Το κοινό που ούτε γέμισε το "Gagarin", μα ούτε και λίγο ήταν ώστε να του άρμοζε κάποιος από τους μικρότερους συναυλιακούς χώρους της πόλης, πρόσμενε τον David Eugene Edwards σαν οικείο, αγαπημένο πρόσωπο. Άλλωστε, αν και παραβρέθηκαν και νεότερες ηλικίες, οι περισσότεροι ήταν άνθρωποι που μεγάλωσαν παράλληλα με τα 30+ χρόνια της μουσικής του πορείας. Ταυτόχρονα, όμως, παρατηρούσες κι έναν δισταγμό· ένα μάγκωμα. Ίσως γιατί έχουμε μάθει να τον υποδεχόμαστε ως Wovenhand ή και ως 16 Horsepower (παλιότερα), οπότε δεν ξέραμε τι ακριβώς να περιμένουμε τώρα που ερχόταν απλά με το όνομά του. Επιπλέον, οι περισσότεροι είχαμε συνείδηση –άλλοι λιγότερο, άλλοι περισσότερο– της μιας κάποιας δημιουργικής κάμψης που χαρακτηρίζει τους δίσκους του, από τους πειραματισμούς του "Star Treatment" (2016) και μετά.
Στο τέλος της βραδιάς, ωστόσο, όλα αυτά τα μικρά σύννεφα είχαν διαλυθεί και ο κόσμος χειροκροτούσε θερμά, με φανερό ενθουσιασμό: τα χρόνια αναντίρρητα κυλούν, ο David Eugene Edwards αλλάζει στη διάρκειά τους (όπως αλλάζουμε κι εμείς), μα παραμένει μεγάλος μάστορας της ξεχωριστής του τέχνης. Ένας πολυπράγμων τραγουδοποιός, που έχει πάντα κάτι ενδιαφέρον να πει για την υπαρξιακή περιπλάνηση του Ανθρώπου και για τα σκοτάδια στα οποία μπορεί να βυθιστεί ο βίος του. Ειδικά αν τον διάγει στην ενδοχώρα των Ηνωμένων Πολιτειών, σε εκείνες τις μικρές, φαινομενικά ήσυχες κωμοπόλεις όπου διαδραματίζονται συχνά τα έργα του Στίβεν Κινγκ ή διηγήματα με ακόμα σαφέστερο american gothic χαρακτήρα, σαν π.χ. τη "Λοταρία" της Shirley Jackson (1948).
Πριν από όλα τούτα, ωστόσο, υπήρχε μία έκπληξη: 8 χρόνια μετά την αποχαιρετιστήρια συναυλία τους ("An Club", 2016), οι Mani Deum –μπάντα αναφοράς για τη μικρή κοινότητα μουσικόφιλων που ακολούθησε τις νεότερες εκδοχές των εγχώριων "σκοτεινιασμένων" rock διαδρομών– βρέθηκαν και πάλι μαζί, αναλαμβάνοντας το support της βραδιάς στο "Gagarin". Όχι σε μόνιμο reunion, αλλά έτσι για μία ακόμα φορά, προς τιμήν του David Eugene Edwards, που λογίζεται ανάμεσα στις κύριες επιρροές τους. Και με διαφορετικές διαθέσεις, επίσης, από όσες θυμούνταν οι παλιοί φίλοι, αφού στόχος, τώρα, ήταν να παρουσιάσουν τα τραγούδια τους σε ένα ειδικά σχεδιασμένο ακουστικό set, με πιο ηλεκτρονική/ambient ταυτότητα.
Για τις ανάγκες αυτές, λοιπόν, ο Μάνος Καρακατσάνης βρέθηκε στα synths, στα drones και στο γενικότερο sound design –διατηρώντας και καθήκοντα τραγουδιστή, ασφαλώς– ο Peri Ayan έμεινε στη γνώριμή του θέση (ακουστικές κιθάρες, φωνή), ενώ ως τρίτο μέλος εμφανίστηκε ο φίλος του σχήματος Μέμος Πιλαφτσής, αναλαμβάνοντας την ηλεκτρική κιθάρα, αλλά και διάφορα πετάλια.
Το αποτέλεσμα ήταν αρκούντως οικείο, μα και αρκούντως διαφορετικό από ό,τι περιέγραψε κάποτε ο Άρης Καραμπεάζης με τον όρο "death & roll", όπως έγινε φανερό ήδη από την έναρξη του set με το "The Room Falls Silently". Η επιδιωκόμενη ακουστική και ambient πλεύση ταίριαξε σε κομμάτια σαν τα "Bourbon Bedtime Story", "Summer Ocean Death" και "Love Like Berlin", καθώς διατήρησε τη ρομαντική τους σκοτεινιά, φωτίζοντάς την, όμως, από μια διαφορετική οπτική γωνία. Η τελευταία, ασφαλώς, ωφελήθηκε ιδιαιτέρως και από τα ωραία φωνητικά, τα οποία διέθεταν φροντισμένο εκφραστικό βάθος, που έδεσε πετυχημένα με τα πιο ηλεκτρονικά στοιχεία. Ως το φινάλε με το "The Light Inside" άπαντες στο "Gagarin" είχαν μείνει ικανοποιημένοι, επιβραβεύοντας τους Mani Deum με ηχηρά παλαμάκια.
Ο πρωταγωνιστής της βραδιάς, τώρα, βγήκε ακριβώς στην ανακοινωμένη ώρα, με το καλά "ζεσταμένο" κοινό να τον υποδέχεται με αγάπη, μα να σιωπά κατόπιν, βουλιάζοντας πρόθυμα στους ρυθμούς του "Hutterite Mile" των 16 Horsepower. Ο Edwards, βέβαια, το έπαιξε αρκετά αλλαγμένο, χρησιμοποιώντας το σαν γέφυρα μεταξύ του τιμημένου παρελθόντος και των πιο αμφιλεγόμενων ανησυχιών του τώρα, όσων έθρεψαν το άλμπουμ "Hyacinth" (2023) για το οποίο και περιοδεύει. Ορισμένες ενστάσεις, λοιπόν, ίσως διατηρήθηκαν στο πέρας του κομματιού, πάντως δεν άργησαν να σκορπιστούν στο άκουσμα των "Seraph" και "Celeste", καθώς ο Αμερικανός με το καουμπόικο καπέλο και τα γυαλιά ηλίου έδινε τον καλύτερό του εαυτό, χαρίζοντάς τους αίγλη ανώτερη της στουντιακής: χωρίς πολλά-πολλά, μας παρέσυρε σε εκείνο ακριβώς το βελούδινο έρεβος που προσδοκούμε από τις καταθέσεις του και τις ζωντανές του εμφανίσεις.
Αρωγός του στάθηκε το video wall, όπου παρέλασε ένα πλήθος υπνωτικών και μυσταγωγικών εικόνων, που έδεσαν άψογα με τον χαρακτήρα των τραγουδιών, ενισχύοντας τη "σαμανική" αίσθηση την οποία αποπνέουν. Το οπτικό αυτό μέρος είναι δουλειά του Γάλλου Dehn Sora (γνωστού, ίσως, σε κάποιους ως Treha Sektori), ο οποίος στάθηκε μοναδικός επί σκηνής συνοδοιπόρος του Edwards, συνεισφέροντας μπάσο, κρουστά, δεύτερα φωνητικά και άλλους ήχους, που παντρεύτηκαν αρμονικά με την πρωταγωνιστική κιθάρα, ενίοτε και με ένα ηλεκτρικό μπάντζο, το οποίο πρόσφερε απολαυστικές πινελιές ενός "σπασμένου" country rock στιλ. Στα συν της εμφάνισης, πάντως, καταχωρούνται και τα φώτα του "Gagarin", αφού οι κόκκινες, πορτοκαλί ή πράσινες χιαστί δέσμες τους ενίσχυσαν την απόκοσμη ατμόσφαιρα της συναυλίας.
Μία ακόμα επιλογή από τα χρόνια των 16 Horsepower, το "Outlaw Song" έβαλε την πρώτη αισθητή φωτιά στις αντιδράσεις του κόσμου, που έγιναν ακόμα θερμότερες όταν έφτασε η ώρα για το "Kingdom Of Ice" των Wovenhand. Άλλες στιγμές, βέβαια –π.χ. το "Apparition" ή το "Bright Boy"– ίσως απαιτούσαν ένα κλικ διασύνδεσης παραπάνω για να λειτουργήσουν το ίδιο αποτελεσματικά. Ωστόσο ο Edwards πέτυχε αβίαστα το απαιτούμενο άλμα, καθηλώνοντας και σε στιγμιότυπα σαν το "Hyacinth" και το "Lionisis", στα οποία χάρισε μια υπερβατική υπόσταση, κάπου μεταξύ american gothic, blues και αποδομημένης country.
Στη συνέχεια, η βραδιά ανέβασε στροφές χάρη στην περαιτέρω παρουσία Wovenhand ρεπερτορίου ("The Speaking Hands", "All Your Waves"), με την τελική έκρηξη να σημειώνεται στο encore, όπου το "Whistling Girl" των Wovenhand, αλλά και το "Horse Head Fiddle" από 16 Horsepower ώθησαν το συγκεντρωμένο πλήθος σε ζητωκραυγές και χειροκροτήματα. Κι όχι από κεκτημένη ταχύτητα, αφού αποδόθηκαν υπέροχα, με την ένταση, την εμμονή, και την υπόκωφη βροντή που τους έπρεπε. Κάπως έτσι, λοιπόν, επαναπροσδιορίστηκε μα και ξανασφραγίστηκε η σχέση που έχουμε αποκτήσει με τη μουσική αυτού του ιδιότυπου τροβαδούρου σε τούτη τη γωνιά της ανατολικής Μεσογείου. Ακόμα κι αν πεθυμήσαμε, ίσως, κάτι άγρια "Not One Stone" στιγμιότυπα, τότε που στριμωχνόμασταν για χάρη του στο sold out "An Club" του 2009.