Είναι γνωστό ότι ετοιμάζετε έναν καινούριο δίσκο, βασισμένο στην κληρονομιά του Απόστολου Καλδάρα. Σε τι διαδικασία βρίσκεστε;
Ο δίσκος αυτός άρχισε να οργανώνεται φέτος τον χειμώνα, όταν συνεργάστηκα με μια ομάδα σπουδαίων μουσικών, με την οποία και φτιάξαμε αυτή τη νέα δουλειά, που βασίζεται σε τραγούδια του Απόστολου Καλδάρα. Θα βγει τέλη Οκτώβρη. Μέχρι τώρα έχουμε κυκλοφορήσει δύο singles, ίσως βγει κι ένα τρίτο, δεν είμαι σίγουρη αυτή τη στιγμή.
Με την ίδια παρέα στήθηκαν έπειτα και οι παραστάσεις της "Λαϊκής Βραδινής", γύρω από το λαϊκό τραγούδι και την απήχησή του: από πού ξεκινάει, δηλαδή, και πώς φτάνει, στην πορεία, να επηρεάζει συνθέτες σαν τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Μίκη Θεοδωράκη, μέχρι και το έντεχνο της δικής μου της γενιάς, στη δεκαετία του 1990.
Και μετά τη δεκαετία του 1990; Πώς έχουν τα πράγματα σήμερα για το λαϊκό τραγούδι;
Έχω πολλές ελπίδες ότι θα μπορέσει να αποκτήσει ξανά την αίγλη που του αρμόζει. Και δεν μιλάω μόνο για τις μεγάλες νυχτερινές πίστες. Νομίζω ότι το νήμα ξαναπιάνεται από μια νεότερη γενιά, όσους είναι σήμερα από 20 μέχρι 35. Από ανθρώπους δηλαδή σαν τον Γιάννη Διονυσίου, τον Γιάννη Παπαγεωργίου, την Ιουλία Καραπατάκη, τη Σεμέλη, την Ανατολή Μαργιόλα, που διακρίνονται ως τραγουδιστές, ως μουσικοί, ως τραγουδοποιοί. Οι οποίοι γράφουν σε δρόμους, φανερώνοντας ρίζες που φτάνουν μέχρι το ρεμπέτικο. Προσωπικά, ακούω πράγματα πολύ ενδιαφέροντα. Γι' αυτό κι αποφάσισα στις χειμερινές παραστάσεις της "Λαϊκής Βραδινής" να έχω κάθε φορά καλεσμένο κι ένα τέτοιο νέο πρόσωπο.
Αλήθεια, η "Λαϊκή Βραδινή" αποτελεί λογοπαίγνιο με τη λαϊκή απογευματινή; Ή υπάρχει και κάτι άλλο;
(γελάει) Αυτό είναι, ένα λογοπαίγνιο! Το απόγευμα μπορεί να γίνεται βράδυ, αλλά υπάρχει η έννοια ότι δεν πάμε να σκάσουμε στη διασκέδαση, μα για να το δούμε λίγο διαφορετικά από ό,τι επικρατεί συνήθως στον λαϊκό χώρο. Τουλάχιστον στις μεγάλες πίστες.
Ακούω συνέχεια για τον Γιάννη Διονυσίου τελευταία. Τι είναι αυτό που έχει και τον κάνει να ξεχωρίζει;
Πρωτίστως η φωνή του, θα έλεγα. Είναι αυτή που τον κάνει να προχωρά με τόσο μεγάλα βήματα. Και η αγάπη του για το λαϊκό τραγούδι, βεβαίως. Θα προσθέσω όμως και τη μνήμη του, γιατί θεωρώ ότι τον μεγάλο καλλιτέχνη τον κάνει η μνήμη του. Το να θυμάσαι δηλαδή τον τρόπο όλων των σπουδαίων ερμηνευτών του παρελθόντος, εμπεριέχοντάς τον στη δική σου προσέγγιση.
Είναι κάτι ιδιαιτέρως σημαντικό, γιατί, όταν πρωτοξεκινάς, συνήθως έχεις μια μανιέρα, βασισμένη σε κάποια φωνή που θαυμάζεις. Συνέβη και σε εμένα, πατούσα πολύ στη Μαρίκα Νίνου όταν άρχισα, την οποία και είχα πολύ ψηλά –όπως και τη Ρόζα Εσκενάζυ. Στη συνέχεια, όμως, κάνοντας δισκογραφία, ξεδιπλώνεις τον δικό σου τρόπο. Και το βλέπω να συμβαίνει και με τον Γιάννη αυτό. Πιστεύω λοιπόν ότι στο μέλλον θα μας δώσει πολύ ωραία πράγματα.
Πόσο εύκολο ήταν, στην πράξη, να στήσετε αυτή τη δουλειά πάνω στα τραγούδια του Καλδάρα;
Δεν ήταν εύκολο, γιατί, ακόμα και φέτος τον χειμώνα, παρέμεινε δύσκολο κάποιες φορές να βρεθούμε, λόγω της πανδημίας. Παρ' όλα αυτά τα περάσαμε εξαιρετικά, όποτε το κάναμε: μαζευόμασταν στο στούντιο στο σπίτι που έχω στους Θρακομακεδόνες και όλος ο δίσκος έγινε με κουβέντα και διάλογο. Στα περισσότερα τραγούδια, μάλιστα, γράψαμε όλοι μαζί.
Θα έλεγε κανείς, δηλαδή, ότι έγινε όπως θα έπρεπε να γίνονται οι δίσκοι...
(γελάει) Ακριβώς! Τον δημιουργήσαμε σαν μια παρέα που έχει πάθος με τον Απόστολο Καλδάρα και το έργο του. Γιατί είναι κι ένας συνθέτης που, παρότι λαϊκός, ξέφυγε κι έγραψε με έναν τρόπο που θα τον λέγαμε πιο έντεχνο. Έτσι έφτασε σε δύο σπουδαία έργα της δεκαετίας του 1970, τη "Μικρά Ασία" (1972) και τον "Βυζαντινό Εσπερινό" (1973).
Κι αυτό ταιριάζει πολύ και σε σας, από την άποψη ότι κι εσείς διαθέτετε ένα ανάλογο προφίλ, αφού σας έχουμε ακούσει να τραγουδάτε και λαϊκά και έντεχνα, ακόμα και ποπ επιλογές...
Για εμένα, η μουσική είναι κάτι το οποίο προσεγγίζω με τις κεραίες μου εντελώς ανοιχτές. Και με το ανάλογο πάθος, βεβαίως. Και νομίζω ότι όσα ζήσαμε πρόσφατα ανακίνησαν σε πολλούς την πραγματική αγάπη για τη μουσική. Έγινε κάτι σαν διορθωτική κίνηση, δηλαδή –τουλάχιστον για εμάς τους τραγουδιστές και τους μουσικούς, που είμαστε και οι πιο εκτεθειμένοι.
Είπατε πιο πριν ότι έχουν βγει δύο singles από τον επερχόμενο δίσκο σας πάνω στον Καλδάρα. Ξαναγυρίζουμε λοιπόν στο single; Όπως λ.χ. στα χρόνια όπου κανόνας ήταν το λεγόμενο "45αράκι";
Αναγκαστικά. Μιλάω ας πούμε και με ανθρώπους του ραδιοφώνου και βλέπω ότι, ακόμα κι αυτοί, δεν προλαβαίνουν να ακούν τα νέα τραγούδια που τους φέρνουμε οι καλλιτέχνες. Ασφαλώς, είναι πολύ ενδιαφέρον ότι έχουν βρεθεί τόσοι νέοι άνθρωποι να καταπιάνονται με το τραγούδι. Την ίδια στιγμή, όμως, κάτι τέτοιο δημιουργεί κι έναν βαθμό δυσκολίας ως προς το τι προλαβαίνει κανείς να αφομοιώσει. Με αποτέλεσμα, μέσα σε χιλιάδες τραγούδια, να είναι ένα πολύ μικρό ποσοστό που θα κάνει πραγματική εντύπωση.
Φταίει ότι έχουμε περισσότερους καλλιτέχνες; Ή οι ιντερνετικές ταχύτητες των καιρών μας;
Και αυτό. Γιατί, πλέον, κάνεις τη δουλειά σου και πιο εύκολα. Στη δική μου τη γενιά, ας πούμε, δεν ήταν εφικτό να δημιουργήσεις ένα κομμάτι στο σπίτι σου: έπρεπε να πας στο στούντιο και να επενδύσεις κι ένα σεβαστό χρηματικό ποσό. Τώρα, όμως, υπάρχει η δυνατότητα να εκφραστεί κανείς μόνος, από το δωμάτιό του. Βάζοντας τα κομπιούτερ στη ζωή μας, λοιπόν, χάθηκε κάτι, μα κερδήθηκε κάτι άλλο.
Τι χάθηκε, για εσάς;
Χάθηκε η ποιότητα του ήχου. Πέρα από τις ενορχηστρώσεις, όσοι φτιάχναμε δίσκους δίναμε πάντα μεγάλη σημασία και στο mastering, στις μίξεις, σε τέτοιους τομείς. Πλέον, όμως, όλη αυτή η προσπάθεια γίνεται ώστε να ακούει κανείς το αποτέλεσμα από ένα κινητό τηλέφωνο. Στην καλύτερη περίπτωση θα το παίξει στο αυτοκίνητο. Από την άλλη, ίσως κάτι να πάει να γίνει ξανά με το βινύλιο, το οποίο ξαναποκτά μια διαφορετική αίγλη. Τουλάχιστον για τους πιο μουσικόφιλους.
Επιστρέφοντας στα του Καλδάρα, έχω ένα βινύλιο "Αφιέρωμα στον Απόστολο Καλδάρα", το οποίο κυκλοφόρησε το 1990 από τη Lyra, με εσάς, τον Μιχάλη Παπαζήση και τον Ανδρέα Καρακότα. Τι θυμάστε πιο έντονα από εκείνες τις ηχογραφήσεις;
Αυτός ο δίσκος αντανακλά το κλίμα που υπήρχε στη Θεσσαλονίκη στα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν μια φουρνιά νέων τραγουδιστών –μεταξύ τους κι εγώ– πειραματιζόμασταν με τις συναυλίες μας, σκεφτόμασταν τι τραγούδια να πούμε, πού μπορούσαμε ίσως να πάμε τον ήχο μας. Θυμάμαι ότι ήμασταν μια καταπληκτική παρέα: πέρα από τον Μιχάλη Παπαζήση και τον Ανδρέα Καρακότα ήταν και ο Χρήστος Μητρέτζης στο μπουζούκι, ο Ηρακλής Βαβάτσικας στο ακορντεόν, η Κατερίνα Παπαδοπούλου στα κρουστά. Και άλλοι.
Για το συγκεκριμένο αφιέρωμα, μάλιστα, είχε σχεδιαστεί να μας κάνει την τιμή και ο ίδιος ο Απόστολος Καλδάρας. Στόχος ήταν δηλαδή να γίνουν ορισμένες καλοκαιρινές εμφανίσεις και να συνεχίζαμε τον χειμώνα σε κάποιον χώρο. Όμως δεν στάθηκε δυνατόν, καθώς τον Απρίλη του 1990 ο Καλδάρας πέθανε. Εμείς, πάντως, αποφασίσαμε να την κάνουμε την περιοδεία, η οποία καταγράφηκε στη συνέχεια και σε δίσκο.
Συμφωνείτε με την άποψη που θέλει τον Καλδάρα να έχει αδικηθεί ως συνθέτης;
Ναι, τον θεωρώ πολύ αδικημένο. Και προσπαθώ να καταλάβω τον λόγο, καθώς έχω ακούσει πολλές ιστορίες μέσα στα χρόνια –τυχαίνει άλλωστε να γνωρίζω καλά τον γιο του, τον Κώστα Καλδάρα. Κάποιοι, λοιπόν, το εξηγούν στη βάση του ότι ήταν ένας άνθρωπος αρκετά χαμηλού προφίλ. Άλλοι λένε ότι πάντα επιλέγονταν ο Μάρκος Βαμβακάρης και ο Βασίλης Τσιτσάνης, ως πρωτεργάτες, με αποτέλεσμα να μένει πίσω ο Καλδάρας, αν και στη δεκαετία του 1960 ειδικά είχε πλήθος κοσμαγάπητων τραγουδιών.
Γεγονός είναι, πάντως, ότι ο Καλδάρας γνώριζε σε βάθος το λαϊκό τραγούδι, με αποτέλεσμα να είναι σε θέση να κάνει υπέροχες προσμείξεις. Ακόμα και με τα λεγόμενα ινδοπρεπή, για τα οποία του έχουν καταλογίσει διάφορα. Γιατί να μην τα δούμε δηλαδή και ως μια ένδειξη για το πόσο ανοιχτός υπήρξε αυτός ο άνθρωπος;
Αλλά και με τον Κώστα Καλδάρα, μιας και τον αναφέρατε, έχετε κάνει ωραία πράγματα στη δισκογραφία –αγαπώ ιδιαίτερα το τραγούδι "Καθρέφτες", λ.χ., από το ομώνυμο άλμπουμ του 1993...
Βεβαίως! Κάναμε υπέροχα άλμπουμ μαζί με τον Κώστα Καλδάρα. Εκτός από τους "Καθρέφτες", ας πούμε, ήταν και το "Γεια Σας... Πού Πέφτουν Τα Σύνορα;" το 1991, στο οποίο είχα την ευτυχία να συνυπάρξω με τη Βίκυ Μοσχολιού και τη Σωτηρία Μπέλλου. Στάθηκα πολύ τυχερή που τις γνώρισα. Εδώ και κάμποσα χρόνια, μάλιστα, ο Κώστας έτυχε να αποφασίσει να μείνει με την οικογένειά του στην πόλη από όπου κατάγομαι, τη Νάουσα. Πρόσφατα (2019) ξανασυνεργαστήκαμε και για ένα νέο τραγούδι ονόματι "Δυο Ελλάδες".