"Πρέπει να παίζουμε πιο συχνά στην Ελλάδα", μουρμούρισαν φωναχτά οι Helloween σε κάποια φάση της βραδιάς, όταν φάνηκε να τα χάνουν λίγο, βλέποντας την αποθεωτική υποδοχή που τους επεφύλαξε ένα πλήθος χιλιάδων ατόμων στην Πλατεία Νερού. Το οποίο αψήφησε τις προβλέψεις για βροχές και καταιγίδες ώστε να δώσει το παρών σε μια πολυαναμένομενη metal γιορτή, με τους Γερμανούς πιονέρους του ευρωπαϊκού power να μας τη χαρίζουν όπως την είχαμε φανταστεί –αποδεικνύοντας έμπρακτα τη σοφία της αρχαίας ρήσης "ισχύς εν τη ενώσει".
Τη βροχή, βέβαια, δεν τη γλιτώσαμε και τελείως. Μπορεί η μεγάλη μερίδα του κόσμου να ήρθε στο Φάληρο κατά τη διάρκεια του set των Beyond The Black, αποφεύγοντάς την, αλλά τους (όχι και λίγους) που κατέφτασαν από τις 18.00 για μια θέση μπροστά και για το άνοιγμα του φεστιβάλ, τους υποδέχτηκε μια μπόρα με τα όλα της. Όμως δεν μάσησαν.
Άλλοι λοιπόν ανοίγοντας ομπρέλες, άλλοι φορώντας τα αδιάβροχα που είχαν προμηθευτεί στην είσοδο, άλλοι έτσι σκέτοι (και αναπόφευκτα βρεγμένοι), έστησαν ενθουσιώδη κερκίδα για τους Silent Winter, οι οποίοι είχαν αναλάβει το ξεκίνημα της 2ης ημέρας του Release Athens 2023. Το συγκρότημα από τον Βόλο, πάντως, αντιμετώπισε με χιούμορ την άβολη κατάσταση: αστειεύτηκαν με το όνομά τους, λέγοντας ότι μάλλον ήταν εκείνοι που έφεραν τον χειμώνα στην Αθήνα. Με μία έννοια, πάντως, αυτή η μπόρα τους βοήθησε και να διακριθούν, καταγράφοντας τη δεύτερη καλύτερη εμφάνιση της εκδήλωσης μετά τους Helloween. Ήταν τέτοια η απόδοσή τους, δηλαδή, ώστε σύντομα ο κόσμος ξέχασε ότι βρεχόταν, αφηνόμενος στο καταιγιστικό τους power metal, που διανθιζόταν και με κάποια επικά στοιχεία.
Είναι αλήθεια, βέβαια, πώς το υλικό τους δεν διαθέτει εκπλήξεις, αφού στιλιστικά μένει κοντά σε ό,τι θεωρείται στάνταρ για τον χώρο αυτό. Αλλά επί σκηνής έχει τη δύναμη να μεταμορφώνεται σε κάτι πιο ελκυστικό, χάρη και στα παιξίματα των μουσικών της μπάντας (ειδικά του κιθαρίστα και ηγέτη Κυριάκου Μπαλάνου), κυρίως, όμως, λόγω του εκπληκτικού Μιχάλη Λίβα: τέτοια φωνή, με ποιότητες που θυμίζουν κάτι από τα νιάτα του Michael Kiske, μα και του Bruce Dickinson, αμφιβάλλω ότι υπάρχει άλλη στο εγχώριο power metal σκηνικό. Κάπως έτσι, με τα "Empire Of Sins", "Shout" και "Dragons Dance" να καταγράφονται ως οι λαμπρότερες στιγμές ενός σφιχτού 45λεπτου set, οι Βολιώτες έκαναν το κοινό να ξεχάσει τον καιρό, οδηγώντας το σε ενθουσιώδεις αντιδράσεις υπό βροχή, με τον εντυπωσιασμένο Λίβα να αναφωνεί "Είσαστε θεότρελοι".
Ώσπου να πάρουν τη σκυτάλη οι Beyond The Black, ο ουρανός είχε αρχίσει να ανοίγει και ο κόσμος κατέφτανε κατά κύματα στην Πλατεία Νερού. Για την επιτυχημένη μπάντα από το Μανχάιμ της Γερμανίας αυτή ήταν η πρώτη συναυλία στην Ελλάδα, αλλά συνάμα κι ένα ποδαρικό με το δεξί. Αν θέλετε μια πρόβλεψη, δηλαδή, δεν θα αργήσουμε να τους ξαναδούμε, καθώς η τραγουδίστρια και ηγέτιδα Jennifer Haben τράβηξε πολλά βλέμματα, ενώ ο ήχος τους –κάπου στο μεταξύ των Nightwish και των Arch Enemy– αρέσει διαπιστωμένα στα μέρη μας. Προξένησε έτσι κάμποσες δυναμικές αντιδράσεις στο πλήθος μπροστά στη σκηνή, (προφανώς) ενθουσιάζοντας ακόμα και ανθρώπους που μέχρι τώρα δεν γνώριζαν το συγκρότημα. Μάλιστα, το εν λόγω κλίμα δημιουργήθηκε με το καλημέρα, καθώς ο κόσμος υποδέχτηκε με περίσσια θέρμη το εναρκτήριο "Is There Anybody Out There?".
Λίγο μετά, επίσης, όταν κατά τη διάρκεια του "Songs Of Love And Death" η Jennifer Haben ζήτησε να φωνάξουν για χάρη της, οι ιαχές που ακολούθησαν ήταν τόσο ηχηρές, ώστε έδωσαν αέρα στα πανιά των Beyond The Black. Δίχως καμία αίσθηση κοιλιάς, με τεχνικά παιξίματα ακριβείας από τον κιθαρίστα Chris Hermsdörfer και με ωραίες, μελωδικές ερμηνείες εκ μέρους της Haben, το set κύλησε νερό μέχρι το τέλος, αγγίζοντας μια λαμπερή επαγγελματική κορύφωση στα "When Angels Fall", "Running To The Edge" και "In The Shadows". Κρίμα μόνο που όλα τούτα προέκυψαν τόσο ανώδυνα, τόσο ασφαλώς συσκευασμένα, τόσο στιλιζαρισμένα –τόσο Γιουροβίζιον, επί της ουσίας, όπως τα χαρακτηρίζει εύστοχα η φίλη μου η Νικολέτα: μια δευτερότριτη ποπ με βαριές ενορχηστρώσεις και δοσομετρημένα growls. Αλλά δεν μπορείς να τα έχεις όλα, υποθέτω.
Ακολούθησαν οι Jinjer, οι οποίοι φαίνεται να έχουν παγιώσει πια μια κάποια σχέση με το ελληνικό hard & heavy κοινό, ύστερα από την περσινή τους εμφάνιση στο Release Athens, όταν προετοίμασαν το έδαφος για τους Slipknot –με τις κακές γλώσσες να λένε ότι στάθηκαν ανώτεροι των δοξασμένων, μα παρηκμασμένων Sepultura. Ας σημειωθεί, ωστόσο, ότι η σχέση βαστάει από ακόμα παλιότερα, από όταν δηλαδή έπαιξαν support στους Arch Enemy (Σεπτέμβριος 2017) και φάνηκε ότι υπήρχε κόσμος που είχε έρθει στο "Piraeus 117 Academy" ειδικά για χάρη τους.
Σε κάθε περίπτωση, οι Ουκρανοί έγιναν δεκτοί με χειροκροτήματα από τις πρώτες σειρές καθώς παρατάχθηκαν κάτω από τα χαρακτηριστικά μπλε και κίτρινα χρώματα της πολύπαθης χώρας τους, συνδυάζοντας το έμβλημά τους με το διεθνές σήμα της ειρήνης. Περίμενα μάλιστα ότι θα μιλούσαν για τον πόλεμο που εξακολουθεί να μαίνεται εκεί, όμως αυτοί αρκέστηκαν να μας ευχαριστήσουν για το ότι αγκαλιάσαμε τους συμπατριώτες τους που κατέφυγαν στην Ελλάδα, προτρέποντάς μας να "παραμείνουμε άνθρωποι".
Το τι θα συνέβαινε στο αμιγώς συναυλιακό κομμάτι, τώρα, καταγράφηκε με σαφήνεια στο εναρκτήριο "Perennial": θα βλέπαμε μια πολύ δεμένη μπάντα, με λεπτομερώς δουλεμένο ήχο –που "ακούστηκε" και όπως του έπρεπε– η οποία είχε ως αιχμή του δόρατός της την ακατάπαυστη ενέργεια της Tatiana Shmailyuk. Η τραγουδίστρια από το (εμπόλεμο) Donetsk αλώνισε στα 60+ μέτρα της νέας σκηνής του Release Athens και, ως συνήθως, φανέρωσε άνεση στην εναλλαγή καθαρών και μπρουτάλ φωνητικών. Κι έτσι, παρότι δεν έπαιξαν το "Pisces" (το γνωστότερό τους κομμάτι), τόνωσε και ανέδειξε στιγμές σαν το "Wallflower", το "Pit Of Consciousness" ή το "Sleep Of The Righteous". Παράλληλα, χάρη στην πράσινη νέον σκιά που είχε περάσει γύρω από τα μάτια της, καταγραφόταν και ως απόκοσμη παρουσία στα πιο σκοτεινά στιγμιότυπα του σόου, αν και εξίσου εκθαμβωτικά αποτυπωνόταν και κάτω από τα επιβλητικά μπλε φώτα του φεστιβάλ.
Εξίσου διακριτή, πάντως, έγινε και η άλλη πλευρά του νομίσματος της Jinjer εμπειρίας. Αυτή δηλαδή που έχει να κάνει με την απάθεια του μεγαλύτερου όγκου του πλήθους στην Πλατεία Νερού, το οποίο παρακολουθούσε όλο και πιο βαριεστημένα πέρα από τις άμεσα μπροστινές σειρές, οι οποίες δεν έπαψαν να στηρίζουν το ουκρανικό γκρουπ, δείχνοντας ότι γνωρίζουν και το υλικό του. Μια άποψη, που την ακούω κι έχει τα δίκια της, λέει ότι το κοινό των Helloween –και ιδιαίτερα η παλιότερη φρουρά– δεν ακούει τα πράγματα που παίζουν οι Jinjer. Μια άλλη, όμως, την οποία στηρίζω και ο ίδιος, λέει ότι τα πράγματα που παίζουν οι Jinjer είναι μια στιλιζαρισμένη μάπα: μια άψογα στημένη πόζα, πίσω από την οποία υπάρχει μονάχα κενό, με αποτέλεσμα να περνάει η ώρα και να νιώθεις ότι ακούς το ίδιο τραγούδι σε παραλλαγές.
Τελικά, πάντως, δεν είχε και πολλή σημασία το πού στεκόσουν αναφορικά με τους Ουκρανούς, γιατί ξεχάστηκαν γρήγορα, μόλις σήμανε 22.30 και είδαμε τους Helloween να ξεχύνονται επί σκηνής ο ένας μετά τον άλλον, λαμβάνοντας θέση κάτω από τη γιγαντιαία, επιβλητικά φωτισμένη κολοκύθα όπου είχαν στηθεί τα ντραμς του Daniel Löble. Η Πλατεία Νερού σείστηκε από ενθουσιασμό κι εκείνοι, δίχως χρονοτριβή, ξεκίνησαν με το "Skyfall", θέλοντας προφανώς να μας δώσουν μια πρώτη "γεύση" αυτής της United Forces φάσης τους –έτσι λέγεται δηλαδή η νυν περιοδεία, η οποία ακολουθεί την Pumpkins United εποχή, στην οποία έγινε η ιστορική επανένωση παλιών και νέων μελών. Και δεν μπορούσες να μη σκεφτείς, όσο τους χάζευες, εκείνο το "η ισχύς εν τη ενώσει" της εισαγωγής.
Το "Skyfall", τώρα, στάθηκε ιδανικό και για τις συστάσεις με το οπτικό μέρος του σόου που παρουσιάζουν οι Γερμανοί εφευρέτες του power metal. Όσο έπαιζαν, δηλαδή, βλέπαμε πίσω του το sci-fi βιντεοκλίπ του Martin Häusler, το οποίο στη συνέχεια θα διαδεχόταν ένας καταιγισμός από CGI visuals, ειδικά φτιαγμένα για την περιοδεία. Σταθεροί πρωταγωνιστές τους, φυσικά, ήταν οι κολοκύθες: σε πολλές εκδοχές και εκφάνσεις, πάντοτε όμως σκαλισμένες με μια μοχθηρή έκφραση, ως ιδανικοί πρέσβεις της ελαφρότερης ματιάς των Helloween στο heavy metal. Ξεχωριστή μνεία, πάντως, αξίζει και στα πλάνα με τον Dr. Stein, όχι τόσο για την καρικατούρα του αποτρελαμένου Αϊνστάιν με την οποία τον αναπαράστησαν, αλλά για τις αφίσες Helloween από το 1987 που φάνηκαν φευγαλέα στον τοίχο του εργαστηρίου του –με τον Michael Kiske έφηβο με μακριά, ξανθά μαλλιά και τον αδικοχαμένο Ingo Schwichtenberg να αποτυπώνεται με το χαρακτηριστικό του χαμόγελο.
Όσο γουστόζικο κι αν είναι το "Skyfall", τώρα, το συναισθηματικό κόκκινο της βραδιάς άναψε αμέσως μετά, όταν ήχησε το "Eagle Fly Free" –και κορυφώθηκε με το "Future World". Σε αυτά τα δύο σημεία ο Kiske πήρε τα ηνία των Helloween και μας μετέφερε νοερά πίσω στις Keeper Of The Seven Keys δόξες της μπάντας, αλλά και στη νιότη χιλιάδων ανάμεσα στο κοινό, που τραγούδησαν με βροντερό πάθος στα ρεφρέν. Η βραδιά είχε μόλις μετατραπεί στο μεγάλο heavy metal γλέντι που πολλοί fans έβλεπαν για δεκαετίες μόνο στα όνειρά τους, με τους Helloween να τα δίνουν όλα επί σκηνής, έχοντας στις τάξεις τους τον Kiske δίπλα στον Andi Deris και τον Kai Hansen πλάι στον Michael Weikath. Στιγμιότυπα μεγαλειώδη, αληθινή διαφήμιση της συναυλιακής διάστασης της μουσικής εμπειρίας, με πλήθος και καλλιτέχνες να γίνονται ένα, υπό άριστες ηχητικές συνθήκες.
Από εκεί και πέρα, δεν είχε πολλή σημασία αν οι Helloween διάλεξαν να παίξουν το μέτριο "Mass Pollution" αντί για το θαυμάσιο "Fear Of The Fallen" από τα καινούρια ή το "Forever And One (Neverland)" αντί για το "A Tale That Wasn't Right", που περίμενε πώς και πώς ο φίλος μου ο Παναγιώτης. Ούτε αν το παράκαναν στο τέλος, τραβώντας τη διάρκεια του φινάλε και των encore, ώστε να αντισταθμίσουν τις ανάσες που ολοφάνερα έλειψαν και στον Kiske, αλλά και στον Deris κατά την εκτέλεση του "Dr. Stein". Ο κόσμος έμεινε εκεί, μαζί τους, κουρδισμένος στους ρυθμούς τους, να τραγουδά και να χειροκροτά. Στο κάτω-κάτω δεν είναι και μικρά παιδιά πια ο Kiske με τον Deris, ώστε να βγάζουν χωρίς οικονομία δυνάμεων τις ψηλές νότες που απαιτεί το power metal ρεπερτόριο για τις 2 ώρες διάρκειας που παίζουν.
Το set διέθετε ασφαλώς κι άλλες κορυφώσεις, με τον Deris να δίνει τα δικά του ρέστα στο "Power" και τη μπάντα να εκπλήσσει παίζοντάς μας το "I'm Alive". Και, φυσικά, είχε κι ένα τμήμα αφιερωμένο στο ξεκίνημα με το EP Helloween και το άλμπουμ Walls Of Jericho, όπου τα φώτα έπεσαν πάνω στον ιδρυτή Kai Hansen, ο οποίος μας θύμισε κάτι από τον speed ορυμαγδό των "Ride The Sky", "Victim Of Faith" και "Heavy Metal Is The Law" –ξεσηκώνοντας νέο κύμα χειροκροτημάτων και ιαχών. Το κανονικό μέρος της βραδιάς θα έκλεινε με μια φοβερή εκτέλεση του "How Many Tears", όλοι όμως ξέραμε ότι θα είχε και encore.
Το encore, τώρα, έμελλε να στεφανωθεί από το πλέον εορταστικό στιγμιότυπο, που ήταν αναμενόμενα το "I Want Out", στο ρεφρέν του οποίου η Πλατεία Νερού ενώθηκε ξανά σε στόμα ένα. Λίγο πιο πριν, όμως, οι Helloween εντυπωσίασαν για μία ακόμα φορά, με μια πολύ παλικαρίσια εκτέλεση του "Keeper Of The Seven Keys": ο Kiske έκανε μερικές θεαματικές ταλαντώσεις, ο Deris συμπλήρωνε τέλεια όπου έμπαινε, ο βετεράνος μπασίστας Markus Grosskopf έδειξε πόσο πολύτιμη μονάδα παραμένει και το πλάνο με τον Hansen και τον Michael Weikath να παίζουν όπως πίσω στο 1987-1988 πρόσφερε μία εξτρά νότα νοσταλγίας. Έστω κι αν ο κόσμος την έκανε λίγο δύσκολη τη ζωή του Hansen, ο οποίος προσπαθούσε να τραβήξει τη διάρκεια συστήνοντας τα μέλη της μπάντας, μα βρισκόταν να πελαγώνει μέσα στα ασταμάτητα "οέ, οέ, οέ, Helloween-Helloween" του πλήθους.
Πραγματικά δεν ξέρω αν θα υπάρξει άλλη συναυλία στο φετινό καλοκαίρι που θα αγγίξει αυτόν τον τριπλό, υψηλό πήχη ποιότητας, απόδοσης και συγκίνησης. Μένουν ασφαλώς πολλά και ωραία πράγματα να δούμε, όμως οι Helloween πέτυχαν κάτι που δεν θα είναι εύκολο να ισοφαριστεί· πόσο μάλλον να ξεπεραστεί.