Συμμετέχεις στο επικείμενο ανέβασμα του "Βαπτιστικού" του Θεόφραστου Σακελλαρίδη. Πώς ήταν το κλίμα στις πρόβες;
Το κλίμα στις πρόβες ήταν άψογο. Καθοριστικό ρόλο σε αυτό έπαιξε η παρουσία του Γιώργου Πέτρου, ο οποίος, πέρα από τη μουσική διεύθυνση, ανέλαβε και τη σκηνοθεσία. Γνωρίζοντας απόλυτα το είδος της οπερέτας, ήξερε από την αρχή και τι ήθελε και πώς θα το εκμαιεύσει από τους ηθοποιούς-τραγουδιστές του.
Έχει τύχει να δεις κάποια προηγούμενη παράσταση του "Βαπτιστικού", από όσες έχουν ανέβει κατά τα τελευταία χρόνια;
Όχι, δεν έχω δει κάποιο ανέβασμα ζωντανά, όμως έχω ξαναπαίξει ο ίδιος αυτό το έργο και μάλιστα τον ίδιο ρόλο. Ήταν το 2012, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, με σκηνοθέτη τον Βασίλη Παπαβασιλείου και τον Γιώργο Πέτρου ως μαέστρο. Ένα απόλυτα επιτυχημένο ανέβασμα –και από καλλιτεχνικής άποψης, αλλά και από εμπορικής.
Τότε συνάντησα για πρώτη φορά αυτό το τόσο διαχρονικό έργο και μου λύθηκε η απορία γιατί μπορεί κι έχει τέτοια δύναμη στον χρόνο. Και ενώ δεν συνηθίζω να παίζω για δεύτερη φορά ένα έργο ή έναν ρόλο που έχω ξαναπαίξει, εδώ σκέφτηκα εντελώς διαφορετικά. Γιατί ο ίδιος ο "Βαπτιστικός" σε εμπνέει να σκεφτείς διαφορετικά. Έτσι, είμαι πολύ χαρούμενος που θα ξανανέβω στη σκηνή ως Μάρκος Κορτάσης, αφού για εμένα κάθε πρόβα του "Βαπτιστικού", κάθε παράσταση, είναι ένα γλέντι!
Ποιος είναι λοιπόν ο Μάρκος Κορτάσης; Και ποιες οι απαιτήσεις του ρόλου αυτού;
Ο Μάρκος Κορτάσης είναι ο άνθρωπος που, χωρίς να το ξέρει, γίνεται η αιτία για όλη αυτή τη φάρσα που έγραψε και συνέθεσε ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης. Είναι ένας πολεμιστής στο μέτωπο, κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Έχει μία νονά στην Αθήνα, τη Βιβίκα, στην οποία στέλνει γράμματα όσο πολεμάει. Επειδή όμως δεν ξέρει να γράφει, βάζει έναν συμπολεμιστή του, τον Πέτρο Χαρμίδη να του γράφει εκείνος τα γράμματα. Κάτι που ο δεύτερος εκμεταλλεύεται, ώστε να γνωρίσει την όμορφη Βιβίκα, παρότι είναι παντρεμένος. Και η φάρσα παίρνει φωτιά! Και όπως σε κάθε φάρσα, στο τέλος ο Μάρκος Κορτάσης εμφανίζεται και μέσα από πάρα πολύ κωμικές καταστάσεις έρχεται το γλυκό φινάλε.
Αλήθεια, ποια είναι η δική σου σχέση με τον κόσμο της όπερας και της οπερέτας; Συμπεριλαμβάνονται στις μουσικές σου προτιμήσεις;
Μου αρέσουν πάρα πολύ αυτά τα δύο είδη, να τα παρακολουθώ ως θεατής, αλλά και να ακούω τέτοιου είδους κομμάτια είτε στο σπίτι, είτε στο αυτοκίνητο, όταν έχω μπροστά μου ένα ωραίο, μεγάλο ταξίδι. Εξάλλου είναι και πολύ κοντινά στη δική μου δουλειά, οπότε έχω κι έναν λόγο παραπάνω να τα μελετώ. Νιώθω πολύ τυχερός που και στην προηγούμενη αλλά και σε αυτήν τη συνεργασία μου με τον Γιώργο Πέτρου μαθαίνω πολλά και από τον ίδιο, μα και από τους συνεργάτες του –λυρικούς τραγουδιστές που είναι οι κορυφαίοι της χώρας μας.
Πέρα από τον "Βαπτιστικό", στη φετινή θεατρική σεζόν πρωταγωνιστείς και στο "Φιλιά, Όσκαρ..." του Eric-Emmanuel Schmitt. Συμφωνείς με τα λόγια του συγγραφέα, ότι "δεν είναι η διάρκεια της ζωής που την κάνει να αξίζει, αλλά η ποιότητα";
Η συγκεκριμένη φράση κρύβει όλο το μεδούλι της ιστορίας του Όσκαρ, οπότε θα ήταν απίθανο να μη συμφωνώ! Αυτή η φιλοσοφία ζωής, άλλωστε, ήταν και ο σπουδαιότερος λόγος που με έκανε να θέλω να παίξω στο έργο.
Πόσο εύκολο ήταν να κρατηθούν οι ισορροπίες δράματος και χιούμορ που επιβάλλει το "Φιλιά, Όσκαρ..."; Τις εμπεριέχει; Ή είναι ο ηθοποιός που θα πρέπει τελικά να τις βρει πάνω στο σανίδι;
Καθόλου εύκολο δεν είναι να κρατηθούν αυτές οι ισορροπίες και δεν θα ήθελα να είναι εύκολο. Μου αρέσει να παιδεύομαι μέχρι να βρω το καλύτερο, το διαμαντάκι, γιατί οφείλω να δώσω στο κοινό το καλύτερο που μπορώ κάθε φορά. Όχι μαζοχιστικά, αλλά επειδή έτσι πιστεύω ότι έχει νόημα η δουλειά μου. Κάθε φράση, κάθε ανάσα, πρέπει να έχει λόγο ύπαρξης.
Το κείμενο του Schmitt έχει μια απλότητα στην ανάγνωσή του και ταυτόχρονα μια απίστευτη πολυπλοκότητα. Καταφέρνει, μέσα από ένα τόσο βαρύ θέμα, να κάνει τον αναγνώστη να χαμογελάει και την ίδια ώρα να κλαίει, μετά να κλαίει και την ώρα που κλαίει να χαμογελάει. Οφείλουμε λοιπόν να καταφέρουμε να συμβεί αυτό και στους θεατές της παράστασής μας. Δυσκολευτήκαμε, αλλά και με τη σπουδαία συμβολή του σκηνοθέτη μας Cezaris Graužinis νομίζω τα καταφέραμε.
Παρ' όλα αυτά μία παράσταση είναι ένας ζωντανός οργανισμός: προετοιμάζεσαι, αλλά, όσο καλή προπόνηση κι αν έχεις κάνει, βγαίνεις στη σκηνή και κάθε φορά δίνεις τον αγώνα σου.
Εσύ πώς στέκεσαι απέναντι σε αυτή την αιώνια έγνοια του Ανθρώπου, τον θάνατο;
Δεν θα έλεγα ότι είμαι ψύχραιμος στη σκέψη του… Είναι μία πανανθρώπινη φοβία και το έργο μας είναι ένα πολύ καλό ξόρκι!
Εκτός από τον Όσκαρ και τον Μάρκο Κορτάση, εντωμεταξύ, σε βλέπουμε και σαν Μήτσο Μυράτ στην τηλεόραση, στο σίριαλ της ΕΡΤ "Φλόγα και Άνεμος". Τι θαυμάζεις, ως ηθοποιός του 21ου αιώνα, σε έναν ηθοποιό μιας τόσο διαφορετικής εποχής;
Σε μία εποχή που η ενασχόληση με το θέατρο ήταν αιτία χλευασμού, όταν δεν υπήρχε τηλεόραση ή κινηματογράφος για να δημιουργεί stars, μου φαίνεται απείρως δυσκολότερο να πάρει κάποιος την απόφαση να ασχοληθεί επαγγελματικά με κάτι τέτοιο, από ότι στους δικούς μας καιρούς. Οπότε και μόνο για αυτούς τους λόγους νομίζω ότι θαυμάζω τον Μυράτ, όπως και όλους τους σύγχρονούς του.