Πώς γίνεται ένας άνθρωπος που δείχνει τόσο μειλίχιος, που τραγουδάει μπαλάντες "απλά" με μια κιθάρα κι έναν γλυκό, σεμνό τρόπο, ο οποίος νιώθει αμήχανα (όπως μας είπε) αν ο κόσμος από κάτω δεν μιλάει και κοιτά προσηλωμένος τη σκηνή, να προξενεί τόσο ενθουσιασμό; "Τυφώνα Καζούλη" τον αποκάλεσε κάποτε ο Γιώργος Παντελιάς από τα Κίτρινα Ποδήλατα και δεν νομίζω ότι υπάρχει καλύτερη περιγραφή, μετά τα όσα είδα κι άκουσα στον πολυχώρο "Πόλις", στο Νέο Ηράκλειο.
Εκεί, o Βασίλης Καζούλης παρουσιάστηκε ζωσμένος την κιθάρα του –με λουρί Beatles, παρακαλώ– έχοντας πλάι του τον Δημήτρη Χατζηδημητρίου (πλήκτρα και λάπτοπ) και τον Γιάννη Παπαδήμο (βιολί). Χωρίς ντραμς ή ηλεκτρικές χορδές, δίχως κάποια ιδιαίτερη σκηνική παρουσία. Τρεις ώρες αργότερα, όμως, το ξεσηκωμένο κοινό δεν τον άφηνε να φύγει, χειροκροτώντας όρθιο και ζητώντας επίμονα "κι άλλο κι άλλο". Κι ας είχε, ήδη, παίξει τα πιο αγαπημένα από τα δικά του· κι ας είχε διασκευάσει Elvis Presley στο γιουκαλίλι κι ας είχε τραγουδήσει Olympians και "A Casa d'Irene", ενθυμούμενος τα πάρτι της νιότης του. Ακόμα και τα κάλαντα των Χριστουγέννων είχε πει.
Την εκκίνηση της βραδιάς, από την άλλη, μπορεί και να την έλεγες υποτονική, αν και ο Καζούλης άρχισε με το "Βορεινό Λιμάνι", ένα από τα πιο ωραία του: όλοι, εκείνοι την ώρα, μάλλον έψαχναν ακόμα τα πατήματά τους –και οι τρεις μουσικοί πάνω στη σκηνή και ο κόσμος από κάτω, που ακόμα βολευόταν στις θέσεις του, αποφασίζοντας τι θα πιεί. Αν έχω ένα παράπονο από τη συναυλία, λοιπόν, είναι ότι το "Βορεινό Λιμάνι" ξοδεύτηκε ως ανιχνευτικό, ενώ την αποστολή αυτή θα μπορούσε να την αναλάβει κάποιο άλλο τραγούδι.
Στη συνέχεια, όμως, άρχισε να φτιάχνεται κλίμα. Λίγο το "Ραντεβού Στην Εθνική", πολύ το "Κοπέλες Για Λίγο", ακόμα περισσότερο το "Για Τον Δημήτρη" (εκείνο με το νέγρικο το μπλουζ), η βραδιά μπήκε σε ράγες και ο κόσμος έδειξε τόση προσήλωση στη σκηνή, ώστε ο Καζούλης μας είπε για την αμηχανία την οποία αισθάνεται, όταν από κάτω του συμβαίνει κάτι τέτοιο. Πάνω εκεί, όμως, σε ένα εμφανώς λάθος τάιμινγκ από την άποψη της διάθεσης που είχε δημιουργηθεί, έκανε διάλειμμα αφού είχε παίξει μόλις 20 λεπτά, αφήνοντας τα ηνία στον Δημήτρη Χατζηδημητρίου.
Ο Δημήτρης Χατζηδημητρίου, τώρα, αποδείχθηκε καλή περίπτωση για τέτοιου είδους προγράμματα, τα οποία όλοι ξέρουμε ότι πλατειάζουν από τη φύση τους (ώστε να γίνει και η ζητούμενη κατανάλωση στο μαγαζί). Εφόσον θα πλατειάσεις, δηλαδή, ας το κάνεις τουλάχιστον ποντάροντας σε μια τέτοια παρουσία, που μπορεί να παίξει, να τραγουδήσει κι έχει και κάποιο δικό του υλικό να παρουσιάσει, ώστε να μη βομβαρδίζεται και ο κόσμος με διασκευές. Καλός μουσικός και αξιοπρεπής τραγουδιστής, με ορισμένους κατσιμίχειους ερμηνευτικούς τρόπους (ο Θάνος παραδίπλα διέκρινε και λίγο Στάθη Δρογώση), ο Χατζηδημητρίου στάθηκε αρκετά καλά, τόσο σε αυτό το πρώτο διάλειμμα, όσο και αργότερα, όταν χρειάστηκε να ξεκουράσει εκ νέου τον πρωταγωνιστή της βραδιάς.
Είπε βέβαια πολλά και διαφορετικά πράγματα και δεν ταίριαξαν όλα στις δυνάμεις του: το "Ζηλεύει Η Νύχτα", για παράδειγμα, κάπως το φώναξε, ενώ το δικό του "Φως Μου", παρότι παρουσιάστηκε με αξιοσημείωτο πάθος, ίσως αναδεικνυόταν καλύτερα με μια διαφορετική φωνή, ικανή για το κάτι παραπάνω. Ο κόσμος, πάντως, χειροκρότησε δίκαια το "Σαν Σταρ Του Σινεμά" του Νίκου Ζιώγαλα –χάρη στον οποίον έγινε, μας είπε, η πρώτη του γνωριμία με τον Καζούλη– και τη "Θεσσαλονίκη" του Νίκου Καββαδία, ενώ του έστησε κανονική κερκίδα για το "Μπαρ Το Ναυάγιο" της Αρλέτας και για το "Παραμύθι Με Λυπημένο Τέλος" του Μίλτου Πασχαλίδη.
Όσο για τον Καζούλη, με το που ξαναφάνηκε ενώπιόν μας, διόλου δεν δυσκολεύτηκε να ξαναπιάσει το νήμα από εκεί όπου το είχε αφήσει. Γενόμενος όλο και πιο ομιλητικός, μάλιστα, ζώστηκε ξανά κιθάρα, μα και φυσαρμόνικα και διηγήθηκε ότι έτσι έκανε και στα φοιτητικά του χρόνια, πριν παίξει το "Knockin' On Heaven's Door" του Bob Dylan –το πρώτο στιγμιότυπο της βραδιάς όπου ο κόσμος ύψωσε τα κινητά του τηλέφωνα προς το μέρος του. Κι ακολούθησαν κι άλλα από τις διεθνείς του αγάπες: Beatles, φυσικά (διάλεξε το "A Hard Day's Night"), μα και Simon & Garfunkel (ένα εκφραστικά άριστο "Sound Of Silence") ή Ben E. King (ε, το "Stand By Me", ποιο άλλο;). Πιο μετά, μάλιστα, θα έλεγε και το "Can't Help Falling In Love" του Elvis Presley, αρπάζοντας το γιουκαλίλι του.
Το νοσταλγικό ταξίδι προς τα πίσω, εντωμεταξύ, θα λάμβανε κι άλλες πτυχές –ακόμα πιο περιπετειώδεις. Όπως στο σημείο που ο Καζούλης μας μίλησε για τα καλοκαίρια της νιότης του στη Ρόδο, όταν πραγματικά βομβαρδιζόταν από μουσικά ερεθίσματα. Από τη μία, δηλαδή, ήταν ο κόσμος των μεγάλων: οι παρέες του πατέρα του στο καφενείο του χωριού, ας πούμε, οι οποίες συνήθιζαν να σιγομουρμουράνε το "Κάστρο Της Αστροπαλιάς", μα και το "Ήτανε Μια Φορά" του Νίκου Ξυλούρη, όταν έπιναν κι έρχονταν στο κέφι. Μας το είπε λοιπόν και ο ίδιος, ντουέτο με τον Δημήτρη Χατζηδημητρίου, ξεσηκώνοντας πανζουρλισμό.
Το ίδιο συνέβη και όταν αναφέρθηκε στις επιρροές που έρχονταν από τον ελληνικό κινηματογράφο της εποχής, με τραγούδια π.χ. σαν το "Ανναμπέλ" του Σταύρου Ξαρχάκου, από τα "Κορίτσια Στον Ήλιο" του Βασίλη Γεωργιάδη. Όμως κι αυτό ακόμα δεν ήταν τίποτα μπροστά στον χαμό που έγινε όταν πέρασε στα πάρτι των συνομήλικών του, όπου πρωταγωνιστούσαν τα δισκάκια 45 στροφών του αδερφού του. Απηχώντας λοιπόν τον κόσμο τους, τραγούδησε θαυμάσια το "Συγγνώμη" των Olympians και το "A Casa D' Irene" του Nico Fidenco, ενώ πραγματικά μας κεραυνοβόλησε με τις διασκευές του στο "California Dreamin'" των The Mamas & The Papas και στο "Εσένα Που Σε Ξέρω Τόσο Λίγο" του Σταύρου Ζώρα, οι οποίες συγκαταλέγονται στις πολυτιμότερες στιγμές της βραδιάς αυτής στο Νέο Ηράκλειο.
Παρά την ποιότητα τέτοιων στιγμών, ωστόσο, το "Πόλις" είχε γεμίσει για να ακούσει τις προσωπικές δημιουργίες του Ρόδιου τραγουδοποιού. Εκείνες που σταδιοδρόμησαν στα ραδιόφωνα και απαθανατίστηκαν έξοχα και από τα Ημισκούμπρια κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν, στα όσα πολύτιμα απαρίθμησαν στο "Je Suis Bossu", συμπεριέλαβαν και τις "μπαλάντες του Μπίλι του Καζούλη". Αυτές οι μπαλάντες, λοιπόν, έλαμψαν ξανά, ξεσηκώνοντας επιφωνήματα, μπράβο και χειροκροτήματα, με τον κόσμο να τραγουδά δυνατά στα ρεφρέν. Μάλιστα, προς έκπληξή μου, ζητήθηκε επίμονα να παιχτούν τα "Αεροπλάνα" (ενώ εγώ, π.χ., θα στοιχημάτιζα μάλλον στο "Τελευταίο", το λεγόμενο και "Αμοργός"), με αποτέλεσμα ο Καζούλης να αλλάξει το πρόγραμμά του και να το πει νωρίτερα απ' ό,τι σκόπευε. Ποιος ξέρει, ίσως από κάτω να βρίσκονταν οπαδοί που είχαν κάνει κι εκείνοι τη στρατιωτική τους θητεία στην Πολεμική Αεροπορία.
Όχι ότι δεν έγινε ένας μικρός χαμός και στο "Τελευταίο", βέβαια. Αλλά, σίγουρα, ακόμα μεγαλύτερος έγινε όταν έφτασε η ώρα της "Φανής", όπου ο Καζούλης είχε την ευκαιρία να τζαμάρει απολαυστικά με τους μουσικούς του, επεκτείνοντας ωραία τη διάρκεια του άσματος που τον πρωτοέκανε γνωστό. Στο "Αν Ήσουν Άγγελος", πάλι, η γλυκιά του ερμηνεία μπλέχτηκε όμορφα με το υπέροχο βιολί του Γιάννη Παπαδήμου, ενώ το "Κάτι Να Γυαλίζει" αποτέλεσε μια αριστουργηματική στιγμή μελαγχολίας, δοσμένη με απαράμιλλη αίσθηση αναπόλησης "για όσα σκορπιστήκαν στον αέρα". Μερικοί θαμώνες, μάλιστα, βούρκωσαν, καθώς σιγοτραγουδούσαν τους στίχους του ρεφρέν.
Φυσικά, ο Καζούλης είπε κι άλλα δικά του κομμάτια. Μετά από καιρό, ας πούμε, ξανατραγούδησε και τη "Φεγγαρένια", ενώ χώρεσε στο πρόγραμμα και το "Να Με Συγχωρείς", όπως και το όμορφο τραγούδι που έγραψε για τον Μάνο Χατζιδάκι ("Τα Ρόδα"), στον τελευταίο του μέχρι στιγμής δίσκο (Λευκός Ουρανός, 2014). Φτάνοντας στο φινάλε, λοιπόν, είχε καλύψει σημαντικό έδαφος της πορείας του τόσο στη δισκογραφία, όσο και στον χρόνο.
Αλλά, ακόμα κι αφού ξεσήκωσε ένα τελευταίο κύμα ενθουσιασμού με ένα medley των πιο γνωστών του επιτυχιών, ο κόσμος, όπως είπαμε και στην αρχή, δεν τον άφηνε να φύγει από τη σκηνή. "Αχόρταγα παιδιά", αντέδρασε εκείνος γελώντας και, αφού πήρε μία ακόμα ανάσα χάρη στον Χατζηδημητρίου, μας πρόσφερε και encore. Τελικά έφτασε να πει και τα κάλαντα των Χριστουγέννων (ήταν πια και επισήμως Παραμονή, άλλωστε), όμως οι θαμώνες, εκεί, ζητούσαν κι άλλο. Η τελευταία παρότρυνση, μάλιστα, ήχησε αφού είχαν πια ανάψει τα φώτα του χώρου, οπότε το πήραν απόφαση και οι πιο σκληροπυρηνικοί ότι αυτή η υπέροχη βραδιά είχε τελειώσει.