Η επιβλητική θέα στη νυχτερινή πρωτεύουσα, τα φώτα της οικείας εξωτερικής καντίνας και το γεμάτο πάρκινγκ, ήταν τα πρώτα που δημιουργούσαν συγκίνηση καθώς έφτανε κανείς στον λόφο, ήδη πριν διαβείς τη νέα πόρτα του Δημοτικού Θεάτρου Λυκαβηττού και διασχίσεις ξανά τον γνώριμο διάδρομο, μπαίνοντας στον χώρο της σκηνής και των κερκίδων. Τα πόδια, μάλιστα, έβρισκαν μόνα τους τον δρόμο για την όποια μικρή περιήγηση, ανακαλώντας αυτοματισμούς που έμοιαζαν μισοξεχασμένοι, ανάκατοι με τόσες και τόσες αναμνήσεις για τις υπέροχες συναυλίες που έχουμε απολαύσει εδώ.
Το κοινό έφτανε κατά κύματα από νωρίς, κάτι χρήσιμο για μια βραδιά που είχε βγει sold out, καθώς βοήθησε στη μερική αποφυγή του συνωστισμού. Γράφω "μερική" γιατί δυστυχώς δεν αποφεύχθηκε πλήρως, με αποτέλεσμα σε κάποιο σημείο λίγο πριν τις 21.00 να παρατηρηθεί φρακάρισμα στον περιφερειακό. Επίσης, αρκετός κόσμος έδειξε ανενημέρωτος για το ότι, πλέον, δεν επιτρέπεται η άνοδος αυτοκινήτων στον λόφο, με εξαιρέσεις για τους ΑμεΑ, τους ηλικιωμένους και τα ταξί. Σε αντιστάθμισμα, ο Δήμος Αθηναίων παρέχει δωρεάν μεταφορά προς και από το θέατρο με λεωφορείο (τύπου shuttle bus), με σημείο εκκίνησης/τερματισμού την οδό Σαρανταπήχου.
Όλα αυτά, πάντως, φάνηκε ότι πρέπει να εμπεδωθούν, ενώ τα λεωφορεία μπορεί να χρειάζεται να γίνουν μεγαλύτερα ή να κάνουν συχνότερες μεταφορές, τουλάχιστον για τις βραδιές που ο Λυκαβηττός βγαίνει sold out. Το πρώτο κρας τεστ, ως εκ τούτου, έβγαλε ανάκατα αποτελέσματα, γιατί ναι μεν κάποιοι διάλεξαν να ανέβουν/κατέβουν σε στυλ περιπάτου, άλλοι, όμως, που δεν διέθεταν την απαιτούμενη φυσική κατάσταση, βρέθηκαν για τον έναν ή τον άλλον λόγο να αγκομαχούν σε μια ανηφόρα αρκετά μακρά.
Τριγυρίζοντας και ακούγοντας τις συζητήσεις των παρευρισκόμενων, τώρα, ο νέος Λυκαβηττός άρεσε. Ίσως σε ορισμένους να έλειψε η χαρακτηριστική εικόνα των παλιών κίτρινων και κόκκινων πλαστικών καθισμάτων –η οποία επιμένει να δίνει τον τόνο στις φωτογραφίες αρχείου που κατέκλυσαν τελευταία τον Τύπο– αλλά η καινούρια σιδηροκατασκευή με τους ξύλινους πάγκους προσφέρει μια καλοδεχούμενη σιγουριά ασφάλειας, κόντρα στη φθορά που έγινε αιτία για το πολυετές κλείσιμο του θεάτρου. Παράλληλα, αύξησε και τις θέσεις των καθήμενων, αφού πλέον χωράνε 3.950 άτομα, δηλαδή 100 περισσότερα από ό,τι πριν.
Ειπώθηκε, βέβαια, ότι η αποπεράτωση της ανακαίνισης δεν είναι ακόμα πλήρης και ότι η ημερομηνία της εορταστικής επαναλειτουργίας δεν ήταν άσχετη με τις επικείμενες αυτοδιοικητικές εκλογές. Ασφαλώς, οι προεκλογικοί καιροί είναι πάντοτε ...πονηροί –ειδικά σε χώρες σαν την Ελλάδα. Γι' αυτό και δεν βλάπτει να θυμόμαστε ότι η ζητούμενη "αλήθεια" ίσως να διαθέτει πολλές έγκυρες πλευρές. Μπορεί, ας πούμε, όντως η αποπεράτωση να μην βρίσκεται στο 100%, μα τα όσα εκκρεμούν να αφορούν σε πράγματα μη διακριτά από το κοινό, ικανά να ολοκληρωθούν και κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Στην πρώτη γνωριμία με αυτόν τον νέο Λυκαβηττό δεν αισθάνθηκα να λείπει κάτι στα βασικά θέματα της διαχείρισης της προσέλευσης, της επαναλειτουργίας της εσωτερικής καντίνας ή της οργάνωσης στον χώρο της τουαλέτας.
Αν κάπου καταστρατηγείται η αλήθεια, είναι στην επιμονή να μιλάμε για "15 χρόνια σιγής" στον Λυκαβηττό. Το έγραψαν –και εξακολουθούν– ακόμα και έγκριτοι συνάδελφοι μεγάλων μέσων, αλλά το είδαμε να φιγουράρει και στο επίσημο βίντεο του Δήμου Αθηναίων, με το οποίο έγινε το καλωσόρισμα του κοινού στο νέο θέατρο. Όμως δεν γίνεται να λέμε κάτι τέτοιο, όταν η τελευταία συναυλία δόθηκε εδώ το 2013, παράγοντας μάλιστα κι ένα διεθνές DVD. Η αφαίρεση 2023 πλην 2013 δεν δίνει δεκαπενταετία, πώς να το κάνουμε. Για όποιον επιθυμεί περισσότερες λεπτομέρειες, το "α" έχει ήδη διαφοροποιηθεί δημοσίως από αυτή την ακατανόητη "καραμέλα".
Η συναυλία-γιορτή ξεκίνησε με το που τελείωσε το βίντεο στις οθόνες δεξιά κι αριστερά της σκοτεινής σκηνής, με τα φώτα της να ανάβουν έπειτα, μέσα σε θερμό χειροκρότημα, αποκαλύπτοντας ότι η ορχήστρα του Σταύρου Ξαρχάκου είχε ήδη λάβει τις θέσεις της. Ακολούθως βγήκε και ο σπουδαίος μας συνθέτης, μαζί με τις τέσσερις φωνές της βραδιάς: τον Μανώλη Μητσιά, την Ελευθερία Αρβανιτάκη, την Ηρώ Σαΐα και τον Ζαχαρία Καρούνη. Και η ιστορία έγραψε ότι οι πρώτες νότες που ξαναήχησαν στον Λυκαβηττό μετά από 10 χρόνια σιωπής προήλθαν από το σαντούρι του Βαγγέλη Πασχαλίδη. Το οποίο οδήγησε σε μια θαυμάσια ομαδική εκτέλεση του "Μάνα Μου Ελλάς", με τον Καρούνη να τα καταφέρνει πολύ καλά στο δύσκολο μέρος του αρχικού αμανέ, που τόσο ανεπανάληπτα τραγούδησε 40 χρόνια πριν ο Νίκος Δημητράτος.
Η βραδιά, από εκεί και πέρα, είχε την εξής δομή: ένας-ένας οι τραγουδιστές σηκώνονταν από τις θέσεις τους και απέδιδαν κάποια από τις πάμπολλες κοσμαγάπητες συνθέσεις του Ξαρχάκου, ο οποίος διηύθυνε φυσικά τους πάντες και τα πάντα με εκείνον τον γνώριμα δαιμονιώδη του τρόπο, που δεν μοιάζει με κανενός άλλου μαέστρου. Πρώτος ήταν ο Μητσιάς, δεύτερη η Αρβανιτάκη, τρίτος ακολουθούσε ο Καρούνης, τέταρτη ερχόταν η Σαΐα, ώσπου μια πανηγυρική, ομαδική εκτέλεση στο "Στου Θωμά" όρισε το τέλος ενός άτυπου πρώτου μέρους.
Ακολούθως, η σειρά των συμμετεχόντων ερμηνευτών έγινε πιο ελεύθερη και ανάκατη στο άτυπα δεύτερο μέρος, που ολοκληρώθηκε με την αποχώρηση των βασικών συντελεστών από τη σκηνή και την επιστροφή τους υπό το έντονο μπιζάρισμα του κοινού για encore, που αποδείχθηκε διπλό, αφού τα "κι άλλο-κι άλλο" του κόσμου είχαν ως αποτέλεσμα το κλείσιμο της βραδιάς με το αθάνατο "Ήτανε Μια Φορά", λίγο πριν τα μεσάνυχτα: ακόμα και όσοι είχαν σηκωθεί πια από τις θέσεις τους και κατευθύνονταν προς την πύλη εξόδου κοντοστάθηκαν στο άκουσμά του, σιγοτραγουδώντας τους αξέχαστους στίχους του Κώστα Φέρρη.
Οι ειδικές συνθήκες αυτής της συναυλίας, τώρα, νομίζω ότι καθιστούν περιττή τη λεπτομερή κριτική στα δρώμενα, ενώ σίγουρα απαλύνουν κάποιες πιο αυστηρές επισημάνσεις, οι οποίες θα λάμβαναν αδρότερες γραμμές στην αποτίμηση μιας διαφορετικής βραδιάς. Γιατί εδώ, πάνω από όλα, βρισκόσουν σε μια γιορτή για την επαναλειτουργία ενός τοπόσημου ιστορικού και ιδιαιτέρως αγαπητού, που είχε στηθεί με εσκεμμένα χαμηλό εισιτήριο, έχοντας ως πρωταγωνιστή το ρεπερτόριο του Ξαρχάκου: τραγούδια τεράστιας μουσικής και συναισθηματικής αξίας ("Το Δίχτυ", "Νυν Και Αεί", "Όνειρο Δεμένο", "Να Με Θυμάσαι Και Να Μ' Αγαπάς", "Έβαλε Ο Θεός Σημάδι", "Μάτια Βουρκωμένα", "Άπονη Ζωή", "Στου Όθωνα Τα Χρόνια", "Καίγομαι-Καίγομαι" κ.ά.), με τον συνθέτη να αποδεικνύεται δυναμίτης, πείθοντάς σε να ακολουθήσεις ακόμα και ορισμένες ανοίκειες νέες ενορχηστρώσεις, που ίσως σε πρώτη επαφή να μην κάθονταν καλά στο αφτί. Όπως λ.χ. εκείνο το σαξόφωνο στο "Ανναμπέλ" (πιο γνωστό ως "Ένα Πρωινό").
Η εκπληκτική ορχήστρα που συνοδεύει τελευταία τον Ξαρχάκο φρόντισε για την άριστη εκτελεστική απόδοση αυτού του υλικού και δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι Γιορτή στον Λυκαβηττό είναι, πράγματι, να ακούς τον Μανώλη Μητσιά να τραγουδά τόσο υπέροχα το "Σαββατόβραδο Στην Καισαριανή", έχοντας τον ίδιο τον συνθέτη απέναντί του, περιστοιχισμένος από τέτοιας κλάσης μουσικούς και από τόσο κελαρυστά μπουζούκια.
Από εκεί και πέρα, ας πούμε ότι ο Ξαρχάκος είναι άνθρωπος ικανός να παίρνει το καλύτερο από όσα μπορούν να δώσουν οι τραγουδιστές τους οποίους έχει κάθε φορά στη διάθεσή του –ακόμα κι αν οι δυνάμεις τους είναι μικρές, εκ φύσεως ή λόγω της φθοράς του χρόνου. Ο Μητσιάς αποδείχθηκε βέβαια εκτός συναγωνισμού, πάντως όλοι στάθηκαν αξιοπρεπώς, ενώ υπήρξαν και στιγμές όπου σημειώθηκαν κι ευχάριστες εκπλήξεις. Ωστόσο, επειδή υπάρχει και η μνήμη, πέρα από τον χείμαρρο συναισθημάτων που μαρτυρούσε το άκρατο χειροκρότημα, οι συγκρίσεις με το δυναμικό που είχε στη διάθεσή του ο συνθέτης το 1978, όταν έδωσε 11 ιστορικές συναυλίες στον λόφο, ήταν, φοβάμαι, αναπόφευκτες.
Αυτή η παρατήρηση, τώρα, κουμπώνει και με μια συζήτηση που ήδη άνοιξε, γύρω από το ερώτημα "ποιον Λυκαβηττό θέλουμε". Πέρα από τα προεκλογικά της Αθήνας, τα οποία πάλι βάζουν την ουρά τους στο όλο τάιμινγκ, είναι ένα ερώτημα που έχει μεν ένα κάποιο περιεχόμενο, μα τίθεται με λάθος τρόπο. Θέλουμε, ποιοι; Το κοινό του Γιάννη Χαρούλη, ο οποίος πάει για τριπλό sold out στον λόφο; Το κοινό του Γιώργου Μαζωνάκη, που ετοιμάζεται να γιορτάσει εκεί 30 χρόνια δισκογραφίας; Ή οι φαντασιακοί ιδιοκτήτες ενός κλειστού club Εσπέριου πολιτισμού και εκπολιτισμού όσων "βαρβάρων" ακούνε ελληνικά; Όσοι, επειδή είδαν ίσως κάποτε εδώ τον Keith Jarrett, τους Radiohead, τους Van Der Graaf Generator ή τον Peter Gabriel, αισθάνονται ότι δικαιούνται να ξιφουλκούν για το ποιοι θα παίζουν στον Λυκαβηττό;
Δεν αντιλέγω, βέβαια, ότι υπάρχει μια ιστορία ακμής, με σπουδαία ορόσημα της μουσικής μας ζωής, χάρη στα οποία ενδυνάμωσε ο θρύλος που συνοδεύει σήμερα τον Λυκαβηττό, κάνοντας την επαναλειτουργία του "talk of the town": οπωσδήποτε, η θέση αυτή στα πράγματα δεν οφείλεται απλά και μόνο στη θέα. Όμως δεν γίνεται να κρίνουμε τα του νέου θεάτρου πριν καν περπατήσει, στη βάση ενός μικρού, αναγκαστικά κουτσουρεμένου προγράμματος, που, πράγματι, δεν έχει τη γενική αποδοχή που συντρόφευσε τη συναυλία του Ξαρχάκου, δημιουργώντας, έτσι, μια κάποια απογοήτευση. Ας βγει όμως μια φουλ καλοκαιρινή σεζόν και τα ξαναλέμε.
Για να μπούμε πάντως και σε βαθύτερα νερά, είναι χρήσιμο να αναλογιστούμε ότι ο παλιός Λυκαβηττός υπήρξε απότοκο μιας συνολικότερης πολιτισμικής κίνησης, η οποία υποστηρίχτηκε δεόντως –και με διάρκεια– από ένα ευρύτερο κοινό, τροφοδοτούμενη από μια καλλιτεχνική δεξαμενή ικανή να παράγει σπουδαία ονόματα με μαζικότερη απεύθυνση (και στην Ελλάδα και διεθνώς). Σήμερα, όμως; Είναι ακόμα έτσι τα μουσικά πράγματα; Κι εγώ θα ήθελα να γιορτάσω τον νέο Λυκαβηττό σε στυλ Ξαρχάκος 1978, μα τελικά τον εγκαινίασα με όσα ξετυλίχθηκαν άνωθεν. Πολύ απλά, γιατί έτσι έχει το ελληνικό τραγούδι στο 2023.
Ασφαλώς, οι ιστορίες που θα γραφτούν μετά το φετινό γύρισμα της σελίδας στον λόφο, δεν γίνεται να προβλεφθούν. Ωστόσο, θα εξαρτηθούν κι αυτές από το πού θα θέσει τον πήχη των απαιτήσεών του το ίδιο το κοινό, σε μια εποχή ατομικών διαδρομών με όλο και πιο χαμηλό ορίζοντα προσδοκιών, η οποία δεν ευνοεί τη συγκρότηση κοινών, μεγάλων αναμνήσεων.