Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να γνωρίσει κανείς τη Νικόλ Σαραβάκου, νομίζω, από το να τη δει πάνω στη σκηνή. Διότι μια ματιά σε διάφορα δημοσιεύματα δεν αποκαλύπτει τίποτα το ουσιαστικό. Το μόνο που μαθαίνεις, δηλαδή, περιορίζεται στο ότι είναι γενικώς και αορίστως "ταλαντούχα": μια κενή επισήμανση, σε μια εποχή όπου όλοι λιβανίζονται ως ταλαντούχοι και σπουδαίοι. Έπειτα, σε ένα κρεσέντο χαμηλότατου δημοσιογραφικού επιπέδου, το πράγμα ρέπει συνήθως στο κουτσομπολίστικο γύρω από τους διάσημους γονείς της, χωρίς την παραμικρή περαιτέρω αναφορά στη φωνή της, στους στίχους της, στα τραγούδια που έχει καταθέσει στη δισκογραφία. Το μόνο που φαίνεται να ενδιαφέρει είναι κάποια ατάκα για τον πατέρα της –τον ποδοσφαιριστή Δημήτρη Σαραβάκο– ή το τι φόρεσε στην τάδε κοσμική έξοδο με τη μητέρα της, τη στιχουργό Βίκυ Γεροθόδωρου.
Κάνοντας "Βόλτα στο Άλσος", πάντως, ακόμα κι αν παρατήρησες όσους έσπευσαν να φωτογραφηθούν με τον Δημήτρη Σαραβάκο μόλις μπήκε στον χώρο, είναι σε αυτά ακριβώς τα στοιχεία όπου στέκεσαι, ξεχνώντας τον άσκοπο γύρω-γύρω "θόρυβο": στη φωνή της, στους στίχους της, στα κομμάτια της. Σε ένα αποτύπωμα, δηλαδή, που αναδεικνύει την Αθηναία τραγουδοποιό ως υποσχόμενη φρέσκια δύναμη στο ελληνικό πεντάγραμμο. Ακόμα κι αν δεν λειτούργησαν όλα· ακόμα κι αν έγιναν και επιλογές αμφιλεγόμενες, οι οποίες κατέληξαν να θολώσουν το στίγμα που (φαίνεται να) επιθυμεί να εκπέμψει.
Παίρνοντας θέση πίσω από το μικρόφωνο του "Άλσους", μπροστά από τους μουσικούς που ανέλαβαν να τη συνοδεύσουν –Βασίλης Θεοδωράκογλου (πλήκτρα), Δημήτρης Χριστοδουλόπουλος (ηλεκτρική κιθάρα), Γιάννης Γρηγορίου (μπάσο), Μάκης Αλεφραγκής (ντραμς) & Δημήτρης Μπουρνής (βιολί)– η Νικόλ Σαραβάκου ξεκίνησε με αφοπλιστικά γλυκόπικρο τρόπο, λέγοντας το "Βόλτα Στην Πόλη". Κι ακολούθησαν κι άλλα δικά της τραγούδια, σαν τα "Θέλω", "Στην Πόλη Της Ταχύτητας", "Σόλο" και "Συνταγή". Τα οποία αποτύπωσαν μια δημιουργική φλέβα που αρέσκεται να τριγυρνά στο επίκαιρο αστικό πεδίο, φιλτράροντάς το μέσα από μια ματιά γυναικεία και συνάμα νεανική, που συγγενεύει τόσο με τους τρόπους του Φοίβου Δεληβοριά, όσο και με μια κολεγιακή pop/rock αισθητική αμερικάνικης κοπής. Όλα τους, δε, στάθηκαν στιγμιότυπα που τα υπερασπίστηκε με πειθώ, τραγουδώντας ζεστά και ψυχωμένα, έστω κι αν ορισμένοι στίχοι έμειναν μάλλον μετέωροι εν μέσω της γενικότερης αισθητικής πλεύσης, σαν εκείνο π.χ. το "Κι αν έρθουν μπάτσοι θα νικήσω στην τρεχάλα": αυτό που βλέπεις κι ακούς, δηλαδή, δεν συνάδει επουδενί με ένα τέτοιο σκηνικό.
Διαθέτοντας λιγοστό δικό της υλικό, βέβαια, η τραγουδοποιός αποπειράθηκε να εμπλουτίσει το πρόγραμμα με διασκευές. Κι εδώ παρατηρήθηκε ένα πρώτο ξεχαρβάλωμα της συνοχής της συναυλίας. Προλογίζοντας το "Σόλο", ας πούμε, μας είπε ότι βρίσκει "πολύ mainstream" το να γράφεις τραγούδια για τα αγόρια της ζωής σου. Αμέσως μετά, όμως, μας είπε τη "Λόλα" και το "Δεν Ζητάω Πολλά", αφήνοντάς με να αναρωτιέμαι αν στο μυαλό της ο Κωστής Μαραβέγιας φαντάζει όντως ως κάτι το alternative. Σε μια πιο πανοραμική παρατήρηση, επίσης, δεν διάλεξε τίποτα το ψαγμένο, υποφωτισμένο ή έστω πιο δύσβατο: όλες οι διασκευές της κινήθηκαν στην πεπατημένη των έντεχνων ραδιοφώνων, ποντάροντας σε στιγμές που ακούς πολύ συχνά σε αυτά. Ακόμα κι όταν έκανε μια στάση στον Αλκίνοο Ιωαννίδη, για παράδειγμα, διάλεξε την εύκολη ευθεία της "Αγοράς Του Αλ Χαλίλι", αντί για κάτι πιο "αγκαθωτό", σαν π.χ. το "Ζήνωνος". Στοιχείο που βαθαίνει τη συζήτηση περί mainstream και alternative, γιατί ακόμα κι αν δεχτούμε την παντοκρατορία των μπουζουκιών στην Ελλάδα, χωράει πολλή κουβέντα για το αν έχουμε ή δεν έχουμε διαφορετικές όψεις του ίδιου, κατά βάση, mainstream.
Πέρα από τη διάσταση αυτή, πάντως, η Σαραβάκου τήρησε ορθές ισορροπίες στο πρώτο μέρος της εμφάνισής της στο "Άλσος". Μπορεί κανα-δυο στιγμές να της διέφυγαν και φωνητικά και ως προς το απαραίτητο βίωμα (π.χ. τα "Λαϊκά" της Άλκηστης Πρωτοψάλτη, όπου εκείνο το "χωρίς επιστροφή" στο φινάλε ήχησε κούφιο), μπορεί κάποιες φορές να ερμήνευσε λίγο πιο στημένα και "επίσημα" απ' όσο χρειαζόταν (λ.χ. στο "Νερό Στη Βάρκα"), όμως τέτοια πράγματα είναι και φυσικά και αναμενόμενα, ειδικά από μια νέα παρουσία, που ακόμα αναζητεί τον βηματισμό της. Περισσότερη σημασία είχε το γεγονός ότι τραγούδησε αξιοθαύμαστα και από καρδιάς τα "Στερεότυπα" της Δήμητρας Γαλάνη, δένοντάς τα όμορφα με το δικό της "Αγάπες Των Μετρό", ότι βρήκε έναν προσωπικό τρόπο να προσεγγίσει τη "Μπόσα Νόβα Του Ησαΐα" και το "Είναι Εντάξει Μαζί Μου" και ότι υπήρξε αληθώς καθηλωτική στο "Εγώ Σ' Αγάπησα Εδώ", επικοινωνώντας άριστα με το συναίσθημα του κομματιού.
Αυτό που τελικά εκτροχίασε τη βόλτα στο ιστορικό θέατρο της Ευελπίδων ήταν η έλευση του Στέλιου Ρόκκου ως καλεσμένου της βραδιάς: ενός καλλιτέχνη που συνδέεται μεν φιλικά με τη μητέρα της τραγουδοποιού, μα εξαρχής δεν φάνταζε ταιριαστός στο κλίμα που είχε δημιουργηθεί ως εκείνη τη στιγμή. Ωστόσο δεν θα ήθελα να παρεξηγηθώ: τον εκτιμώ ως φωνή τον καλλιτέχνη από τη Λήμνο και βρίσκω ότι διατηρείται ωραία μέσα στον χρόνο ως φιγούρα, διαθέτοντας και τη δική του επί σκηνής δυναμική –το έδειξε και στο "Άλσος", άλλωστε, όπου ήρθε ζωσμένος την κιθάρα του. Κατά τη γνώμη μου, όμως, δεν έχει ρεπερτόριο με ουσία και σημασία.
Ακόμα κι έτσι, πάντως, ίσως να είχε ταιριάξει καλύτερα στα δρώμενα αν έλεγε κάποιες πιο χαμηλών τόνων, μπαλανταδόρικες στιγμές του, π.χ. το 1990s σουξεδάκι "Μαρία, Μαράκι, Μαριώ". Δυστυχώς, όμως, έπειτα από ένα ντουέτο με τη Σαραβάκου στο ρουτινιάρικο "Εμείς", ο Ρόκκος επένδυσε σε τραγούδια χαμηλής στάθμης, τα οποία κλόνισαν το επίπεδο της βραδιάς, βουλιάζοντάς τη στον αισθητικό Τάρταρο. Πάλι καλά, τουλάχιστον, που έκλεισε με το σχετικά αξιοπρεπέστερο "Έμεινα Εδώ", που είναι και αγαπητό στο κοινό, όπως έδειξαν οι αντιδράσεις από τα τραπέζια της πλατείας του "Άλσους".
Μετά από μια τέτοια παρένθεση, λοιπόν, η Σαραβάκου είχε δύσκολο έργο, ξανανεβαίνοντας στη σκηνή. Στο δικό μου μυαλό, δηλαδή, χρειαζόταν να ξαναπιάσει το νήμα του πρώτου μέρους, ώστε η συναυλία να συνεχίσει να εκπροσωπεί τον κόσμο που είχε ξετυλίξει μέχρι τότε. Εκείνη, όμως, θες επειδή κάπως αποπειράθηκε να γεφυρώσει το δεύτερο μέρος με τα όσα παρουσίασε ο Ρόκκος, θες γιατί ήθελε να επιμείνει σε ένα κλίμα εξωστρέφειας, άρχισε να λέει τραγούδια σαν τα "Μοίρα Μου Έγινες" (Ανδριάνα Μπάμπαλη), "Τον Έρωτα Ρωτάω" (Ελευθερία Αρβανιτάκη) και "Να Μ' Αγαπάς" (Ελένη Τσαλιγοπούλου), φτάνοντας ύστερα στο "Δυνατά" (Αρβανιτάκη, και πάλι), στο "Εφτά Ποτήρια" (Γιάννης Κότσιρας) ή στο "Μιλώ Για Σένα" (Μελίνα Κανά, από τη συνεργασία της με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου).
Στην πλειονότητα του συγκεντρωμένου κόσμου, τώρα, άρεσε η πλεύση αυτή της συναυλίας και σε ορισμένα τραπέζια δεν άργησαν, μάλιστα, να αρχίσουν και τα τσιφτετέλια –έστω και με μηχανικές κινήσεις, που έμοιαζαν βγαλμένες από στιγμές διασκέδασης σε τηλεοπτικά πλατώ. Εμένα, πάλι, το όλο πράγμα μου άφησε μια θολούρα. Κι όχι γιατί η Σαραβάκου δεν μπορούσε να υπηρετήσει φωνητικά τις επιλογές που έκανε: μερικά πράγματα δεν τα έφτασε, μα τεχνικά είχε τα φόντα για όσα επιχείρησε. Όμως μετατράπηκε σε μία άλλη προκειμένου να ανταποκριθεί στις ανάγκες τους, αφήνοντάς με να σκέφτομαι ότι δεν έχει αποσαφηνίσει το ποια είναι ή το ποια επιθυμεί να είναι. Η τραγουδοποιός του πρώτου μέρους, με τις πιο pop/rock ανησυχίες; Ένα σε πολλά εισαγωγικά "alternative" άνοιγμα στην επόμενη πίστα όπου θα κλείσει χειμερινές εμφανίσεις ο Στέλιος Ρόκκος; Ή μια εκκολαπτόμενη σταρ του πιο μοντέρνου έντεχνου ήχου;
Προσωπικά κουράστηκα από το δεύτερο μέρος: αν και βρήκα καλαίσθητες τις επιλογές, δεν ένιωσα ότι υπήρχε κάποιος λόγος σοβαρός ώστε να ξανακούσω τα συγκεκριμένα τραγούδια από τη Νικόλ Σαραβάκου. Το αφτί μου, απεναντίας, στάθηκε πάλι στο δικό της υλικό, που είχε μια διάσπαρτη παρουσία ανάμεσα στις διασκευές. Ένα φρέσκο κομμάτι ονόματι "Θάλασσα", το οποίο επιδιώκει κι αυτό την εξωστρέφεια, δεν μου είπε κάτι σε στιχουργικό επίπεδο, πρόσεξα όμως και το "Δεν Κάνεις", αλλά και το "Παραμύθια".
Έφυγα με περίσκεψη από το "Άλσος", μα κράτησα και τον αρχικό μου ενθουσιασμό. Έχει δυνατότητες η νεαρή τραγουδοποιός, έστω κι αν ψάχνει ακόμα για πιο στέρεα πατήματα, πότε στο τι θέλουν να πουν οι στίχοι της όταν πάνε προς κοινωνικά θέματα, πότε στο τι πράττουν τα χέρια της πάνω στη σκηνή, πότε στον μονότονα γλυκοκοριτσίστικο τρόπο με τον οποίον απευθύνεται στον κόσμο. Ωστόσο, μάλλον χρειάζεται να πάρει δύσκολες αποφάσεις περί καλλιτεχνικής ταυτότητας, σε καιρούς όπου η οικονομική πλευρά της εν Ελλάδι μουσικής επιβίωσης ίσως και να μην υφίσταται μακριά από το βεληνεκές των έντεχνων ραδιοφώνων. Το καταλαβαίνω. Δουλειά της κριτικής, όμως, δεν είναι η κατανόηση, αλλά το να πει ότι οι δυνάμεις της Σαραβάκου λάμπουν ευκρινώς στο τερέν της μελαγχολικής pop/rock αστυγραφίας, που ενδεχομένως να μη βρει ανάλογη εμπορική τύχη.