Μια σπουδαία, μα και δύσκολη βραδιά. Αυτά τα λόγια διάλεξε ο Δημήτρης Σινάνογλου για να καλωσορίσει το κοινό στο ΙΛΙΟΝ plus, εξηγώντας ότι οι Αλκμάν είχαν σχεδόν 20 μήνες να παίξουν μαζί –ελέω της πανδημίας– οπότε χαίρονταν πολύ την επιστροφή τους στη σκηνή.
Την αφορμή για τη συγκεκριμένη συναυλία έδωσε ο φετινός, δεύτερος δίσκος τους Ξανά Και Ξανά, που έλαβε δικαιωματικά τη μερίδα του λέοντος στο πρόγραμμα που ακούσαμε. Το οποίο ξεκίνησε εντυπωσιακά με το "Έπεσε Χάμω Το Ψωμί", ξετυλίγοντας όχι μόνο τα γνώριμα ατού των Αλκμάν, αλλά και το πόσο εξελίχθηκαν στα χρόνια που μεσολάβησαν από το ντεμπούτο του 2016 Στην Πόλη Ανήκω. Δεν ήξερες δηλαδή αν είχες μπροστά σου μια μπάντα που ήταν κάποτε ροκ μα στην πορεία βούτηξε στα δημοτικά ή ένα γκρουπ το οποίο ξεκίνησε ως παραδοσιακό, πριν το κερδίσουν συν τω χρόνω οι ηλεκτρισμένοι ήχοι της Εσπερίας των δεκαετιών του 1980 και 1990.
Περισσότερο πλεγμένο παρά μπλεγμένο, γοητευτικώς αξεδιάλυτο και αδιαπραγμάτευτα ντόπιο, το χαρμάνι των Αλκμάν άνθισε μπροστά στα μάτια και στα αυτιά μας χάρη στις λεπτοδουλεμένες ενορχηστρώσεις και στα επιβλητικά φωνητικά του Κυριάκου Καραμπερόπουλου. Στους "Σουλιώτες", μάλιστα, η βραδιά άγγιξε ένα πρώιμο οπτικοακουστικό ζενίθ καθώς τα θαυμάσια παιξίματα και οι καλλικέλαδες διφωνίες στεφανώθηκαν από τις εικόνες που προβλήθηκαν πίσω από τη μπάντα, φέρνοντας τους φουστανελοφόρους του 1821 δίπλα στους ήρωες των δικών μας ημερών –τους γιατρούς στη διάρκεια της πανδημίας– αλλά και μια φιγούρα που θα μπορούσε να αναπαριστά τη θρυλική Λένω Μπότσαρη πλάι στη Μάγδα Φύσσα. Πάνω όμως σε αυτήν ακριβώς την υψηλή κορυφή, η συναυλία έχασε την περπατησιά της.
Οι διασκευές σε παραδοσιακά άσματα των Δωδεκανήσων και της Θράκης δεν κατάφεραν να εκμεταλλευτούν το κλίμα που δημιούργησαν οι "Σουλιώτες", ενώ η ανάληψη των κυρίως φωνητικών από την Αθηνά Τασούλα δεν λειτούργησε πειστικά. Το φρέσκο "Μεσανατολικό", για το οποίο ήρθε και ο Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης στο πίσω μικρόφωνο, δεν βοήθησε την κατάσταση –παρά τις καλές προθέσεις, θα το συγκατάλεγα στις πιο αδιάφορες δημιουργίες των Αλκμάν– ενώ η ωραιότητα της "Ηλιαχτίδας" σε άφηνε να αναρωτιέσαι πόσο άραγε θα είχε αναδειχθεί μέσω μιας συνεργασίας με την Ελευθερία Αρβανιτάκη ή με τη Μελίνα Κανά: η Τασούλα, μια αναμφίβολα πολύτιμη μονάδα όσον αφορά τις διφωνίες και τα παιξίματα σε μελόντικα, μεταλλόφωνο και κρουστά, δεν μπόρεσε να προσφέρει όσα του έπρεπαν.
Όπως βέβαια θα περίμενες από μια μπάντα με τη δική τους εκτελεστική δεξιοτεχνία, οι Αλκμάν δεν άργησαν να ξαναβρούν το χαμένο νήμα της συναυλίας. Καραμπερόπουλος, Σινάνογλου, Τασούλα, μαζί με το βιολί του Δημήτρη Καζάνη, τα ντραμς του Βαγγέλη Κοτζάμπαση και το ηλεκτρικό μπάσο του Κώστα Αρσένη, έβαλαν τα πράγματα σε εκ νέου τροχιά στο δεύτερο μισό της βραδιάς. Εδώ ήταν λ.χ. που άναψαν τα κέφια ανάμεσα στα τραπέζια κι εδώ που απολαύσαμε την κρυστάλλινη φωνή της (όλο και καλύτερης μέσα στα χρόνια) Μαρίας Παπαγεωργίου, η οποία ανέβηκε επί σκηνής για να πει ντουέτο με τον Καραμπερόπουλο το "Μου Μίλησε Ένα Γιασεμί".
Αν υπήρξαν σκαμπανεβάσματα ενδιαφέροντος στη ροή του δεύτερου μέρους, οφείλονταν μάλλον στη σειρά με την οποία παίχτηκαν ορισμένες επιλογές, παρά σε άλλους παράγοντες. Εφόσον έχεις δηλαδή στο ρεπερτόριό σου μια τραγουδάρα σαν το "Λάκκα Δωδώνη", χρειάζεται ιδιαίτερη μέριμνα για την τοποθέτησή του, γιατί η συγκινησιακή του δυναμική μπορεί απλά να εξαερώσει οτιδήποτε ακολουθήσει. Στο ΙΛΙΟΝ plus, ας πούμε, μετά από μια σπουδαία εκτέλεση του εν λόγω κομματιού, μου ήταν προσωπικά αδύνατον να επικοινωνήσω με τη "Ντίνα", που ενδεχομένως θα άκουγα πιο ευχάριστα σε διαφορετικό σημείο της βραδιάς: ο απόηχος της ερμηνείας του Καραμπερόπουλου, η οποία κουβάλησε μουσικές μνήμες ριζωμένες στα βάθη των Βυζαντινών αιώνων, με είχε αφήσει αποσβολωμένο.
Ανάμεσα σε αυτά τα συν και πλην έμεινε πάντως μια ωραία βραδιά, η οποία μέτρησε και το μπόι των Αλκμάν στα νυν μουσικά πράγματα. Σίγουρα δεν έχουν όλες τις απαντήσεις γύρω από τον ήχο που εξερευνούν και προτείνουν, ο οποίος εσχάτως έχει μάλιστα πυκνοκατοικηθεί, παρά τα εκτός συναγωνισμού ορόσημα του Διονύση Σαββόπουλου, του Νίκου Παπάζογλου και του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Ο δεύτερος δίσκος, επιπλέον, αφήνει ίσως μια εκκρεμότητα ως προς το αν θα κατορθώσουν να αντισταθούν στην ευθυγράμμιση με το νεοπαραδοσιακώς έντεχνο φασόν της εποχής. Ωστόσο στο ΙΛΙΟΝ plus απέδειξαν ότι παραμένουν μια παρέα με ευδιάκριτες και σημαντικές δυνατότητες, που δουλεύει σε έναν ακομπλεξάριστα ανατολικομεσογειακό άξονα μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Καλύτερους "χρησμούς" για το τι μέλλει γενέσθαι, δεν θα βρείτε.