Η πόλη πνιγόταν (πάλι) στην αφρικανική σκόνη, ενώ, παράλληλα, πύκνωναν της βροχής οι στάλες, με αποτέλεσμα να εκδηλωθεί μια ανησυχία στο Facebook: θα διεξαγόταν, άραγε, η συναυλία του Θανάση Παπακωνσταντίνου στο "Κατράκειο" –η πρώτη από αυτές τις δέκα αθηναϊκές, που βγήκαν όλες sold out; Αλλά όσοι είχαμε αποφασίσει να φτάσουμε στη Νίκαια νωρίς, βλέπαμε ότι οι οιωνοί ήταν καλοί: ο ορίζοντας άνοιγε, ενώ ένα ουράνιο τόξο αναστάτωσε την πορεία της ουράς προς τον έλεγχο των εισιτηρίων, "υποχρεώνοντάς" το πλήθος να κόψει λίγο, ώστε να το θαυμάσει να ξεπροβάλλει πάνω από τις πασχαλιές στα πέριξ του θεάτρου.
Συνάμα, ωστόσο, γυρόφερνε και μια γκρίνια για το τι κάνει "ο Θανάσης" και τι δεν κάνει. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ας πούμε, είχε ήδη από μέρες φουντώσει μια συζήτηση τύπου τι εννοεί ο ποιητής, ορμώμενη από τις κρυπτικές του δηλώσεις για το "τέλος της Διονυσιακής περιόδου" –οι οποίες συνοδεύονται από μια παρένθεση με τη φράση "Αν και όταν επιστρέψω, το Απολλώνειο στοιχείο θα υπερτερεί". Η κουβέντα αυτή, λοιπόν, μεταφέρθηκε και σε διάφορα πηγαδάκια στο "Κατράκειο", όση ώρα περιμέναμε την έναρξη· στα οποία εκδηλώθηκε μια διάχυτη αγωνία. Θα αποσυρθεί από τις συναυλίες ο τραγουδοποιός από την Ελασσόνα, τώρα που διέβη τα 65 έτη; Η μήπως θα "καταντήσει σαν τους Πυξ Λαξ", όπως έλεγε μια κυρία πίσω μου, τρώγοντας τα πατατάκια της;
Η συναυλία που είδαμε σίγουρα δεν μας έκανε σοφότερους. Για μερίδα του κόσμου, μάλιστα, έγινε αφορμή εξακολούθησης της γκρίνιας, γιατί δεν θύμιζε τις καταστάσεις που είχαν ζήσει σε άλλες εμφανίσεις του τραγουδοποιού, τα τελευταία χρόνια. "Δεν τους άρεσε γιατί ήταν ο παλιός Θανάσης, χωρίς πολλά ντιριντάχτα" σχολίασε ο Θάνος, ο φωτογράφος μας. Και νομίζω ότι έχει δίκιο: ήδη από την αρχή, δηλαδή, όταν ολοκληρώθηκαν τα εναρκτήρια ορχηστρικά και πρωτοείδαμε τον Θανάση Παπακωνσταντίνου στην "Αγρύπνια", κάτι ήταν διαφορετικό, μα και απροσδιόριστα γνώριμο την ίδια στιγμή.
Ο τραγουδοποιός φαινόταν, ίσως, πεσμένος, μα η εντύπωση αυτή ήταν απατηλή, αν εξαιρεθεί ένας πόνος που τον ταλαιπωρούσε στο χέρι και τον εμπόδισε να παίξει όλα όσα, πιθανόν, ήθελε. Στην πραγματικότητα, όπως θα καταλαβαίναμε στη συνέχεια, άφησε το βάρος της βραδιάς να σηκωθεί από τα ίδια του τα τραγούδια και από τους επιλεγμένους ερμηνευτές του –τη Μάρθα Φριντζήλα, τον Γιάννη Λίταινα και τον Αλέξανδρο Κτιστάκη– επαναφέροντας επί σκηνής ένα πνεύμα που θύμιζε κάτι από τις Λαϊκεδέλικα εποχές. Ενίοτε κι από εκείνα τα μικρότερης κλίμακας λάιβ με τον Γιώργο Μιχαήλ, τα οποία φυλάσσονται ως θησαυροί στη μνήμη όσων τα παρακολουθήσαμε.
Κάτι τέτοιο, βέβαια, δεν θα ήταν δυνατόν να συμβεί δίχως πρωτοκλασάτους μουσικούς. Και ο Παπακωνσταντίνου ευτύχησε να έχει δίπλα του αυτούς ακριβώς που χρειαζόταν: Βάσω Δημητρίου (ηλεκτρική κιθάρα), Ανδρέας Πολυζωγόπουλος (τρομπέτα), Αποστόλης Γιάγκος (πλήκτρα), Γιώργος Αγγελάκης (τρομπόνι, ακορντεόν), Δημήτρης Μυστακίδης (ακουστική κιθάρα), Θανάσης Βόλλας (λαούτο, μπουζούκι), Κωσταντής Πιστιόλης (κλαρίνο, γκάιντα), Λεωνίδας Κυρίδης (μπάσο), Νίκος Δημηνάκης (σαξόφωνα) & Φοίβος Άνθης (ντραμς) συγκρότησαν ένα δεκαμελές σούπερ σχήμα, το οποίο συνεισέφερε εκπληκτικά παιξίματα, αναδεικνύοντας τις περίτεχνες ενορχηστρώσεις. Πράγμα που φάνηκε, σαν συναυλιακή δυναμική, στον "Τειρεσία", που προξένησε τις πρώτες έντονες δονήσεις κορμιών στην κατάμεστη πλατεία, κάνοντας και τις πρώτες πειρατικές σημαίες να ανεμίσουν, καθώς, έως τότε, ο πρωταγωνιστής της βραδιάς είχε επενδύσει τον επί σκηνής χρόνο στο πιο βραδυφλεγές "Σαν Αστραπή".
Κάπως έτσι, λοιπόν, η σκυτάλη πέρασε στη Μάρθα Φριντζήλα, η οποία "λούστηκε" κατόπιν σε υποβλητικά μωβ φώτα για να πει θαυμάσια την "Περσεφόνη", κορυφώνοντας στο "ωχ, ωχ, ωχ, γαμώ το πορτοφόλι μας", όπου και τη συνόδευσε πρόθυμα μέρος του κόσμου. Στη συνέχεια, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου πήρε το μικρόφωνο για να πει δυο λόγια για τις ιταλικές αναφορές που του αρέσει να βάζει στα τραγούδια του, προλογίζοντας, έτσι, το "Ασπρομόντε". Όπου, όμως, έλειψε η φωνή του Διονύση Σαββόπουλου, ο οποίος είναι ο ιδανικός του εκτελεστής, παρά τη χλιαρή υποδοχή που βρήκε η συνεργασία του αυτή με τον Παπακωνσταντίνου.
Σιγά-σιγά, εντωμεταξύ, είχαν φανεί επί σκηνής και ο Αλέξανδρος Κτιστάκης με τον Γιάννη Λίταινα, πρώτα ως χορωδοί στα δεύτερα φωνητικά, ύστερα με τους προβολείς να πέφτουν πάνω τους. Ο Κτιστάκης, ας πούμε, πήρε επ' ώμου ένα ακόμα από τα σαββοπουλικά κομμάτια του "Σαμάνου" (το "Αυτό"), τραγουδώντας το στεντόρεια και καθηλωτικά, ενώ ο Λίταινας ξαναξεσήκωσε το σχετικά ήρεμο πλήθος λέγοντας τα "Είχα Τον Κήπο Της Εδέμ" και "Ζητιανόξυλο". Και πάλι, όμως, αισθάνθηκα να λείπει ο Σωκράτης Μάλαμας: παρά το πάθος του Λαρισαίου ερμηνευτή, υπήρχε κι ένας λεονταρισμός που στα δικά μου τουλάχιστον αφτιά δεν έκατσε πολύ καλά. Στο "Έρημα Κορμιά", όμως, άκουσα τον Λίταινα να τραγουδά ωραία παρέα με τη Φριντζήλα, με τον κόσμο να παίρνει φωτιά και να βροντοφωνάζει "έρημα κορμιά, μελτέμια και θρακιάδες, άλλοτε είστε ευλογιά κι άλλες φορές μπελάδες". Κι αυτό δεν ήταν τίποτα, τελικά, μπροστά στις αντιδράσεις που πυροδότησε το "Όταν Χαράζει", παρότι ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου το προσέγγισε με έναν εσωτερικό τρόπο, ο οποίος δεν προσφερόταν για πολλά-πολλά πανηγύρια.
Τα πανηγύρια θα ξεσπούσαν λίγο πιο μετά, όταν ο Λίταινας ρίχτηκε στο "Σκουλαρίκι", το οποίο προξένησε μεγάλη έκρηξη στην πλατεία, που εκδηλώθηκε με χέρια ψηλά, μαζικά μπουγέλα και εκστατικό τραγούδι, με το κλίμα αυτό να κρατά και για τον "Σιμούν", που τον είπε ο ίδιος ο Παπακωνσταντίνου. Εκεί, μάλιστα, άρχισαν να ακούγονται και τα πρώτα συνθήματα για "λευτεριά στην Παλαιστίνη", τα οποία θα πύκνωναν αργότερα, δονώντας το "Κατράκειο" απ' άκρη σ' άκρη. Η σκυτάλη, εντωμεταξύ, ξαναβρέθηκε στα χέρια της Φριντζήλα για μια συγκλονιστική απόδοση του "Φεϊρούζ", η οποία μετριέται ανάμεσα στις λαμπρότερες στιγμές της βραδιάς –κι ας φρέναρε τους χορούς και τα σχετικά. Ήταν για λίγο, άλλωστε, αφού σύντομα το θέατρο άρχισε πάλι να τραγουδά εκστασιασμένο για το τι συμβαίνει στον κόσμο "όταν φιλιούνται δυο", σιγοντάροντας την "Ηλιόπετρα". Το δε πράγμα είχε και συνέχεια, αφού ανάλογος χαμός έγινε έπειτα για το "Στην Αμερική" (που αποδόθηκε εξαίσια), για την "Ανδρομέδα", αλλά και για την "Ουρά Του Αλόγου", με τον Κτιστάκη να ξαναπαίρνει τα ηνία της συναυλίας, οδηγώντας το πλήθος σε πανζουρλισμό.
Η "Ουρά Του Αλόγου", τώρα, οδήγησε και στην ...ουρά της συναυλιακής διάρκειας, όπου υπήρχαν κι άλλες εκπλήξεις. Οι των πανηγύρεων, βέβαια, μάλλον υποτίμησαν το "Του Έρωτα Και Του Θανάτου", όπου η Φριντζήλα πρόσφερε μία ακόμα αριστοτεχνική ερμηνεία, μέσα σε μπλε και κόκκινα φώτα. Όμως τα έδωσαν όλα όταν πήρε το μικρόφωνο ώστε να αλωνίσει λίγο –"για να μη νομίζετε ότι δεν έχω σκηνική παρουσία", είπε αστειευόμενη– τραγουδώντας το "Κομμωτριάκι". Στο τέλος του, μάλιστα, αναλύθηκε σε ένα φοβερό freestyle, όπου ανακάτεψε, μεταξύ άλλων, το "Ne Μe Quitte Pas" με το "Hasta Siempre, Comandante" κι ένα αυτοσχέδιο "free Palestine" rap, το οποίο έφερε καινούριο παλιρροϊκό κύμα ιαχών και ζητωκραυγών. Ακολούθως, ο Λίταινας επανακορύφωσε με μια μαξιμαλιστική προσέγγιση στο "Μιλώ Για Σένα", πριν οδεύσουμε για φινάλε, με τη Φριντζήλα να στέκεται δίπλα στον Παπακωνσταντίνου για τα "Κάλαντα", εκείνον να λέει υπέροχα τον αγαπημένο "Πεχλιβάνη" και τους δυο τους να κλείνουν παρέα με τον "Διάφανο", μέσα σε χαλασμό από παλαμάκια και φωνές.
Σημειολογικά σημαντικό, εντωμεταξύ, πως καπνογόνα είδαμε μόνο στον "Πεχλιβάνη", σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε τα τελευταία (αρκετά) χρόνια στις συναυλίες του τραγουδοποιού, όπου το φαινόμενο είχε προκαλέσει δυσφορία και οργισμένες αντιπαραθέσεις –παρατήρηση που επαναφέρει στο τραπέζι τις αινιγματικές δηλώσεις περί φινάλε Διονυσιακής περιόδου και τι μέλλει γενέσθαι. Προσωπικά, πάντως, δεν ένιωσα ότι ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου μας αποχαιρετά. Περισσότερο είδα να ξαναβάζει στη θέση τους ορισμένα πράγματα, θυμίζοντας (προς πάσα κατεύθυνση) ότι το έργο του, παρά τη δεδομένη εξωστρέφεια και τις ρίζες του στη χορευτική πλευρά της εγχώριας παράδοσης, είναι κάτι πιο βαθυπελαγικό. Με ένα έντονο στίγμα ατομικότητας να συντροφεύει σταθερά την όποια λαϊκότητα, τονίζοντας ό,τι περιέγραψε εξαίσια ο Αντώνης Ξαγάς: "αναχωρητής εκ πεποιθήσεως και παρατηρητής εξ αποστάσεως, με άλλους ρυθμούς, τρόπους σκέψης, ρόλους και κυρίως χρόνους, πέρα από εξιδανικευμένα αντιθετικά δίπολα, με ένα βλέμμα που δεν φοβάται την νοσταλγία, μεταφυσικά ορθολογικό".
Εν κατακλείδι, θα γράψω απλά μια εκτίμηση, ότι η όλη συζήτηση αφορά, μάλλον, τον επανακαθορισμό της σχέσης του με μια κοινότητα ακολουθητών (η οποία τέμνεται με εκείνη των ακροατών του Σωκράτη Μάλαμα και του Γιάννη Χαρούλη, καλώς ή κακώς), που σίγουρα του χάρισε "απρόσμενη ανταπόκριση και αγάπη", μα ενίοτε θέλησε/απαίτησε και μια κολακεία που δεν ταίριαζε ούτε στα χνώτα του, ούτε στον κόσμο των καλύτερων τραγουδιών του. Ως εκ τούτου, συναυλίες σαν αυτήν στο "Κατράκειο" τηρούν σαφείς αποστάσεις από τον χουλιγκανισμό που έχει παρεισφρύσει στις ζωντανές του εμφανίσεις και, παράλληλα, επαναφέρουν το πράγμα στο αντάμωμα των Λαϊκεδέλικα καιρών –κυκλώνοντας, πράγματι, μια ολόκληρη εποχή. Το πώς θα αναπροσδιοριστεί στο εξής ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου είναι μια διαφορετική συζήτηση, με μόνη σίγουρη, καθώς φαίνεται, την επιθυμία του για ένα πιο Απολλώνιο πρόσημο.