέρου ότι "συνταξιοδοτήθηκα" από την πρώτη συναυλιακή γραμμή στο "Terra Vibe" της Μαλακάσας, τον Ιούνιο του 2010, αφού πρώτα ψήθηκα στις απίστευτες φωτιές της μπάντας κι αφού γεύτηκα τις κανονιές σαπουνάδας του Till Lindemann προς το πλήθος.
Όμως οι οικοδεσπότες μου πάγωσαν· έβλεπαν τους Rammstein ως μια πολύ αμφιλεγόμενη περίπτωση, η οποία, παρά τη μη αμφισβητούμενη δημοφιλία, είχε προξενήσει (και) σφοδρές αντιδράσεις. Στο μυαλό μου ήρθε, τότε, ένας κριτικός που είχε περιγράψει το "Mutter" ως "μουσική για να εισβάλλεις στην Πολωνία", τσακωμοί για το αν η παρέα των Till Lindemann, Richard Z. Kruspe, Paul Landers, Oliver Riedel, Christoph Schneider & Christian Lorenz έκλινε πολιτικά προς τη λάθος πλευρά της Ιστορίας και, φυσικά, ο κακός χαμός με το βιντεοκλίπ του "Pussy" (2009): το ότι κατέληξε να παίζεται μη λογοκριμένο μόνο σε πορνογραφικές πλατφόρμες, δεν αποτελούσε δείκτη ότι ακόμα και τούτοι οι über-προβοκάτορες το είχαν παραξηλώσει; Αργότερα, δε, οι κατηγορίες που αντιμετώπισε ο Lindemann για σεξουαλική συμπεριφορά στηριγμένη σε αθέμιτες μεθόδους έριξαν μια σκιά στο απυρόβλητο του γκρουπ, ακόμα κι αν αποσύρθηκαν, τελικά, σε νομικό επίπεδο.
Ωστόσο οι Rammstein, ακόμα κι αν έχουν και τις μελανές τους στιγμές, παραμένουν μια μπάντα παρεξηγημένη. Τα φοβερά τους βιντεοκλίπ, δηλαδή, δεν είναι μόνο μνημεία προβοκάτσιας, μα και τα πιο ενδιαφέροντα σε σημειολογία σε όλη τη Δυτική ποπ κουλτούρα, μαζί με εκείνα των Pet Shop Boys. Και, εμμέσως, δείχνουν πολλά για τα όσα σκέφτονται πραγματικά. Ο αλγόριθμος του Facebook, βέβαια, δεν έπιασε ποτέ τις αναφορές του "Ausländer" στο υποφωτισμένο αποικιακό παρελθόν της αυτοκρατορικής Γερμανίας –επιβάλλοντάς μου απαγορευτικό δημοσιεύσεων, όταν το πόσταρα. Ακόμα κι αυτός, πάντως, δεν κατόρθωσε να σταματήσει το κύμα διεθνών αναρτήσεων που συνόδευσε την έκδοση του "Deutschland": του σπουδαιότερου ύστερου τραγουδιού τους, το οποίο ευτύχησε να οπτικοποιηθεί με ένα συγκλονιστικά σκοτεινό και καυστικό σχόλιο στον ρου της γερμανικής ιστορίας, όπου η "Deutschland über allen" έλαβε το πρόσωπο της μαύρης Βερολινέζας ηθοποιού Ruby Commey, παιδί μεταναστών από το Τόγκο της πάλαι ποτέ Γερμανικής Αφρικής.