Στην πρώτη του φετινή ημέρα, το Release Athens προσέλκυσε ένα εντυπωσιακό πλήθος στην Πλατεία Νερού, φέρνοντας κατά νου τις φεστιβαλικές δόξες του περσινού καλοκαιριού. Οι εκτιμήσεις μιλάνε για προσέλευση περίπου 12.000 ατόμων, κάτι βέβαια που έδειξε παράλληλα πόσο γερές παραμένουν οι σχέσεις του ελληνικού κοινού με το φαινόμενο Nightwish. Άλλωστε είχαν 15 χρόνια να έρθουν κι αυτή ήταν η πρώτη τους φορά με την πολυσυζητημένη –και αγαπημένη, ανάμεσα στους fans– Floor Jansen. Ρόλο, πάντως, έπαιξαν και οι πρόσφατες δηλώσεις ότι μετά τον Ιούνιο θα παύσουν για ένα (αδιευκρίνιστο) διάστημα τη συναυλιακή τους δράση.
Το φεστιβάλ, ασφαλώς, άρχισε αρκετή ώρα πριν δούμε τους Φινλανδούς, δοκιμάζοντας μια καινούρια "συνταγή": μόνο μία εγχώρια μπάντα (αντί για τις δύο των προηγούμενων ετών), η οποία θα εκκινούσε αργότερα το απόγευμα, παίζοντας ένα εκτενέστερο set. Κρίνοντας από όσα είδαμε το πείραμα λειτούργησε, επιβεβαιώνοντας κάτι που προσωπικά έχω γράψει αρκετές φορές στο παρελθόν –ότι το γνώριμο μοντέλο των ευρωπαϊκών διοργανώσεων δεν ταιριάζει ούτε στις θερινές θερμοκρασίες της Ελλάδας, ούτε στην κουλτούρα του εγχώριου κοινού. Την Τετάρτη, βέβαια, επικράτησε και μια συννεφιά, η οποία, συνδυαστικά με ένα δροσερό αεράκι από την πλευρά της θάλασσας, "έσπασε" επαρκώς την πρώτη καλοκαιρινή ζέστη.
Κάπως έτσι, οι Αθηναίοι Elysion έπαιξαν μπροστά σε κάμποσο κόσμο, πετυχαίνοντας την πολυπόθητη επαφή ακόμα και με όσους δεν τους είχαν ξανακούσει. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε και η ηχητική τους ταυτότητα –η οποία κινείται ανάμεσα σε Nightwish και Evanescence– και τα χιλιόμετρα της εμπειρίας (το γκρουπ υπάρχει από το 2006), αλλά και η τραγουδίστριά τους, Χριστίνα Χατζημιχάλη. Μπορεί να φάνηκε στημένη στις απευθύνσεις της, πέτυχε όμως να κάνει μια γερή εμφάνιση (μαύρο ένδυμα με κόκκινες κορδέλες κρεμασμένες από τους κρίκους της ζώνης της) και να στηρίξει τραγούδια με φωνητικές απαιτήσεις σαν τα "Eternity", "Far Away" και "Killing My Dreams". Το γενικότερο ύφος του υλικού τους, βέβαια, δεν είναι για πολλά, αφού παίζουν ένα goth metal υπέρ το δέον στιλιζαρισμένο. Ωστόσο το ξετύλιξαν πειστικότατα, κερδίζοντας δίκαιο χειροκρότημα από τις πρώτες σειρές.
Μέχρι να έρθει η ώρα των Insomnium η Πλατεία Νερού είχε γεμίσει σε αξιοσημείωτο βαθμό, προοικονομώντας τη μεγάλη προσέλευση που θα είχε η βραδιά. Αυτό, επίσης, είχε ως αποτέλεσμα οι Φινλανδοί να ξεκινήσουν μπροστά σε μια μερίδα αφοσιωμένων ακροατών –είναι γνωστό, άλλωστε, ότι το μελαγχολικό τους death metal έχει φίλους στη χώρα μας– οι οποίοι έστησαν μια επαρκή κερκίδα, παρά το ράθυμο των πρώτων επιλογών ("1696", "Lilian"). Ώσπου να φτάσουμε στο "Godforsaken", όμως, το πράγμα έδειχνε τόσο χαμένο στη χλιαρότητα, ώστε αναρωτιόσουν πώς θα πέρναγε η ώρα.
Ακριβώς εκεί, ωστόσο, συνέβη η μεγάλη, καθοριστική έκπληξη, που μετέβαλλε αποφασιστικά τον ρου της συναυλίας: εμφανίστηκε επί σκηνής ο Σάκης Τόλης των Rotting Christ, ώστε να συνεισφέρει τα φωνητικά μέρη του "White Christ", το οποίο τραγούδησε και στο φετινό άλμπουμ των Insomnium ("Anno 1696"). Αμέσως, η Πλατεία Νερού ζωντάνεψε ως το χαλαρό, σκόρπιο πλήθος στο πίσω τμήμα της, το οποίο χειροκρότησε σύσσωμο.
Τώρα, να ήταν άραγε το "κλίμα" που άλλαξε; Να ήταν ότι οι Insomnium χρειάζονταν κάτι τέτοιο, για να πάρουν τελικά μπρος; Να έφταιγε που έπαιξαν πιο ενδιαφέροντα τραγούδια; Δύσκολα καθορίζονται με ακρίβεια τέτοιες ισορροπίες σε μια συναυλιακή συνθήκη, αφού συνήθως όλα παίζουν τον μικρό τους ρόλο σε ό,τι εισπράττεις. Είναι γεγονός, πάντως, ότι από εκείνο το σημείο κι έπειτα οι Φινλανδοί βρήκαν ένα μομέντουμ, το οποίο πέτυχαν να διατηρήσουν καταιγιστικό και ενδιαφέρον έως το φινάλε του set, ειδικά σε ορμητικές στιγμές σαν τα "The Witch Hunter", "Mortal Share" και "Heart Like A Grave". Ακόμα και όσοι δεν τους πολυείχαν σε υπόληψη μέχρι σήμερα, τους έβγαλαν το καπέλο.
Οι In Flames, από την άλλη, δεν χρειαζόταν να χτίσουν τίποτα, αφού ο θρύλος τους παραμένει σεβαστός πέρα από γούστα και προτιμήσεις: έπαιξαν καθοριστικότατο ρόλο στη δημιουργία της μελωδικής death metal σχολής που ταυτίστηκε με τη Σουηδία και την περίφημη Σκηνή του Γκέτεμποργκ κι αυτό είναι κάτι που δεν ξεχνιέται εύκολα από όσους την ακολούθησαν κατά τη δεκαετία του 1990 και κατά το πρώτο μισό των 2000s.
Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι πολλοί "παλιοί" στην Πλατεία Νερού έδωσαν το παρών για εκείνους, παρά για τους Nightwish. Άλλωστε είχαν 23 χρόνια να φανούν στην Ελλάδα –από το Rockwave του μακρινού 2000– ενώ πήραν και την απόφαση να ξεκινήσουν την καινούρια παγκόσμια περιοδεία από την Αθήνα, κάνοντας έτσι αντιληπτό ότι το μπάσο τους κατέχει πλέον ο Liam Wilson των Dillinger Escape Plan (αντικαθιστώντας τον Bryce Paul). Άρχισαν δε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, με την ακουστική κιθάρα να συνοδεύεται από πλήθος ρυθμικών χειροκροτημάτων, λίγο πριν ξεσπάσει η βία του εναρκτήριου "The Great Deceiver".
Κάπου λυπάμαι λοιπόν που θα γράψω τις επόμενες λέξεις, όμως με τους In Flames του 2023 ήταν δύσκολο να συνδεθείς –λιγότερο, ίσως, αν μετριόσουν στους παλιούς, περισσότερο αν ήσουν νέος ή, τέλος πάντων, δεν είχες ακολουθήσει. Σε διάφορα σημεία του set, ας πούμε, το συναισθάνθηκε και ο (λαλίστατος) τραγουδιστής τους Anders Fridén, ο οποίος μεταξύ σοβαρού και αστείου έκανε τα παραπονάκια του, ψέγοντάς μας για τις απογοητευτικές μας αντιδράσεις ως συναυλιακού πλήθους.
Είχε δίκιο; Κατά τη γνώμη μου, τουλάχιστον, όχι. Περίμενε υπερβολικά πολλά για επιλογές τύπου "Alias" και "Call My Name", τη στιγμή που έγινε εμφανές ότι ακόμα και ο κόσμος τους (πόσο μάλλον οι λοιποί) δεν νοιάζονταν γι' αυτά. Δεν είναι τυχαίο, δηλαδή, ότι το κοινό υποδέχθηκε πολύ διαφορετικά τραγούδια σαν τα "Behind Space" ή "Only For The Weak", στήνοντας ακόμα και mosh pit μπροστά και δεξιά, όπως κοιτούσαμε τη σκηνή.
Κάτι ακόμα που πρέπει να τονιστεί, λαμβάνοντας αφορμή και από το μπλουζάκι Clutch το οποίο φορούσε ο κιθαρίστας Björn Gelotte, είναι ότι οι In Flames του σήμερα έχουν πάψει προ πολλού να αποτελούν τη μπάντα που υπήρξαν ως (πάνω-κάτω) το 2002. Όσο κι αν ξινίζουν κάποιοι με τέτοια σχόλια, δηλαδή, ήταν συγκρότημα με ταυτότητα, το οποίο την έκανε πέρα για να παίζει ένα σκληρό alternative metal αμερικάνικης (αφόρητα αμερικάνικης) κοπής, με hardcore συγγένειες.
Προσωπικά, λοιπόν, όσο κι αν κατανοώ ότι είναι μεγάλη υπόθεση να πουλάς δίσκους στις Η.Π.Α., δεν βρίσκω ιδιαίτερο λόγο να ακούω επί τόση ώρα κάτι που απλά διεκδικεί μερίδιο από την πίτα των Slipknot, φλερτάροντας με πράγματα τα οποία οι Converge εξακολουθούν και κάνουν πολύ καλύτερα. Και η συναυλία στην Πλατεία Νερού εξέθεσε φοβάμαι το συγκεκριμένο πρόβλημα σε δυσθεόρατες διαστάσεις, χάρη στο ανανεωμένο ηχητικό σύστημα του Release Athens και τους καινούριους, λίαν εντυπωσιακούς φωτισμούς.
Αυτές τις τεχνικές αναβαθμίσεις, πάντως, όπως και τη νέα, τεράστια σκηνή –πλέον υπερβαίνει τα 60 μέτρα, έχοντας και προσθήκη ειδικών συστημάτων συσκότισης– είναι αλήθεια ότι τα παρατηρήσαμε ευκρινέστερα με το που βγήκαν οι Nightwish, μέσα σε κλίμα αναμενόμενα πανηγυρικό. Μάλιστα, η κατάμεστη Πλατεία Νερού ξεκίνησε τις ιαχές και τα χέρια ψηλά (με στρατιές φωτισμένων κινητών να τραβάνε ακατάπαυστα βίντεο) ήδη από τα πρώτα σύμβολα που άρχισαν να προβάλλονται στις γιγαντοοθόνες μόλις το ρολόι σήμανε 11. Με το μεγάλο μπαμ, φυσικά, να σημειώνεται μόλις είδαμε τους Φινλανδούς επί σκηνής, να ξεκινούν εκκωφαντικά με το "Noise".
Το εντυπωσιακό πλήθος συνέχισε να παραληρεί και στα "Storytime", "Tribal" και "Élan", ενώ υπήρξαν και fans που σήκωσαν τα δικά τους μηνύματα στήριξης στη Floor Jansen –την οποία, όπως είπαμε, βλέπαμε για πρώτη φορά στη χώρα μας– για τις πρόσφατες περιπέτειες υγείας της. Ταυτόχρονα με όλα αυτά, ωστόσο, έλαμψαν και τα πρώτα σοβαρά προβλήματα. Ορισμένοι μίλησαν για ζητήματα με τον ήχο, φοβάμαι όμως ότι το θέμα δεν ήταν τόσο απλό, ώστε να μπορεί να αναχθεί σε τούτη την πάγια γκρίνια του ελληνικού κοινού (και δη του μεταλλικού).
Θέλω να πω, δηλαδή, ότι οι Nightwish ποντάρουν από τη φύση τους στο πομπώδες και στον ορυμαγδό, στοιχεία που, αναπόφευκτα, καπελώνουν ως έναν βαθμό τη μελωδική διάσταση των πιο δυναμικών τους κομματιών σε μια μη στουντιακή συνθήκη. Τη ζητούμενη ισορροπία αναλαμβάνει λοιπόν η τραγουδίστριά τους να περισώσει, να εκπροσωπήσει, εν τέλει να ανυψώσει. Επειδή λοιπόν έχουμε δει τη Floor Jansen σε διάφορα DVD κατά την τελευταία δεκαετία και επειδή ακόμα και οι πολέμιοι της Disney metal αισθητικής του γκρουπ την έχουμε θαυμάσει στο Wacken το 2013, δεν χρειάζεται να πιάνουμε ατέρμονες συζητήσεις περί ήχου.
Είτε γιατί τα χρόνια περνούν (μας χωρίζει μια δεκαετία από το Wacken), είτε γιατί η Jansen βρίσκεται –όπως έγινε φανερό– σε προχωρημένη εγκυμοσύνη (είναι και η αιτία για την προσωρινή παύση των live), είτε γιατί έχει καταπονηθεί από την προαναφερόμενη περιπέτεια με τον καρκίνο, δεν μπόρεσε να εκπροσωπήσει αυτό που συνήθως εκπροσωπεί. Ήταν κατώτερη των αναμενόμενων προσδοκιών, είχε αστάθειες, σε σημεία κατέληξε "θαμμένη" στη ζωντανή μίξη. Το "Dark Chest Of Wonders", το οποίο το είχε σκίσει στο Wacken, αποτέλεσε απογοητευτικό ναδίρ στην Πλατεία Νερού. Δίχως τις δικές της επιδόσεις, έτσι, απέμειναν γυμνές οι ψευδοβαγκνερικές φαντασιώσεις του ηγέτη Tuomas Holopainen, ο οποίος βρισκόταν βέβαια στη σταθερή του θέση πίσω από τα πλήκτρα.
Ασφαλώς, οι φίλοι των Nightwish δεν (πολυ)σκοτίζονται για όλα τούτα. Τους παρέσυρε το συναίσθημα που έβλεπαν ξανά τους Φινλανδούς μετά από 15 χρόνια, όπως και το κύμα που δημιουργούσε το αδιαμφισβήτητο τσαγανό της Floor Jansen. Το "κάψανε" λοιπόν στο "I Want My Tears Back", όπως ασφαλώς και στο κοσμαγάπητο "Nemo". Σίγουρα, επίσης, απόλαυσαν το φαντασμαγορικό οπτικοακουστικό σόου, τομέας στον οποίον το συγκρότημα πάντα αριστεύει. Νάσου λοιπόν μια πανδαισία από κόκκινα, μπλε, πορτοκαλί και μωβ φώτα, νάσου οπτικά εφέ, νάσου φωτιές, γιγάντια κύματα, ανατέλλοντες ήλιοι με αίσθηση ερήμου, νάσου ψάρια και ανθισμένα κλαδιά, μα και ανθρώπινες μεγαλουπόλεις και αυτοκίνητα μπλεγμένα στην κίνηση.
Κάπου προς τη μέση και μετά, επίσης, το ηχητικό μείγμα ισορρόπησε καλύτερα και η Floor Jansen βρήκε τον καλό της ερμηνευτικό εαυτό. Θαύματα δεν έγιναν, πάντως επιλογές σαν το "Last Ride Of The Day" και (κυρίως) το "The Greatest Show On Earth" τιμήθηκαν κάτι παραπάνω από ικανοποιητικά, ενώ είχαμε και την αναπάντεχη έκπληξη του "Sleeping Sun", που ομολογουμένως τραγουδήθηκε ωραία (ορισμένοι περίμεναν το "The Phantom Of The Opera", νομίζω καλύτερα που έπαιξαν το "Sleeping Sun").
Έμειναν λοιπόν στο έτσι-κι-έτσι οι Nightwish, σε τελική κριτική αποτίμηση. Οι πολυάριθμοι fans, πάντως, έδειξαν να το ευχαριστήθηκαν το σόου, χειροκροτώντας θερμά στην υπόκλιση του φινάλε, με τη Floor Jansen να άδει ζωντανά πάνω από τα προηχογραφημένα μέρη του "All The Works Of Nature Which Adorn The World", με φόντο την Ακρόπολη. Κανείς δεν έφυγε σοφότερος από την πρώτη μέρα του Release Athens 2023, όμως το υπερθέαμα, σε συνδυασμό με τη μαζική προσέλευση, μας έμπασαν για τα καλά στο φεστιβαλικό κλίμα του φετινού καλοκαιριού.