Η συναυλία των Iron Maiden στο Ολυμπιακό Στάδιο είχε μεν προαλειφθεί ως το μουσικό γεγονός του πρώτου καλοκαιριού μετά το σοκ πανδημίας, ήταν όμως ο Bruce Dickinson, o Steve Harris, o Adrian Smith, o Dave Murray, o Nicko McBrain και ο Janick Gers που πρόσφεραν σάρκα και οστά σε αυτό το φθαρμένο δημοσιογραφικό κλισέ.
Η πλέον υπερηχητική από τις μέχρι τώρα πτήσεις της βρετανικής μπάντας πάνω από την Αθήνα στα 34 χρόνια που έρχονται στη χώρα μας, άφησε ένα ογκώδες πλήθος χιλιάδων ατόμων να παραληρεί. Κι αυτό παρότι ο κόσμος ήξερε λίγο-πολύ τι να περιμένει ύστερα από τον θρίαμβο του 2018 στη Μαλακάσα, αφού έκτοτε δεν μεσολάβησε παρά ο παγκόσμιος covid-19 συναγερμός και το άλμπουμ Senjutsu (2021), που έβαλε φυσικά τη δική του πινελιά στη setlist την οποία παρουσίασαν.
Η μεγάλη βραδιά ξεκίνησε στις 18.30 το απόγευμα, όταν είδαμε τους Lord Of The Lost να βγαίνουν στη σκηνή. Ένα γκρουπ με 15 χρόνια ζωής, που ήρθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, βρίσκοντας θερμή υποδοχή: με το που ζήτησε ο τραγουδιστής και ηγέτης Chris Harms να δει χέρια ψηλά στο τέλος του "Drag Me To Hell", ανταποκρίθηκε κάμποσος κόσμος και στις δύο ζώνες της αρένας, φτιάχνοντας κλίμα. Το οποίο και κράτησε μέχρι το τέλος του ημίωρου set, που είχε ως καλύτερη στιγμή του το "Loreley". Κατά τα άλλα, παρά το σφιχτό παίξιμο και την καλοστημένη neo-goth παρουσία, οι Γερμανοί δεν έπεισαν ότι διαθέτουν αξιόμαχο υλικό. Τα τραγούδια τους πνίγονταν σε έναν μονότονο, επιδερμικά industrial rock βόμβο, τον οποίον διασκέδαζαν τα σπαστά ελληνικά του Harms και τα διαρκή του "Αθήηηηνααα".
Το ίδιο θεμελιώδες πρόβλημα –απουσία αξιόλογων τραγουδιών– κατέγραψαν και οι Airbourne, που κι αυτοί πραγματοποίησαν την πρώτη τους εμφάνιση στην Ελλάδα. Η μπάντα των αδερφών O'Keeffe μπήκε πάντως πολύ φορτσάτα, δηλώνοντας "Ready To Rock", και δεν δυσκολεύτηκε να πείσει το κοινό να ακολουθήσει. Έτσι, ο κόσμος έστησε ενθουσιώδη κερκίδα σε στιγμές σαν το "Boneshaker" ή το "Runnin' Wild" (που ξεκίνησε τα πάντα για τους Αυστραλούς, 15 χρόνια πριν), αδιαφορώντας για το προφανές ξεπατίκωμα των AC/DC, από τους οποίους απομένει όμως μόνο η πόζα κι ένας πρωτόλειος τσαμπουκάς. Κερασάκι στην τούρτα της hard rock μετριότητας των Airbourne στάθηκε το "I'm a crazy Malaka" του Joel O'Keeffe: το είπε μία φορά, είδε ότι γελάσαμε, οπότε αποφάσισε να το επαναλαμβάνει με κάθε ευκαιρία.
Εντωμεταξύ, το πόσος κόσμος είχε μαζευτεί στο Ολυμπιακό Στάδιο φάνηκε από τη γηπεδική ιαχή που υποδέχτηκε το animation βίντεο της "Legacy of the Beast" περιοδείας, που έχει βέβαια ως πρωταγωνιστή τον Eddie –τη θρυλική τερατόμορφη μασκότ των Iron Maiden. Ταυτόχρονα, ωστόσο, άρχισε να γίνεται αντιληπτό ότι το νερό κόστιζε 1 ευρώ και ότι οι οθόνες δεξιά κι αριστερά της σκηνής ήταν μικρές για τα δεδομένα μιας τέτοιας παραγωγής (σαφώς μικρότερες από εκείνες στους Scorpions, για παράδειγμα, στον ίδιο ακριβώς χώρο), οδηγώντας όσους βρέθηκαν στη β΄σειρά ορθίων να αισθανθούν λίγο ριγμένοι. Θα έλεγα μάλιστα ακόμα πιο ριγμένοι, γιατί, όσο κι αν κατανοούμε το πώς έχουν εξελιχθεί επιχειρηματικώς τα μουσικά πράγματα, παραμένει παράδοξο να διακρίνεις τους όρθιους σε χωριστές ζώνες, ανάλογα με το βαλάντιο που διαθέτουν. Ειδικά εφόσον μιλάμε για μια metal συναυλία.
Όμως αυτή είναι μια σύνθετη συζήτηση, για διαφορετική περίσταση. Άλλωστε κι όσοι διατύπωσαν τέτοιες ενστάσεις τις παραμέρισαν πρόθυμα με το που τα ηχεία του σταδίου άρχισαν να παίζουν το "Doctor Doctor" των UFO –αλάθητο σημάδι ότι καταφτάνουν οι Iron Maiden. Έως τότε είχαν συγκεντρωθεί περίπου 40.000 άνθρωποι, οι οποίοι πυροδότησαν μια εντυπωσιακά μαζική έκρηξη με το που φάνηκε η μπάντα εν μέσω ενός γιαπωνέζικου σκηνικού κι άρχισε να παίζει το "Senjutsu", με τον Bruce Dickinson σε ρόλο σεβάσμιου σαμουράι.
Ήταν απλά το ξεκίνημα μιας ανεπανάληπτης γιορτής 100 λεπτών, η οποία θα αποτυπωνόταν ως μία από τις εντυπωσιακότερες συναυλίες της τελευταίας δεκαετίας για τη χώρα μας. Το μόνο πράγμα που την αμαύρωσε ήταν εκείνο το καπνογόνο από την πρώτη ζώνη ορθίων το οποίο έριξε τον καπνό του κατάμουτρα στον Bruce Dickinson στην εκκίνηση του "The Number Of The Beast", ωθώντας τον να ξεσπάσει σε "γαλλικά" κατά του οπαδού, τα οποία άκουσε και ολόκληρο το γήπεδο, αφού του τα έψαλλε από το μικρόφωνο.
Το γεγονός σχολιάστηκε πολύ στα εγχώρια social media, όπου έχουν γραφτεί απίστευτες υπερβολές. Τα καπνογόνα είναι φαινόμενο με το οποίο κάναμε την ειρήνη μας εδώ και χρόνια όσοι πηγαίνουμε σε συναυλίες –είτε μιλάμε για ελληνικά, είτε για διεθνή ονόματα. Αυτό, ωστόσο, δεν το καθιστά δικαίωμα. Και ειδικά όταν πας στους Iron Maiden, που έχουν ξεκαθαρίσει ότι δεν τα θέλουν, ξεκινάς ούτως ή άλλως από λάθος βάση. Πόσο μάλλον αν δεν προσέχεις και το στρέφεις προς έναν άνθρωπο που έχει περάσει και μια σοβαρή περιπέτεια υγείας με τον λάρυγγά του. Από εκεί και πέρα, σίγουρα υπάρχουν και διαφορετικοί τρόποι να το χειριστεί κανείς· τρόποι πιο επαγγελματικοί. Εξακολουθείς πάντως να βρίσκεσαι σε metal συναυλία και όχι στο κατηχητικό. Δεν χρειάζεται τόση ευαισθησία, πια, επειδή πάνω σε (δικαιολογημένα) νεύρα ειπώθηκε και μια κουβέντα παραπάνω.
Κάτι που επίσης αξίζει σχολιασμού ήταν το εσκεμμένο αστειάκι του Dickinson με το "Alexander The Great" στην έναρξη του "The Writing On The Wall": για λίγα δευτερόλεπτα παγώσαμε όλοι και πιστέψαμε στα θαύματα, αφού είναι γνωστό ότι το τραγούδι για τον Μέγα Αλέξανδρο αποτελεί χρόνιο απωθημένο του ελληνικού κοινού, καθώς δεν το έχουν παίξει ποτέ σε συναυλία. Αλλά δεν επρόκειτο να συμβεί, ούτε στη συγκεκριμένη περίσταση.
Όσον αφορά την ίδια τη συναυλία, τώρα, οι Iron Maiden πάντρεψαν το αμιγώς μουσικό γεγονός με μια καλομελετημένη παράσταση, η οποία "έδειχνε" πράγματι ογκωδέστερη και πιο επιβλητική μέσα σε ένα κατάμεστο στάδιο. Τα γιαπωνέζικα ντεκόρ της έναρξης έδωσαν τη θέση τους σε ανίερα εκκλησιαστικά βιτρό με τη μορφή του Eddie, που εμφανίστηκε μάλιστα και ως τερατώδης σαμουράι. Στο δεύτερο encore παίχτηκαν φιλμάκια από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όσο ακούγαμε τον περίφημο λόγο του σερ Ουίνστον Τσώρτσιλ, για να δούμε στη συνέχεια το θρυλικό Hawker Hurricane της RAF (δεν είναι Spitfire, που γράφουν ορισμένοι) να κόβει βόλτες πάνω από τη μπάντα. Στο ενδιάμεσο, ο Dickinson έγινε μασκοφόρος απεσταλμένος του Σκότους, μοναχός ταγμένος στον χριστιανικό σταυρό και Άγγλος έφεδρος στον Πόλεμο της Κριμαίας. Από την άποψη της σκηνικής παρουσίας, λοιπόν, οι Iron Maiden δεν είχαν αντίπαλο στο φετινό συναυλιακό καλοκαίρι –ό,τι θαύματα κι αν έκαναν οι Manowar και οι Judas Priest στην Πλατεία Νερού.
Από την άποψη της setlist, πάντως, η συναυλία απογειώθηκε από τη στιγμή που ο Dickinson έπιασε τον σταυρό ξεκινώντας το "The Sign Of The Cross": ήταν μια καταπληκτική εκτέλεση, σαφώς ανώτερη εκείνης στο Rockwave 2018, που έχτισε μομέντουμ για το "Flight Of Icarus". Το οποίο με τη σειρά του έγινε σκαλοπάτι για τον απίστευτο χαμό που αποτυπώθηκε στο "Fear Of The Dark", όπου τραγούδησε όλο το γήπεδο, με πρωταγωνιστές τις νεαρότερες ηλικίες –μια χρήσιμη πληροφορία για όσους αγωνιούν να βρουν "τι ακούνε οι νέοι". Το "Hallowed By The Name" στεφάνωσε έπειτα την κανονική διάρκεια του set, που έκλεισε με "Iron Maiden", για να ακολουθήσουν δύο encore: το πρώτο ξεκίνησε με το "The Trooper", δημιουργώντας νέο πανζουρλισμό, το δεύτερο περιλάμβανε φυσικά το "Aces High". Ενδιάμεσα ακούστηκε και το "Run To The Hills", σε μια απόδοση σαφώς υποδεέστερη αυτής στο Rockwave 2018.
Έστω και στα σημεία, λοιπόν, η συναυλία στο Ολυμπιακό Στάδιο κέρδισε την πολυσυζητημένη βραδιά του 2018 στη Μαλακάσα. Χωρίς δηλαδή να είναι καλύτερη, μάλλον θα αφήσει διαρκέστερη εντύπωση, λόγω και της πανδημίας που μεσολάβησε, δείχνοντας ότι τέτοια θεάματα μόνο ως δεδομένα δεν πρέπει να θεωρούνται. Παρά ταύτα, οι Iron Maiden δεν γλιτώνουν από τη συζήτηση που άνοιξε και γύρω από τους Scorpions, τους Judas Priest και τους Manowar.
Στα 63 του, ο Bruce Dickinson μπορεί να είναι ο μικρότερος συγκριτικά με τον Klaus Meine (74), τον Rob Halford (70) και τον Eric Adams (70), όμως πάνε χρόνια πια που έχει θαμπώσει η φωνάρα της νεότητάς του. Και παρότι δίνει κι αυτός ό,τι έχει και δεν έχει πάνω στη σκηνή, αναπληρώνοντας με στοιχεία performance τις απώλειες, φάνηκε να ξεμένει από δυνάμεις μετά το "The Number Of The Beast" –ασχέτως καπνογόνου. Το "Aces High", δηλαδή, το χαρήκαμε για ό,τι αντιπροσωπεύει στις μνήμες μας, παρά για αυτό που (μετά βίας) ακούσαμε. Αναπόφευκτα, λοιπόν, σκέφτεσαι για πόσο ακόμα θα βλέπουμε άραγε τους "Μέιντεν". Και όντως αυτό κουβέντιαζε και αρκετός κόσμος, καθώς αποχωρούσε χαρούμενος από το Ολυμπιακό Στάδιο.