Για τους αρχαίους Έλληνες, που επινόησαν τη λέξη με την οποία ακόμα συνεννοείται όλος ο Δυτικός κόσμος, η μουσική ήταν γένους θηλυκού. Και επρόκειτο για μια τέχνη με θεϊκή προέλευση, η οποία βρισκόταν υπό την άμεση εποπτεία γυναικών, αφού ήταν οι εννέα Μούσες αυτές που την προστάτευαν και την καλλιεργούσαν –ειδικότερα η Ευτέρπη, η Τερψιχόρη και η Ερατώ, που ακόμα και σε νεότερες ευρωπαϊκές απεικονίσεις συνδέονται πάντα με όργανα: αυλούς, λύρες, φόρμιγγες (είδος κιθάρας).
Αλλά οι πιο ονομαστοί μουσικοί των μύθων και των ιστορικών πηγών, ήταν όλοι άνδρες: ο Ορφέας, λ.χ., ο Φήμιος και ο Δημόδοκος των ομηρικών καιρών, ο Λίνος (ο θεωρούμενος ως εφευρέτης της μελωδίας και του ρυθμού), ο Μαρσύας, ο Αμφίων, ο Τέρπανδρος, ο Σακάδας. Πρέπει, δηλαδή, να ανοίξουμε παρένθεση και να σημειώσουμε την ενότητα μεταξύ μουσικής και ποίησης στην αρχαία Ελλάδα, ώστε να προσθέσουμε τη Σαπφώ, τη Μύρτιδα, την Τελέσιλλα ή την Κόριννα, η οποία έφτασε να νικήσει σε δημόσιο διαγωνισμό ακόμα και τον Πίνδαρο. Και πάλι με έναν αστερίσκο, βέβαια, γιατί στα δικά μας χρόνια κατανοούμε τις τέχνες ως πιο αυτόνομα σύνολα, οπότε τις θεωρούμε πρωτίστως ποιήτριες, όχι συνθέτριες και μουσικούς. Εδώ, ασφαλώς, χωράει αρκετή συζήτηση, πάντως δεν είναι τυχαίο ότι η Μουσική Εγκυκλοπαίδεια της Οξφόρδης (Oxford Music Online) αναγνωρίζει την Κασσιανή των Βυζαντινών χρόνων ως παλαιότερη επώνυμη δημιουργό.
Τι συνέβαινε, λοιπόν, στην επίγεια ζωή, πέρα από τον Όλυμπο; Τι περιθώρια δίνονταν στις γυναίκες της αρχαίας Ελλάδας ώστε να μάθουν μουσική και να διακριθούν σε αυτήν; Παρότι μετράμε, πλέον, αιώνες εμβριθών μελετών –τόσο φιλολογικών, όσο και αρχαιολογικών– η Nicole Loraux έχει κάθε δίκιο να γράφει (στο "Αρχαία Ελλάδα Γένους Θηλυκού", 1993) για το πόσο απρόσιτος παραμένει ο κόσμος της συνηθισμένης γυναίκας της αρχαιότητας. Απρόσιτος, βέβαια, δεν σημαίνει και παντελώς άγνωστος.
Οπωσδήποτε, τώρα, η αρχαία Ελλάδα δεν ήταν κάτι τόσο ενιαίο όσο το παρουσιάζουμε σήμερα, ούτε χρονικά, ούτε τοπικά. Άλλη (αρχαία) Ελλάδα ήξερε ο Όμηρος, για παράδειγμα, άλλη ο σοφός Θαλής από τη Μίλητο, άλλη ο Περικλής, άλλη ο Πτολεμαίος και οι λοιποί επίγονοι του Αλέξανδρου. Ακόμα και στην ίδια περίοδο, επίσης, αλλιώς ζούσαν και σκέφτονταν οι Αθηναίοι, αλλιώς οι Σπαρτιάτες, αλλιώς οι Θεσσαλοί, οι Ακαρνάνες ή οι κάτοικοι της ανατολικής Κρήτης. Είμαστε εμείς, οι σύγχρονοι άνθρωποι, που κάνουμε τόσο λόγο περί "αρχαίας Ελλάδας", ενώ στην πραγματικότητα αναφερόμαστε, κυρίως, στην κλασική Αθήνα, στη Σπάρτη και στην ελληνιστική Μακεδονία.
Ακόμα και με αυτήν τη θεμελιώδη παραδοχή, πάντως, μιλάμε για αυστηρά πατριαρχικές κοινωνίες, στις οποίες οι γυναίκες συνήθως δεν είχαν δικαιώματα και σίγουρα δεν λογίζονταν ως ίσες σε βιολογικές ή διανοητικές ικανότητες· κάτι που αντανακλάται ποικιλοτρόπως στις ζωές τους και κυρίως στην εκπαίδευσή τους. Έτσι, ακόμα κι αν σε μερικές αριστοκρατικές οικογένειες της Αρχαϊκής και Ελληνιστικής Εποχής τους ανοίγονταν περιθώρια μουσικής μαθητείας, στην πράξη ήταν πολύ δύσκολο να διακριθούν σε έναν δημόσιο βίο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των αντρών –γι' αυτό και θαυμάζουμε τα όσα διαβάζουμε για την Κόριννα και θα θέλαμε να ξέρουμε περισσότερα για τη ζωή και το έργο της. Έξω από το αριστοκρατικό πλαίσιο, φυσικά, ευκαιρίες για τραγούδι και για παίξιμο οργάνων μπορούσαν, ίσως, να δοθούν και μέσω της συμμετοχής σε θρησκευτικές τελετουργίες.
Πλην τέτοιων εξαιρέσεων, πάντως, ο μόνος τρόπος για να διακριθεί μια γυναίκα ως μουσικός στην αρχαία Ελλάδα (και ειδικά στην Αθήνα), ήταν συνήθως να ξεφύγει από τις προσδοκίες που υπήρχαν για το φύλο της και να διαλέξει έναν διαφορετικό βίο, γενόμενη εταίρα. Να εισέλθει, δηλαδή, στον κόσμο των επί χρήμασι σεξουαλικών υπηρεσιών, μα να φτάσει στο υψηλότερο επίπεδο, εξασφαλίζοντας ευρεία μόρφωση (μεταξύ άλλων και μουσική), καθώς και μια άνετη ζωή. Η οποία παρέμενε μεν στερημένη από δικαιώματα, μα απολάμβανε μια ανεξαρτησία αισθητά μεγαλύτερη από αυτήν λ.χ. μιας τυπικής, "αξιοσέβαστης" συζύγου, μητέρας ή κόρης της εποχής, αλλά και από εκείνη μιας κοινής σεξεργάτριας, έστω και με την επιφύλαξη ότι δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα για το πώς ζούσαν οι τελευταίες. Η Ασπασία του Περικλή, η περίφημη Φρύνη (το μοντέλο για την Αφροδίτη του Πραξιτέλη), η Νέαιρα, η Θεοδότα, η Θαΐς, ήταν όλες εταίρες.
Στο πλαίσιο ενός τέτοιου κειμένου, τώρα, δεν γίνεται να επεκταθούμε σε πολλές λεπτομέρειες ή να καλύψουμε όλο το σχετικό έδαφος. Οφείλουμε να αναδείξουμε, όμως, την ισχυρή ταξική παράμετρο των εταίρων –δεν μπορεί να είναι τυχαίο ότι οι περισσότερες απ' όσες γνωρίζουμε ήταν μέτοικοι– όπως και το ότι κάθε συμμετοχή τους στα περίφημα συμπόσια της Κλασικής Εποχής συσχετιζόταν άμεσα με τα δημοφιλέστερα όργανα της αρχαιότητας: από αυτές περίμεναν, λοιπόν, τη μουσική της βραδιάς, η οποία έπρεπε, εξυπακούεται, να είναι υψηλού επιπέδου, γιατί τέτοιες συναθροίσεις, όπως εύστοχα έγραψε η Eleonora Rocconi (2006), συγκροτούσαν μια ενότητα μεταξύ κρασιού, μουσικής και έρωτα. Ως έναν βαθμό, επομένως, πατάμε με σιγουριά ισχυριζόμενοι ότι οι πιο ονομαστές εταίρες της αρχαιότητας ήταν και θαυμάσιες αυλήτριες, λυράρισσες ή κιθαρωδοί· βιρτουόζοι επαγγελματίες, θα λέγαμε με σημερινά μέτρα και σταθμά.
Καλό είναι να θυμόμαστε, επίσης, ότι, ενώ ξέρουμε πολλά για την κλασική Αθήνα, δεν τα ξέρουμε κι όλα. Βάσει των πηγών μας, ας πούμε, αντικρίζουμε τις εταίρες μέσα από το ανδρικό βλέμμα της εποχής: δεν μαθαίνουμε παρά ελάχιστα για το πώς κοίταζαν εκείνες τα πράγματα. Κι ένα τουλάχιστον αγγείο μας προειδοποιεί ότι υπήρχαν, παράλληλα, κι άλλες, διαφορετικές διαστάσεις. Σε αυτό, ο περίφημος ζωγράφος Ευφρόνιος –ένας από τους πρωτοπόρους της αττικής αγγειογραφίας, ο οποίος γύρω στο 500 π.Χ. έκανε θαύματα χρησιμοποιώντας την ερυθρόμορφη τεχνική– διακόσμησε έναν ψυκτήρα με ένα αληθινά ασυνήθιστο θέμα: ένα συμπόσιο εταίρων, οι οποίες έχουν βρεθεί να πιουν και να διασκεδάσουν χωρίς παρουσία ανδρών.
Βλέπουμε, λοιπόν, τη Σεκλίνη να παίζει δίαυλο (διπλό αυλό), με την Αγάπη δίπλα της να της προσφέρει έναν κύαθο (είδος κυπέλλου για κρασί). Η Παλαιστώ, λίγο πιο πέρα, μας κοιτάζει πίνοντας, ενώ η Σμικρά εικονίζεται να παίζει κότταβο: ένα διαδεδομένο παιχνίδι δεξιοτεχνίας των αρχαίων συμποσίων, το οποίο είχε ερωτικό περιεχόμενο και μοιάζει λίγο με το δικό μας μ' αγαπάει/δεν μ' αγαπάει. Με το κρασί που έμενε στον πάτο του ποτηριού σου, δηλαδή, σημάδευες ένα σκεύος κι έπειτα το έριχνες, προφέροντας το όνομα που σε ενδιέφερε. Αν πετύχαινες, το θεωρούσαν ευνοϊκό οιωνό.
Εδώ, ο Ευφρόνιος μας πληροφορεί μέσω επιγραφής πως η Σμικρά παίζει κότταβο για τον Λέαγρο, έναν φημισμένο νέο, που φαίνεται ότι μεταξύ 15-25 ετών έκανε ιδιαίτερη αίσθηση στην Αθήνα του 500 π.Χ. Είναι κι αυτή μια ενδιαφέρουσα ιστορία, αλλά εδώ περισσότερη αξία υπάρχει στο ότι βλέπουμε κάτι που δεν έχει "χωρέσει" στα τόσα μας βιβλία: μια γυναικεία γιορτή, οργανωμένη από κορίτσια με μια ανεξαρτησία σπάνια για την αρχαιότητα, όπου η μουσική τέχνη ασκείται καθαρά για τη δική τους διασκέδαση.