Υπάρχει μια εγγενής ιδιαιτερότητα –και ίντριγκα, θα έλεγα– σε μια συναυλία με Σταύρο Ξαρχάκο δίχως ξαρχάκεια έργα. Έχει αποδειχθεί και στο πρόσφατο παρελθόν, π.χ. στα αφιερώματα που έστησε στον Γιώργο Ζαμπέτα (2018) και στον Μάρκο Βαμβακάρη (2019). Στεκόμενος απέναντι από το κατάμεστο "Άλσος", όμως, ο σπουδαίος συνθέτης ξεκαθάρισε στον εναρκτήριο χαιρετισμό του ότι, αυτή τη φορά, είχε το βλέμμα στραμμένο στο τώρα και στο αύριο του εγχώριου πενταγράμμου, όχι στο δαφνοστεφανωμένο χθες.
Κάτω από τον τίτλο "Προτείνει", λοιπόν, στεγάστηκε η επιθυμία του να συστήσει "νέες μουσικές δυνάμεις". Εν προκειμένω, τον Βασίλη Δρογκάρη, τον Ηρακλή Ζάκκα, τον Αλέξανδρο Καψοκαβάδη και τον Νεοκλή Νεοφυτίδη, στη βάση της προσωπικής εμπειρίας και της τριβής που έχει αποκτήσει μέσα στα χρόνια, συνεργαζόμενος μαζί τους. Τέσσερις μουσικούς, δηλαδή, τους οποίους έχουμε θαυμάσει πολλάκις ως βιρτουόζους οργανοπαίχτες –αντίστοιχα– στο ακορντεόν, στο μπουζούκι, στην κιθάρα και στο πιάνο, μα τώρα καλούμασταν να γνωρίσουμε (και) ως συνθέτες, αλλά και ως τραγουδιστές (πλην του Δρογκάρη).
Ωστόσο, ακούγοντας τον Ξαρχάκο να παρουσιάζει τους συνοδοιπόρους του, δεν γινόταν να μη σκεφτώ ότι το δικό μου κίνητρο ερχομού στο "Άλσος" ήταν ο πάγιος μαγνητισμός που μου δημιουργεί εκείνος. Κάθε που ανακοινώνει κάτι, δηλαδή, με πιάνω να αναστατώνομαι, να κοιτάζω ημερολόγια και να σκέφτομαι πιθανές υποχρεώσεις, ώστε να μπορέσω να το παρακολουθήσω. Άραγε κατά πόσο να ίσχυε κάτι τέτοιο και για τον κόσμο που είχε γεμίσει, σχεδόν, το "Άλσος"; Πόσοι θα έδιναν το παρών, αν η λεζάντα δεν έγραφε "Ο Σταύρος Ξαρχάκος Προτείνει", αλλά "Βασίλης Δρογκάρης, Ηρακλής Ζάκκας, Αλέξανδρος Καψοκαβάδης & Νεοκλής Νεοφυτίδης"; Κατά πόσο θα είχε διαφοροποιηθεί η βραδιά από ανάλογες συναυλίες νέων ονομάτων σε μικρούς χώρους της Αθήνας, στηριγμένες σε μια παρόμοια "ἰσχύς ἐν τῇ ἑνώσει" φιλοσοφία;
Αρκετή ώρα αργότερα, έτυχε να πιάσω κουβέντα με το ηλικιωμένο ζευγάρι στο διπλανό τραπέζι. Σε ένα σκηνικό βγαλμένο, θαρρείς, από τις ταξιδιωτικές σελίδες του Peter Fleming, ανακάλυψα ότι επρόκειτο για Άγγλους συνταξιούχους, οι οποίοι αποφάσισαν να ζήσουν τα ύστερα χρόνια τους στη χώρα μας, αναπτύσσοντας, στην πορεία, μια γνήσια αγάπη για το ελληνικό τραγούδι –με κεραίες ευαισθησίας, μάλιστα, που λείπουν ακόμα και από συναδέλφους στον (παραπαίοντα, ούτως ή άλλως) χώρο της μουσικοκριτικής. Στην πλούσια συζήτηση την οποία κάναμε, λοιπόν, χώρεσαν όλες οι αδρές πινελιές που φιλοτέχνησαν το πορτρέτο της βραδιάς: η ζηλευτή δεξιοτεχνία των οργανοπαιχτών, η φλόγα του Ξαρχάκου και ο μοναδικός τρόπος με τον οποίον διευθύνει, μα και το περίεργο μεταίχμιο στο οποίο κινήθηκε η εμπειρία μας, αφού άλλοτε βρεθήκαμε να μας παρασύρουν τα όσα ακούγαμε κι άλλοτε να μένουμε κουμπωμένοι.
Δεν ήταν, βέβαια, ότι φύγαμε μουτρωμένοι από τη συναυλία. Αλίμονο, δεν χωράει συζήτηση για το μουσικό της επίπεδο. Οι τέσσερις ήρωές της, άλλωστε, περιτριγυρίστηκαν από μια θαυμάσια ορχήστρα με φλάουτο (Στέφανος Χατζηαναγνώστου), κιθάρες (Δημήτρης Σιάμπος), βιολί (Σωτήρης Μαργώνης), κοντραμπάσο (Θανάσης Σοφράς), μπάσο (Χάρης Κελλάρης), κρουστά (Τάκης Βασιλείου) κι ένα ακόμα μπουζούκι (Δημήτρης Ρέππας), με τους συμμετέχοντες να δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό. Ο οποίος έλαμψε ακριβώς όπως του έπρεπε χάρη στον εξαίσιο ήχο του "Άλσους". Στο δε δεύτερο τμήμα της συναυλίας, όπου ο Ξαρχάκος ανέβηκε στη σκηνή ως μαέστρος, τα πράγματα απογειώθηκαν, χάρη στο γνώριμο νεύρο με το οποίο διευθύνει και το γενικότερο χάρισμα των κινήσεών του, που έδειχνε πόσο ψυχή τε και σώματι βρισκόταν δοσμένος στα δρώμενα.
Πού εντοπίζονταν, λοιπόν, τα μαγκώματα; Πρώτα-πρώτα, αν και οι τέσσερεις πρωταγωνιστές εμφανίστηκαν ως ομάδα ενωμένη, δεν κατέγραψαν ενιαία δυναμική. Για τα δικά μου μάτια και αφτιά, δηλαδή, ο Νεοκλής Νεοφυτίδης αποτυπώθηκε σαν πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση, ως συνθέτης και ερμηνευτής. Την επόμενη μέρα, δηλαδή, ενόσω η μνήμη έκανε τις δικές της αναταξινομήσεις εμβαπτιζόμενη ξανά στην καθημερινότητα, θυμόμουν ζωηρά τέσσερα στιγμιότυπα από τα όσα είδα στο "Άλσος" –με τα τρία να ανήκουν στον Κύπριο δημιουργό.
Ήταν το "Μιλάς", καταπληκτικά τραγουδισμένο από τη Μαργαρίτα Ζορμπαλά, το "Αγρίμι" με τη δική του φωνή σε ωραίους στίχους Δημήτρη Λέντζου από έναν δίσκο που πρόσεξα και όταν πρωτοβγήκε ("Φαγιούμ", 2009) και το "Γυναίκα Τριαντάφυλλο", το οποίο εκτόξευσε ψηλά η Ηρώ Σαΐα, με την καλύτερη ερμηνεία που την έχω δει να δίνει σε ζωντανή περίσταση, όσα χρόνια την παρακολουθώ. Έκανε και θριαμβευτική είσοδο, μάλιστα, αρχίζοντας να το λέει από την είσοδο, περνώντας κατόπιν από τα τραπέζια των θεατών με το μακρύ, λευκό, ξώπλατο φόρεμά της. Το ίδιο που έβαλε και όταν το πρωτοείπε, πίσω στο 2009, στην ομώνυμη παράσταση· φόρεσε, μάλιστα, και τα ίδια (φθαρμένα, πια) σανδάλια.
Στον αντίποδα, πάλι, θα τοποθετούσα τον Βασίλη Δρογκάρη, γιατί στα σημεία του προγράμματος όπου βγήκε μπροστά με δικά του έργα θεωρώ ότι περισσότερο άκουσα έναν έξοχο ενορχηστρωτή, παρά έναν προικισμένο συνθέτη. Ειδικά με τα παραδοσιακά χρώματα και με τη χρήση του βιολιού έδειξε μεγάλη ευχέρεια –και δεν είναι τυχαίο το χειροκρότημα που έπεσε μετά το οργανικό "Λεβέντης Ναύτης Χορεύει", καθώς λίγο έλειψε να ξεσηκώσει νησιώτικους χορούς και μέσα στο "Άλσος". Στα ολοκληρωμένα τραγούδια, ωστόσο, δεν φανερώθηκε κάτι ιδαίτερο, παρά το κέφι που προσπάθησαν να βάλουν ο Ζαχαρίας Καρούνης και η Αργυρώ Καπαρού στο "Θαλασσινό".
Ο Ηρακλής Ζάκκας, τώρα, φανέρωσε γνήσια λαϊκή στόφα και συνεισέφερε περίτεχνες, στιβαρές και σωστά μετρημένες πενιές, όμως από το υλικό το οποίο παρουσίασε μου έμεινε τελικά μόνο το "Έσβησε Τ' Όνειρό Μου", που ευτύχησε να έχει τον Μανώλη Μητσιά ως ερμηνευτή. Τα λοιπά τραγούδια και οργανικά τα βρήκα αξιοπρεπή, μα όχι και ξεχωριστά, πέρα από το "Ίσως", όπου δεν μπόρεσα να επικοινωνήσω ούτε με το τι θέλησε να κάνει η σύνθεση, ούτε με το πώς την προσέγγισε ο Καρούνης τραγουδιστικά. Προσθέτοντας δε κι ένα δικό μου ίσως, θα πω ότι πιστεύω πως το "Ποιος Σε Πόνεσε Καρδιά Μου" έπρεπε να ειπωθεί από τον Μητσιά: ο Ζάκκας το αδικεί, καθώς ως τραγουδιστής κινείται ούτως ή άλλως υπερβολικά κοντά του, δίχως όμως τη δική του έκφραση και τα γλυκά του χρώματα.
Ο Αλέξανδρος Καψοκαβάδης, τέλος, έδειξε δύο διαφορετικά πρόσωπα στη διάρκεια της βραδιάς, που δεν τα βρήκα ισάξια. Στο δεύτερο μέρος, δηλαδή, έχοντας απέναντί του τον Ξαρχάκο ως μαέστρο, τραγούδησε εκπληκτικά, πέρα από γούστα, το "Σε Παγωμένη Γη", δείχνοντας ζύμωση με το βάθος των εγχώριων παραδόσεων, μα και επίγνωση για το τι σημαίνει σύγχρονη δημιουργία. Η φωνή του μπορεί να μην είναι της αρεσκείας μου (γι' αυτό και γράφω "πέρα από γούστα"), όμως ήταν τέτοια η εσωτερική δύναμη της ερμηνείας του, που δεν άφηνε κανένα περιθώριο για να μη χειροκροτήσεις θερμά. Στο πρώτο μέρος, ωστόσο, αν και είχε ξανά αξιόλογες στιγμές με το μανιάτικο μοιρολόι "Γλυκομηλιά Στον Άδη" και το (ακυκλοφόρητο) οργανικό "Ταίναρον", παρουσίασε έντεχνα τραγούδια χαρακτηριζόμενα από έναν δύσκαμπτο ακαδημαϊσμό. Τα οποία δεν κατόρθωσε να σηκώσει από το έδαφος η σωστή, μα εκφραστικώς άγουρη φωνή της Ελένης Κατσούλη.
Παρά την άνωθεν ασυμμετρία, πάντως, είναι αλήθεια ότι οι Δρογκάρης, Ζάκκας, Καψοκαβάδης & Νεοφυτίδης έπεισαν ότι απαρτίζουν ένα κοινό "οικοσύστημα". Αλλά εκεί που χωράει κάμποση συζήτηση είναι, φοβάμαι, στο συνολικότερο διά ταύτα της περίστασης. Η παρουσία του Ξαρχάκου, αναπόφευκτα, προξενούσε διάφορες σκέψεις και ερωτήματα για το παλιό και το καινούριο στο ελληνικό τραγούδι –άλλωστε και ο ίδιος έκανε λόγο για "νέες δυνάμεις", στην έναρξη. Κι αυτή αποδείχθηκε μια φιλόδοξη περιγραφή, η οποία δεν μου προέκυψε ως πηλίκο, όταν έκατσα να ζυγίσω την εμβέλεια του δημιουργικού αποτυπώματος των τεσσάρων δημιουργών, με βάση τα όσα ξετύλιξαν στο "Άλσος". Ακόμα και ο Νεοφυτίδης, τον οποίον ξεχώρισα, δεν αποτυπώθηκε με το ίδιο ενδιαφέρον σε όλα τα άσματα που παρουσίασε, ούτε και τραγούδησε πάντα πετυχημένα. Σκέφτηκα, μάλιστα, ότι ίσως υφέρπει ένας Θάνος Μικρούτσικος πίσω του, τον οποίον, όμως, δεν φτάνει.
Μένοντας, δηλαδή, σε εκείνο το "νέες δυνάμεις", δεν πείστηκα, τελικά, ούτε για το "νέες", ούτε για το "δυνάμεις". Νέες, αλήθεια, ως προς τι; Ηλικιακά η τετράδα βρίσκεται κάπου πέρα από τα 40, οδεύοντας προς τα 50, ενώ μουσικά εγγράφεται σε έναν παγιωμένα έντεχνο ήχο, δίχως να τον προκαλεί, να τον αμφισβητεί ή να τον εξελίσσει. Τον συνεχίζει, όμως, θα μου πείτε. Δεν θα διαφωνήσω. Αλλά εδώ περνάμε στις "δυνάμεις" της άνωθεν εξίσωσης, οπότε θα συμπληρώσω ότι τον συνεχίζουν μεν, αλλά όπως συνέχισαν οι Επίγονοι τη μεγαλεξανδρινή εποποιία στους Ελληνιστικούς καιρούς: με στιγμιαίες εκλάμψεις, μα χωρίς τη δύναμη να επαναοριοθετήσουν το πλαίσιο που είχαν ήδη βρει ως υπάρχον. Ποιο τραγούδι ή οργανικό από όσα παρουσιάστηκαν θα μπορούσε να μπει, στ' αλήθεια, δίπλα στα διακεκριμένα του Ξαρχάκου, λογιζόμενο ως "σπουδαίο";
Για μένα, λοιπόν, έγινε σαφές από τη συγκεκριμένη βραδιά ότι ο Βασίλης Δρογκάρης, ο Ηρακλής Ζάκκας, ο Αλέξανδρος Καψοκαβάδης και ο Νεοκλής Νεοφυτίδης ήταν, είναι και παραμένουν σπουδαίοι μουσικοί, οι οποίοι ενίοτε μπορεί να γράψουν και κάποιο ωραίο τραγούδι, σε ένα πεδίο που χρειάζεται επειγόντως αξιόλογο υλικό, έτσι όπως έχει βρεθεί να λιμνάζει μετά τον "Βραχνό Προφήτη", μια συγκεκριμένη δημιουργική φάση του διδύμου Θέμης Καραμουρατίδης & Γεράσιμος Ευαγγελάτος και ορισμένες πιο μεμονωμένες περιπτώσεις. Τα υπόλοιπα, εγώ τουλάχιστον δεν τα διέκρινα.
Σας προτρέπω, βέβαια, όσους ενδιαφέρεστε, να βγάλετε τα δικά σας συμπεράσματα, παρακολουθώντας τη δεύτερή τους βραδιά στο "Άλσος" (στις 28/3). Ακόμα και μ' αυτές μου τις ενστάσεις, επίσης, θα ευχηθώ στον Σταύρο Ξαρχάκο να είναι καλά και να επιστρέψει και του χρόνου –όπως μας είπε ότι επιθυμεί– με επιπλέον προτάσεις για τις κατά τη γνώμη του καινούριες δυνάμεις του εγχώριου πενταγράμμου.