Τι θα δει όποιος έρθει στην "Περσεφόνη", είτε στο Μέγαρο Μουσικής (Πέμπτη 1/2), είτε στην Ελευσίνα (Σάββατο 24 & Κυριακή 25/2, στο "Σινέ Ελευσίς"); Και πόσο μεγάλη είναι η πρόκληση μιας τέτοιας παράστασης;
Είναι μεγάλη η πρόκληση, γιατί η "Περσεφόνη" σχεδιάστηκε ως μια παράσταση κινηματογραφικής όπερας, όπως μου αρέσει να τη χαρακτηρίζω. Μιας σύγχρονης όπερας, βέβαια, άρα με τις ιδιαιτερότητες και το περίπλοκο μιας τέτοιας συνθήκης. Ταυτόχρονα, όμως, έχει και ζωντανό βίντεο. Οπότε η αφήγηση επιτελείται σε διαφορετικά επίπεδα: ένα είναι η ταινία, που την παρακολουθεί κανείς ζωντανά, κι ένα άλλο είναι τα όσα βλέπεις με γυμνό μάτι.
Η "Περσεφόνη" ασχολείται με τη ζωή και τον θάνατο, οπότε αποτελείται και από δύο αντίστοιχα μέρη: το πρώτο είναι η ζωή, με την ηρωίδα να βρίσκεται ακόμα στον Πάνω Κόσμο, ο οποίος αποδίδεται με έντονα εικαστικά, χρώματα, περιβόλια, παιδάκια με μαμάδες. Εστιάζω πολύ, εδώ, στη σχέση μητέρας και κόρης. Στο δεύτερο μέρος, έπειτα, τη βλέπουμε στον Κάτω Κόσμο. Εγώ, τώρα, υπογράφω το βίντεο, το λιμπρέτο, τη σκηνοθεσία κι επίσης παίζω. Στην πραγματικότητα, βέβαια, δεν παίζω (γελάει) –απλά έχω λίγο κείμενο, οπότε ανεβαίνω και στη σκηνή.
Έχετε ξαναδουλέψει με τους συνεργάτες που σας πλαισιώνουν;
Όχι με όλους. Με την Κατερίνα τη Σαββόγλου, με την οποία κάναμε μαζί το βίντεο, συνεργαστήκαμε και στην προηγούμενη δουλειά μου, τις "Βάκχες" (2023). Κι έχω ξαναδουλέψει, φυσικά, με τον Δημήτρη τον Μαραγκόπουλο, με τον οποίον εργαζόμαστε για την "Περσεφόνη" εδώ και 5 χρόνια.
Είναι ένα εγχείρημα, δηλαδή, που σχεδιάστηκε πριν την πανδημία, με εμένα να γράφω το λιμπρέτο κι εκείνον να ξεκινά να συνθέτει τη μουσική το 2019. Μια υβριδική μουσική, ταιριαστή με τον υβριδικό χαρακτήρα της παράστασης, με δάνεια π.χ. από τις μουσικές του Μπαλί, του Θιβέτ, της Ινδίας, τα οποία συνδέονται με σύγχρονα, ατονικά στοιχεία. Πλέον, βέβαια, γίνονται και προσαρμογές, ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος, που θα κινηθεί περισσότερο αυτοσχεδιαστικά, έχοντας και ενεργή συμμετοχή των λυρικών ερμηνευτών, καθώς ο κύριος Μαραγκόπουλος ήθελε να φέρει στο αποτέλεσμα και τη δική τους αισθητική κατάθεση –τη δική τους "ανάσα", ας την πούμε.
Άρα η "Περσεφόνη" ταίριαξε στις ανάγκες της Ελευσίνας, στο πλαίσιο της ανάδειξής της σε Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης για το 2023. Δεν δημιουργήθηκε με αυτές κατά νου...
Ναι, ακριβώς. Προηγήθηκε και ύστερα κλείδωσε ως συμπαραγωγή του Μεγάρου Μουσικής με την Ελευσίνα. Χαίρομαι πολύ, εντωμεταξύ, που θα μπορέσουμε να πάμε και εκεί, γιατί την αγαπώ πολύ την Ελευσίνα. Νομίζω, δηλαδή, ότι είναι μια πόλη που εξακολουθεί και φυλάει πολλά μυστικά. Σε αυτούς τους τόπους τα μυστικά μάλλον δεν τελειώνουν ποτέ! (γέλια) Κάτι έχει μείνει, πιστεύω, από την παλιά Ελευσίνα.
Αγαπώ πολύ αυτή τη μυστηριακή και αποκαλυπτική σχέση που διαμορφώνεται με μια μακρινή εποχή, θρησκεία και κουλτούρα, η οποία προϋπάρχει της κλασικής αρχαιότητας. Όσο μεγαλώνει η σύγχρονη ροή της καθημερινότητας, αφήνοντάς μας υπερεκτεθειμένους σε γρήγορες ταχύτητες ή μπάζοντάς μας εύκολα στις ζωές των άλλων μέσω της τεχνολογίας, τόσο αυξάνεται η ανάγκη να έχουμε και μια εσωτερικότητα. Μια τέτοια πορεία, μάλιστα, με οδήγησε κι εμένα στον μύθο της Περσεφόνης και της Δήμητρας. Γι' αυτό και στο λιμπρέτο έχω προσθέσει κι άλλα πράγματα, τα οποία βρήκα όταν ξεκίνησα να το γράφω, κάνοντας έρευνα στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ: αποσπάσματα από Ορφικούς Ύμνους, για παράδειγμα, αλλά και από έργα του Ομήρου.
Καταπιανόμενη με τη ζωή και τον θάνατο, η "Περσεφόνη" σας απηχεί κι αυτό που πιστεύουμε ότι ήταν το νόημα των Ελευσίνιων Μυστηρίων –μια κάποια συμφιλίωση, δηλαδή, με το βιολογικό τέλος;
Ο αποκρυφισμός είναι ένας δρόμος φιλοσοφικός, ο οποίος δεν αντιμετωπίζει τον Άνθρωπο μανιχαϊστικά –άσπρο/μαύρο, καλό/κακό κ.ο.κ. Αντίθετα, πρεσβεύει ότι ανακαλύπτουμε τους εαυτούς μας μέσα από την περιπλοκότητα, χωρίς να στεκόμαστε αποκομμένοι από τον πόνο ή τον θάνατο. Διαμορφώνεται, δηλαδή, μια διαφορετική σχέση με τον τελευταίο, μέσα σε μια εσωτερική πραγματικότητα. Ταυτόχρονα, βέβαια, υπάρχει και μια αίσθηση ενιαίου "οικοσυστήματος", ας το πούμε, με την έννοια ότι είμαστε αλληλένδετοι και με τους υπόλοιπους ανθρώπους, μα και με τη φύση.
Το όνειρο της αθανασίας, ασφαλώς, υπήρχε και πάντα θα υπάρχει. Ποιος δεν θέλει να νικήσει τον θάνατο; Και σε μια εποχή μεταγενέστερη της Ελευσίνας, άλλωστε, δεν τραγούδησε ο λαός για τον Διγενή στα αλώνια; Όμως εμείς ζούμε πια σε έναν κόσμο που τέτοια κομμάτια της πραγματικότητας θέλει να τα ξορκίζει, προτιμά να τα διώχνει γρήγορα μακριά. Ο αποκρυφισμός, από την άλλη, λέει ότι η αθανασία μπορεί να κερδηθεί και μέσα από την αποδοχή του κύκλου της ζωής.
Εσείς; Πιστεύετε στη μετά θάνατον ζωή;
(γελάει) Πιστεύω ότι όλοι είμαστε ενέργεια, άρα ότι θα γυρίσουμε ξανά μέσα από κάποιο επόμενο κύμα. Δεν ξέρω, βέβαια, εάν υπάρχει κάτι σαν μετενσάρκωση, δεν νομίζω ότι θα επιστρέψουμε έτσι –δεν με απασχολεί κιόλας, δεν είμαι τόσο υλίστρια. Αλλά ναι, θεωρώ ότι είμαστε πνευματικά όντα και πιστεύω ότι είμαστε τμήματα μιας ενεργειακής ροής, η οποία δεν σταματά: δοκιμαζόμαστε σε αυτήν την κοσμική διάσταση, ερχόμαστε για να μάθουμε, ίσως και για να προχωρήσουμε λίγο τα πράγματα.
Δεν ξέρω αν έχετε δει μια ταινία της Σταρ Τρεκ σειράς, την "Οργή του Καν" (1982). Εκεί, ο πρωταγωνιστής λέει ότι το πώς αντιμετωπίζουμε τον θάνατο δεν διαφέρει, στην πραγματικότητα, από τον τρόπο με τον οποίον βλέπουμε τη ζωή...
Ακριβώς, ζωή και θάνατος συνδέονται. Γι' αυτό κι εγώ στο έργο χρησιμοποιώ το πεδίο του μύθου για να θίξω και μια οικοφεμινιστική διάσταση της πραγματικότητας. Γιατί η Δήμητρα με την Περσεφόνη λένε κάτι και για τη σχέση μας με τη γη, που στις μέρες μας συνδέεται με οικολογική καταστροφή.
Μέσω του τρόπου με τον οποίον χρησιμοποιεί τις πατριαρχικές δομές, ο καπιταλισμός έχει βιαιοπραγήσει πάνω σε όλες τις θηλυκότητες και γενικότερα στις "μαλακές" δυνάμεις. Και το ίδιο έχει κάνει και στη γη, την οποία έχει απομυζήσει. Η αποικιοκρατία, για παράδειγμα, δεν ήταν μόνο επεκτατισμός, μα κι ένα σύνολο κρατικών ρυθμίσεων με τις οποίες οι Ευρωπαίοι άλλαξαν κάθετα και επιθετικά τη σχέση των γηγενών πληθυσμών του υπόλοιπου πλανήτη με τη φύση. Ο Δυτικός πολιτισμός εισήγαγε μια σειρά τέτοιων βίαιων, αποξενωτικών σχέσεων. Δεν είναι τυχαίο, όμως, ότι όποιος έχει καλή επαφή με τη φύση, έχει και με τον θάνατο. Ο γεωργός, λ.χ., που φυτεύει δέντρα και τα βλέπει να μεγαλώνουν, διατηρεί μια άμεση σχέση με τον κύκλο της ζωής, από την οποία έχουμε αποκοπεί. Όμως ακόμα μπορούμε να την αναγνωρίσουμε, άρα και να την αναπτύξουμε.
Στις πόλεις, πάλι, ο σύγχρονος άνθρωπος είναι σαν να έχει χάσει τη δύναμη να πεθάνει, την ικανότητα μέσα από τα "κενά αέρος" που δημιουργεί ο θάνατος να ανασύρει νέες δυνατότητες. Μεγαλώνουμε με μια πίεση να τα καταφέρουμε –στην οικογένεια, στην εργασία, στις σχέσεις– με μια ψευδαίσθηση ελέγχου, με μια σχεδόν υστερική προσκόλληση στην επίδοση. Προσωπικά ταξιδεύω πολύ και μαθαίνω παρατηρώντας πράγματα. Πόσο εντύπωση μου έκανε, λοιπόν, όταν πήγα στην Τανζανία, που είδα ανθρώπους να κοιμούνται στη μέση του δρόμου, ενώ γύρω τους περνούσαν αυτοκίνητα. Είχαν γυρίσει το πρόσωπο στο χώμα, φαίνονταν σαν νεκροί. Γιατί απλά ήθελαν να κοιμηθούν: νύσταζαν κι αφήνονταν σε αυτό. Ενώ εμείς υπερεπενδύουμε στο πώς θα ελέγξουμε τη συνειδητότητά μας, χάνοντας έτσι την επαφή με το κομμάτι του εαυτού μας που θέλει να είμαστε καλά.
Πόσο κατάλληλο "έδαφος" αποδείχθηκε, στην πράξη, ο αρχαίος μύθος της Δήμητρας και της Περσεφόνης, για όσα θέλατε να συζητήσετε;
Ο μύθος συνιστά έναν κόσμο μαγικό, συγγενικό του ονείρου, τον οποίον μπορείς να εκφράσεις με έντονες εικόνες και μουσική, με χορό και κίνηση. Ταυτόχρονα, όμως, ανοίγει και μια περιοχή όπου σου δίνεται η δυνατότητα να προβάλλεις πράγματα. Κάτι που συνάδει και με τη σύγχρονη γραφή, όπου δεν απαιτείται να λέγονται όλα. Αποδείχθηκε, λοιπόν, πολύ κατάλληλο "έδαφος".
Μέσω της Κόρης/Περσεφόνης, λ.χ., αντικρίζουμε και όλες τις ανά τον κόσμο θηλυκότητες που αποτελούν προϊόντα βίας. Και με ενδιαφέρει ο θεατής να μπει κι αυτός στο συγκεκριμένο πεδίο, να αφεθεί και να σκεφτεί –σε ατομικό επίπεδο, μα και συλλογικά, ακόμα και πολιτικά: τι θα συνέβαινε αν δεν φοβόμασταν τόσο τον θάνατο κι αν δεν επιθυμούσαμε να τα ελέγχουμε όλα;
Στην εκδοχή μου, επιπλέον, η Περσεφόνη δεν υποφέρει στον Κάτω Κόσμο. Ο μύθος δεν την παρακολουθεί εκεί, ασχολείται με τη Δήμητρα, η οποία, ως θεά, προξενεί οικολογική καταστροφή στην επιφάνεια, αναγκάζοντας έτσι τους υπόλοιπους θεούς να επιστρέψουν, εν μέρει, την κόρη της. Εμένα, όμως, μου άρεσε να πάω στον Κάτω Κόσμο. Βρήκα ελκυστικό το σκοτάδι και το άγνωστο αυτού του τόπου, που αποτελεί μια αινιγματική περιοχή, όπου δεν είναι όλα καθαρά (όπως είναι στον Πάνω Κόσμο, λόγω του ηλίου), άρα και υπό τον έλεγχο της συνειδητότητας. Στη Δύση έχουμε συνδέσει το σκότος με το Κακό, μα στον αποκρυφισμό δεν είναι έτσι: η συμφιλίωση με τα σκοτάδια μας οδηγεί σε καλύτερη επαφή με τον κύκλο της ζωής.
Η Περσεφόνη μου, λοιπόν, ανακαλύπτει τη σεξουαλικότητά της στον Κάτω Κόσμο –αλλά και τις πολλαπλές διαστάσεις αυτής. Ακριβώς γιατί βρίσκεται σε έναν κόσμο όπου και οι ταυτότητες του φύλου είναι πιο ρευστές, αλλά και οι ερωτικές/σεξουαλικές σχέσεις. Οπότε την απεικονίζω να ανθεί, ξαναβγαίνοντας απάνω: σαν ένας σπόρος φυτεμένος στη γη, που ξεπετάγεται από κάτω προς τα πάνω.
Και τη Δήμητρα; Πώς την είδατε;
Ως μάνα, πρωτίστως, σίγουρα ως θεά, αλλά και ως Σαβίνα Γιαννάτου, η οποία είναι μια θεά! (γέλια) Την αγαπώ τη Σαβίνα, την παρακολουθώ, είμαι fan της εδώ και χρόνια. Στη δική μου Δήμητρα, επομένως, συναντούνται τρεις διακριτές γραμμές: ο αρχαίος μύθος, η σημερινή γυναίκα και η μητέρα. Αρχέτυπα, δηλαδή, μα και ο άνθρωπος των ημερών μας. Την ίδια στιγμή, βέβαια, η σημερινή γυναίκα είναι και η συγκεκριμένη γυναίκα, δηλαδή η Σαβίνα Γιαννάτου, με ό,τι μπορεί να φέρνει στην παράσταση. Τη δική της σχέση με τον θάνατο, για παράδειγμα, αλλά και την αγάπη της για τον αυτοσχεδιασμό. Με ενδιαφέρει πολύ η μη ελεγχόμενη δύναμη του τελευταίου σε ένα σύμπαν οπερατικό, όπου όλα είναι καταγεγραμμένα. Γιατί μπορεί να δημιουργήσει νέες ροές.
Κάτι ακόμα που μου τράβηξε το ενδιαφέρον είναι ότι αποφύγατε την ονομασία Άδης για τον θεό του Κάτω Κόσμου: προτιμάτε να τον αποκαλέσετε Πλούτωνα. Γιατί;
Σκέφτηκα ότι ο θεός αυτός έχει, ήδη από την αρχαιότητα, τρεις διαφορετικές ονομασίες: είναι ο Χάρων, ο βαρκάρης (σε μια πιο λαϊκή εκδοχή), είναι ο Άδης, είναι και ο Πλούτων. Σαν να ήθελαν να τον απωθήσουν, με αυτόν τον τρόπο, από το άμεσο οπτικό τους πεδίο, ώστε να μην τον δουν μετωπικά.
Διάλεξα να τον πω Πλούτωνα, γιατί το όνομα αυτό παραπέμπει στον πλούτο της γης, άρα σε κάτι που ουσιαστικά δεν γίνεται να δούμε. Κι εδώ αναδύεται, ξανά, μια διάσταση με μεταφυσικό ενδιαφέρον: μέσα στην ανοιχτότητά μας, η ύπαρξή μας συνδέεται και με το μη ορατό.
Και μετά το Μέγαρο και την Ελευσίνα, πώς θα πορευτεί η "Περσεφόνη" σας; Θα πάει και στο εξωτερικό;
Θα το θέλαμε πολύ. Είναι μεγάλη η πορεία, βέβαια, για να φτάσει να συμβεί αυτό. Κάτι συζηταμε, όμως! Θα δούμε.