Θαυμάσιες εντυπώσεις άφησε η σκηνική παρουσίαση του αριστουργήματος του Χαίντελ "Σεμέλη" στο "Ολύμπια" Δημοτικό Μουσικό Θέατρο της Αθήνας (4/11), πρώτη μεγάλη διεθνή συμπαραγωγή του, εν προκειμένω με το ιστορικό "Διεθνές Φεστιβάλ Χαίντελ" του Γκέττινγκεν, στο οποίο είναι καλλιτεχνικός διευθυντής από το 2021 ο Γιώργος Πέτρου. Η παράσταση είχε πρωτοπαρουσιασθεί στη γερμανική πόλη τον περασμένο Μάιο (στο πλαίσιο του αφιερώματος "Hellas!" που είχε την ελληνική μυθολογία στο επίκεντρο) σε σκηνοθεσία και μουσική διεύθυνση του διεθνούς φήμης αρχιμουσικού.
Παγκοσμίως καταξιωμένος -συναυλιακά και δισκογραφικά- ερμηνευτής της μουσικής του Χαίντελ, ο Πέτρου ασχολείται εδώ και μερικά χρόνια και με τη σκηνοθεσία. Αυτή η "Σεμέλη" υπήρξε αδιαμφισβήτητα η πιο ολοκληρωμένη δουλειά του.
Το στοίχημα δεν ήταν εύκολο για ένα έργο που δεν προοριζόταν για σκηνικό ανέβασμα. Ως γνωστόν, η απουσία ρετσιτατίβων και οι σημαντικές χορωδιακές δυνάμεις έκαναν τον Χαίντελ να χαρακτηρίζει το συγκεκριμένο μουσικό δράμα ως "κοσμικό ορατόριο". Αυτό, όμως, πρέπει ουσιαστικά να θεωρηθεί ως όπερα, και μάλιστα ως μια έξοχη ιταλική opera seria.
Μέσα από μια απόλυτα ευπρόσδεκτη σύγχρονη ματιά, η ανάλαφρη, άκρως αναψυκτική σκηνοθεσία του Πέτρου ανέδειξε ισορροπημένα τα κωμικά αλλά και τα δραματικά στοιχεία του έργου. Η ιστορία της Σεμέλης εκτυλίχθηκε ως φλας-μπακ, από την αρχική σκηνή μέχρι το γλυκόπικρο φινάλε, οπτικοποιήθηκε δε κατά τρόπο που πάντρευε την Αρχαία Ελλάδα, την μπαρόκ Αναγέννηση (η βουκολική Αρκαδία) και το σήμερα (ο Κιθαιρώνας ως κλαμπ). Υποστηρίχθηκε δε έξοχα από τα άκρως καλαίσθητα σκηνικά και κοστούμια του Πάρι Μέξη και τους υποβλητικούς φωτισμούς της Στέλλας Κάλτσου.
Καθώς το λιμπρέτο βασιζόταν στις "Μεταμορφώσεις" του Οβίδιου, καθοριστικό παράγοντα της επιτυχίας της παραγωγής αποτέλεσε η αδιάκοπη σκηνική μεταμόρφωση των ρόλων, μονωδών και χορωδών με κώδικες (όπως αυτός της μόδας και του κινηματογράφου) ιδιαίτερα οικείους στο σημερινό θεατή. Εξίσου σημαντικές υπήρξαν η σαφής, υποδόρια ειρωνική σκιαγράφηση όλων των χαρακτήρων, η δραματουργική αξιοποίηση της χορωδίας ή ακόμη η χρήση στερεότυπων, γκαγκ και έξυπνων ευρημάτων (π.χ. η Σεμέλη ως σπάνιο πτηνό φυλακισμένο σε χρυσό κλουβί ή ακόμη το μωρό Διόνυσος ως …μπουκάλι σαμπάνιας!).
Το όλο θέαμα διέθετε αέναη κινητικότητα, ρυθμό, καλά σταθμισμένες δόσεις φαντασμαγορίας, σεβασμό της μουσικής δραματουργίας και αφηγηματική ρευστότητα σε βάθος λεπτομέρειας, χωρίς να κουράσει ούτε στιγμή παρά την τρίωρη διάρκεια.
Σε ανάλογα ύψη κινήθηκε και το ακρόαμα της παράστασης (που παρακολουθήσαμε στις 4/11) σε μιαν αίθουσα άχαρης μεν ακουστικής, πλην επαρκούς ηχοχωρητικότητας για το μπαρόκ. Σε απόλυτη σύμπνοια με τα επί σκηνής δρώμενα, η μουσική διεύθυνση του Πέτρου φώτισε, με αίσθηση του ύφους και χιούμορ, όλη την ομορφιά μιας δύσκολης και συχνά καινοτόμου παρτιτούρας, τόσο στις λυρικές όσο και στις δραματικές πτυχές της, ενώ στήριξε ιδανικά τους μονωδούς. Έκπληξη αποτέλεσε η στυλιστικά ενημερωμένη απόδοση του συνεπτυγμένου κλιμακίου της -ελάχιστα εξοικειωμένης με το μπαρόκ- Συμφωνικής Ορχήστρας του Δήμου Αθηναίων, που ωφελήθηκε τα μάλα από την έκτακτη σύμπραξη εξειδικευμένων στο συγκεκριμένο είδος μουσικών, όπως ο (εξάρχων) βιολιστής Χεσούς Μερίνο Ρουίθ ή η εξαιρετική ομάδα σταθερού βασίμου που απάρτιζαν ο τσελίστας Ιάσων Ιωάννου, ο θεορβίστας Φραντσέσκο Τομάζι, κυρίως δε ο τσεμπαλίστας Ουίλλιαμ Σω.
Άριστη υπήρξε επίσης η συμμετοχή της Χορωδίας Δωματίου Αθηνών (διδασκαλία: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος), η οποία τραγούδησε και κινήθηκε με απόλυτο συντονισμό και κέφι, έχοντας την εμπειρία της συμμετοχής και στο αρχικό σκηνικό ανέβασμα.
Αυτό ίσχυσε και για μεγάλο μέρος της ισορροπημένης πολυεθνικής διανομής, που συνδύασε υφολογικά ενημερωμένο και δεξιοτεχνικά ασφαλές τραγούδι με θεατρικό ένστικτο. Η Ελβετή υψίφωνος Μαρί Λυς τραγούδησε τον εξαιρετικά απαιτητικό -ιδίως ως προς τις αντοχές- ρόλο της Σεμέλης με τεχνική άνεση (κολορατούρες, διακυμάνσεις δυναμικής) αν και μάλλον φτωχή ηχοχρωματική παλέτα, ενώ απέδωσε πειστικά τον εγωκεντρικό, κάπως ματαιόδοξο χαρακτήρα με τις συχνές συναισθηματικές μεταπτώσεις. Καλοτραγουδισμένος και με εξαιρετική άρθρωση του αδόμενου λόγου, ο Δίας του Βρετανού τενόρου Τζέρεμυ Όβεντεν ωφελήθηκε πολύ από την μακρά σκηνική του εμπειρία. Εντυπωσιακοί μουσικοδραματικά ήσαν τόσο ο Πολωνός κόντρα- τενόρος Ράφαγ Τόμκιεβιτς ως Αθάμας όσο και η υψίφωνος Μαριλένα Στριφτόμπολα ως Ίρις και Έρωτας.
Και οι νέες όμως προσθήκες στάθηκαν ισάξια, με κορυφαία την Εσθονή μεσόφωνο Ντάρα Σαβίνοβα, που εντυπωσίασε ως Ινώ και Ήρα, μεριμνώντας για την φωνητική/ ηχοχρωματική διαφοροποίηση των αβανταδόρικων σκην(οθετ)ικά ρόλων. Απόλυτα φερέγγυος ως Κάδμος, Ύπνος και Αρχιερέας ήταν και ο Ιταλός μπασοβαρύτονος Τζανλούκα Μαργκέρι.
Ας ελπίσουμε ότι αυτή η πολύ όμορφη παραγωγή θα αποτελέσει το έναυσμα για την επαναφορά της μπαρόκ όπερας στην Αθήνα…
Μια άλλη επαναφορά συνέβη λίγες μέρες νωρίτερα (22/10), στην "Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης" του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, όταν ο Πέτρου διηύθυνε την Καμεράτα σε συναυλία με έργα της εποχής του μπαρόκ, που είχαν ξαναερμηνεύσει κατά το παρελθόν. Στον απόηχο του καλοκαιρινού θριάμβου τους στην Σκάλα του Μιλάνου, τούτη ήταν η πρώτη κοινή εμφάνισή τους μετά από καιρό στο Μέγαρο, όπου και επανεντάχθηκε θεσμικά το σύνολο, μετά την -όχι ακόμη ολοκληρωτική- επίλυση από την πολιτεία των διαφόρων προβλημάτων που το ταλάνιζαν επί δέκα και πλέον χρόνια.
Στη σύνθεση της "Καμεράτας" περιλαμβάνονταν αρκετοί ξένοι μουσικοί και δη στα βιολιά, τα όμποε -που τοποθετήθηκαν σε πρώτο πλάνο στο μέσο της ορχήστρας μεταξύ εγχόρδων- και τις τρομπέτες.
Η βραδιά άνοιξε με τις σε μείζονα τονικότητα δύο τελευταίες (3η – 4η) από τις τέσσερις "Ορχηστρικές Σουίτες" του Γ.Σ. Μπαχ, ουσιαστικά ακολουθίες χορών, που προδίδουν τη μεγάλη εξοικείωση του συνθέτη με το γαλλικό μουσικό στυλ του 17ου αιώνα, από το οποίο και αντλούν έμπνευση.
Οι ιστορικά ενημερωμένες ερμηνείες έσφυζαν από παλμό, διακριτικό τονισμό της μελωδικής γραμμής αλλά και έντονες αντιθέσεις ιδίως στους διαφορετικού χαρακτήρα χορούς της αστικής τάξης της εποχής: κομψότητα, χάρη, επισημότητα εναλλάσσονταν με χαρά, γιορτινή διάθεση, φλόγα. Ο εστιασμένος, διάφανος ήχος των εγχόρδων (και το αξιόπιστο μπάσο κοντίνουο των Πάνου Ηλιόπουλου στο τσέμπαλο και Θοδωρή Κίτσου στην θεόρβη) αλλά και οι καλλιεπείς συνεισφορές ξύλινων και χάλκινων πνευστών ανέδειξαν με συνέπεια τόσο το αυστηρό συντακτικό (πυκνά πολυφωνικά σχήματα, πλούσια αντίστιξη) όσο και τους γλυκασμούς και εκλεπτύνσεις κάθε έργου.
Σε αμφότερες τις σουίτες εντυπωσίασαν η ευγένεια του χορευτικού βηματισμού, η ρευστότητα εναλλαγής αργών και γρήγορων θεμάτων στις εισαγωγές ή ακόμη η άνεση με την οποία ανταποκρίθηκαν οι μπαρόκ τρομπέτες (Γκίλμορ, Γουντ, Αρκούδης) στις δεξιοτεχνικές προκλήσεις της γραφής.
Αν στην κοσμαγάπητη -εξ αιτίας της περίφημης, ιταλικού ύφους "Άριας"- 3η Σουίτα υπήρχαν ίσως περιθώρια για ακόμη εντελέστερη απόδοση της εξίσου διάχυτης πνευματικότητας, στην 4η ευχαρίστησαν ιδιαίτερα η ευφάνταστη κλιμάκωση ταχυτήτων και δυναμικής, και η ευελιξία της φραστικής.
Ακόμη περισσότερο ανάλαφρη, διασκεδαστική διάθεση διέπει μιαν άλλη ακολουθία χορών, αυτήν της περίφημης "Μουσικής των νερών" του Χαίντελ που δόθηκε μετά το διάλειμμα. Το έργο δεν αφορά το υδάτινο στοιχείο˙ απλώς πήρε το όνομά του επειδή πρωτακούσθηκε εν πλω, ενδεχομένως με αφορμή δεξίωση που διοργανώθηκε σε βάρκες στον Τάμεση προς τιμήν του τότε βασιλιά της Αγγλίας.
Εν προκειμένω, η "Μουσική των νερών" (το χειρόγραφο της οποίας έχει σχεδόν χαθεί στο σύνολό του, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να γνωρίζει κανείς, εάν τα μέρη που το απαρτίζουν γράφηκαν την ίδια ή σε διαφορετικές χρονιές) παρουσιάσθηκε στο πλήρες ανάπτυγμα από τις τρεις σουίτες της, που υλοποιείται από άποψη ενορχήστρωσης με την πρωταγωνιστική παρουσία κόρνων (στην πρώτη) και τρομπετών (στη δεύτερη). Πέρα από τα χάλκινα, το συνεπτυγμένο, 20μελές κλιμάκιο εγχόρδων της Καμεράτας ενισχύθηκε από ξύλινα πνευστά (όμποε, φαγκότο), τύμπανα (Δεσύλλας) και τσέμπαλο (Ηλιόπουλος).
Η μακρά εμπειρία του Πέτρου στον Χαίντελ αποδείχθηκε καθοριστική για την επιτυχία της ερμηνείας, διασφαλίζοντας την προσεγμένη απόδοση των τόσο κρίσιμων στη μουσική του μπαρόκ συνεχών μεταπτώσεων διάθεσης: ευφάνταστες εναλλαγές ταχυτήτων, ρυθμική ζωντάνια, μεγάλη πλαστικότητα φραστικής, θεατρικότητα αξιοποιήθηκαν για τη διαμόρφωση ενός ακροάματος με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, έντονη λικνιστική κομψότητα, μεγάλη διαύγεια και ρευστότητα αφήγησης! Η ορχηστρική διάταξη που ευνοούσε τις ηχοχρωματικές αντιθέσεις, το δίχως βιμπράτο παίξιμο και ο σφιχτά εστιασμένος ήχος προσέδωσαν στην εκφορά των εγχόρδων ιδανικό συνδυασμό διαφάνειας και ευκινησίας, επιτρέποντας τη διάπλαση ενός συνολικού ήχου χαρακτηρισμένου από σβελτάδα και εσωτερική κινητικότητα.
Οφείλει κανείς να υπογραμμίσει τη συμβολή των μουσικών που έπαιξαν, με τη δέουσα δεξιοτεχνία (παρότι δεν έλειψαν κατά τόπους μικροολισθήματα) αλλά και εκφραστικότητα, πνευστά όργανα, ιστορικά ή αντίγραφα εποχής: των Γκουτιέρεθ, Βάμβα και Μπλάβατ στα όμποε, του Αλέξανδρου Οικονόμου στο φαγκότο, των Σίσκου και Φωτιά στα φυσικά κόρνα, των Γκίλμορ, Γουντ και Αρκούδη στις τρομπέτες, καθώς και του Δημήτρη Κούντουρα στο φλάουτο, που ανέδειξε το υπέροχο ποιητικό αργό μέρος της δεύτερης σουίτας.
Τα δύο απολαυστικά αυτά γεγονότα επιβεβαίωσαν ότι η επιστροφή Καμεράτας και Πέτρου στην αθηναϊκή μουσική ζωή δεν είναι μόνο πολύτιμη, αλλά και αναγκαία…
Λεζάντα πρώτης φωτογραφίας: Στιγμιότυπο από την "Σεμέλη" του Χαίντελ, που παρουσιάσθηκε σκηνικά στο θέατρο "Ολύμπια" μεταξύ 3 και 10/11: στο κέντρο διακρίνεται η πρωταγωνίστρια υψίφωνος Μαρί Λυς © Νικόλας Κομίνης