Mαύρα μπλουζάκια Bon Jovi, Alice Cooper και Kiss συνωστίζονταν πλάι σε ντυσίματα που παρέπεμπαν σε κοσμική έξοδο. Ορισμένοι συζητούσαν για την προ λίγων ημερών συναυλία της Patti Smith, ενώ άλλοι τράβαγαν φωτογραφίες τον Ηλία Ψινάκη καθώς έμπαινε στο Ηρώδειο. Κάπου παραδίπλα μου, κάποια έλεγε ότι δεν αντέχει τους Rotting Christ επειδή πιστεύει.
Η ανθρωπογεωγραφία της πρώτης συναυλίας του Desmond Child στην Ελλάδα ήταν σίγουρα μια ανάκατη υπόθεση. Κέρδισε πάντως το στοίχημα ενός γεμάτου Ηρωδείου, παρότι η πρόβλεψη για την προσέλευση έτεινε να είναι από τις πλέον αβέβαιες του φετινού καλοκαιριού. Κι αν κάτι ένωνε αυτό το ετερόκλητο πλήθος, ήταν η ετοιμότητά του να ενθουσιαστεί με λίγα: αρκούσε μια γνώριμη εισαγωγή από κάποιο αγαπημένο τραγούδι του Αμερικανού δημιουργού –πότε το "You Give Love A Bad Name", για παράδειγμα, πότε το "I Hate Myself For Loving You"– για να αντηχήσουν παλαμάκια από κάθε άκρη του χώρου. Ανεξαρτήτως του ποιος βρισκόταν στη σκηνή, ανεξαρτήτως των επιδόσεών του.
Είναι θεμιτό, ως έναν βαθμό. Πρόκειται άλλωστε για τραγούδια που έχουν γράψει τη δική τους ιστορία (και) στο ελληνικό ραδιόφωνο κι έχουν αγαπηθεί πολύ. Και, όντως, μερικές φορές αρκούσε να συντονιστείς στην οικεία μελωδία ώστε να ξυπνήσουν οι δικές σου μνήμες και να σε πάρουν μαζί τους. Επιπλέον, ο ίδιος ο Child σίγουρα το άξιζε το χειροκρότημα που έπεφτε βροχή· και νομίζω το χάρηκε, πέρα από τις συμβάσεις της εμφάνισης.
Άλλωστε ο τραγουδοποιός αναδείχθηκε σε πάγιο συνδετικό αρμό του σόου που είδαμε, γενόμενος ανά πάσα ώρα και στιγμή ψυχή του πάρτυ. Από την ώρα που μπήκε στο Ηρώδειο ντυμένος με μια μπλε εξτραβαγκάντζα που είχε φτιάξει ο ίδιος –όπως μας είπε– ως το τέλος της βραδιάς, όταν ξαναγύρισε μόνος κι έκατσε συγκινημένος στο πιάνο να πει τη μπαλάντα "(You Want To) Make A Memory" την οποία έγραψε με τους Bon Jovi, αφιερώνοντάς την στον σύζυγό του Curtis και στα δύο δίδυμα παιδιά τους. Στο ενδιάμεσο διηγήθηκε και κάμποσες ιστορίες από τις συνεργασίες που τον έκαναν τόσο διάσημο.
Παρά το άστρο του Child, όμως, αυτό που είδαμε ήταν μια δευτεροκλασάτη παράσταση τυλιγμένη στο γκλάμουρ και στον καλό σκοπό της επιστροφής των μαρμάρων του Παρθενώνα εκεί όπου (πράγματι) ανήκουν. Τα φώτα του Ηρωδείου μπορεί να στράφηκαν εντυπωσιακά προς τη δεσπόζουσα Ακρόπολη, αλλά τα γραφικά που είδαμε να προβάλλονται στον τοίχο του αρχαίου θεάτρου δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο, ενώ διάφορες σκηνοθετικές πινελιές κρίνονται συζητήσιμες: τα παιδάκια λ.χ. που παρατάχθηκαν περιμετρικά στη σκηνή ή κατέβαιναν τα διαζώματα κρατώντας φωτεινές σφαίρες όταν ακούστηκε το "Love Will Keep Us Alive" πρόσφεραν θέαμα, ίσως όμως με μια υπέρ το δέον τετριμμένη έννοια. Οι δε ημίγυμνοι νέοι με τα αρχαία κράνη, τους μανδύες και τις τρομπέτες ήταν κάτι το κιτς.
Όμως τα σημαντικότερα ζητήματα εντοπίζονται στο αμιγώς μουσικό κομμάτι της βραδιάς. Πρώτα-πρώτα, η σκηνή του Ηρωδείου είχε επεκταθεί, καταλαμβάνοντας και τον χώρο έμπροσθεν, όπου είχε στηθεί το πιάνο του Child και τα μικρόφωνα των τραγουδιστών. Το γνώριμο τμήμα, από την άλλη, φιλοξενούσε τους μουσικούς του Child μπροστά και την Athens Philharmonia Pop Orchestra πίσω. Αλλά το πλήθος βιολιών της τελευταίας σχεδόν δεν ακουγόταν. Δεν γνωρίζω αν υπήρξε κάποιο ηχητικό θέμα ή αν σχεδιάστηκε εξαρχής να προσφέρουν διακριτικό βάθος με "άρωμα" ορχήστρας, πάντως δεν έγιναν αντιληπτά. Αντιθέτως, άκουγες τα ντραμς πολύ δυνατά, ορισμένες φορές πάνω και από το πιάνο του πρωταγωνιστή της συναυλίας.
Η οποία συναυλία ξεκίνησε κεφάτα, με τον Child να κάνει φαντασμαγορική είσοδο υπό τους ήχους του "La Copa De La Vida", παίζοντας ένα ποτ-πουρί επιτυχιών γραμμένων για τον Ricky Martin, πριν δώσει τη σκυτάλη στο κυρίως πρόγραμμα. Αμέσως, όμως, το όλο κλίμα ανατράπηκε, εξαιτίας της ξεψυχισμένης εκτέλεσης του Justin Benlolo (των BRKN Love) στο αθάνατο "You Give Love A Bad Name". Ήταν το πρώτο από τα άφθονα σκωτσέζικα ντουζ τα οποία θα βιώναμε. Πράγμα που σημαίνει, βέβαια, ότι υπήρξαν και κάποιες καλές στιγμές. Ο Alice Cooper, ας πούμε, ο οποίος βγήκε με τον Kip Winger των Winger στην ηλεκτρική κιθάρα, διατηρεί την εντυπωσιακή του σκηνική περσόνα: παραμένει απόλαυση να τον βλέπεις, έστω κι αν ζορίστηκε φωνητικά στο "Poison". Το βρήκε πάντως στο "Bed Of Nails", ξεσηκώνοντας το κοινό, που μάλλον τον ήθελε να κάτσει κι άλλο επί σκηνής.
Ο Σάκης Ρουβάς, επίσης, εκπροσώπησε λαμπερά τον κόσμο της δικής μας pop στο "Όλα Καλά" και ήταν δίκαιο το βροντερό χειροκρότημα που έλαβε. Η Bonnie Tyler, πάλι, αν και έχει υποστεί σημαντικές φωνητικές φθορές, τραγούδησε από καρδιάς το "If You Were A Woman (And I Was A Man)" και γενικώς στάθηκε ωραία πάνω στη σκηνή. Άλλο ένα αξιοσημείωτο στιγμιότυπο καταγράφηκε προς το φινάλε, όταν ο Desmond Child –ντυμένος στα λευκά, πλέον– οδήγησε τους συνοδοιπόρους του σε μια πανηγυρικά χορωδιακή εκτέλεση του "Livin' On A Prayer" των Bon Jovi.
Υπήρξε και χιούμορ, εντωμεταξύ, γιατί σε ένα σημείο ο Chris Willis άρχισε να λέει τη μεγάλη του επιτυχία "Love Is Gone" από τη συνεργασία με τον David Guetta (2007), για να τον διακόψει ο Child λέγοντάς του ότι αυτή είναι μια βραδιά με δικά του τραγούδια. Όλα έγιναν, ασφαλώς, για να ακούσουμε ένα καινούριο κομμάτι σε παγκόσμια πρεμιέρα (αδιάφορο, μα ο Willis το είπε ωραία). Ακόμα και ο Lauri Ylönen των αστείων Rasmus στάθηκε μια χαρά παρέα με τη νέα κιθαρίστρια Emilia "Emppu" Suhonen, όταν έφτασε η ώρα για το κοσμαγάπητο σουξέ τους "Livin' In A World Without You". Για το "Love Will Keep Us Alive" των Scorpions, όμως, αποδείχθηκε πολύ λίγος.
Κατά τα λοιπά, αυτό που ακούσαμε έμοιαζε με reality/talent show όπου διάφοροι φερέλπιδες με κάποιες ικανότητες διαγωνίζονταν λέγοντας τραγούδια του Desmond Child. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, συγχωρώντας τον Leo Dante που πήρε μέρος τελευταία στιγμή αντικαθιστώντας την ανακοινωμένη Lena Hall, ίσως να ανακηρύσσαμε νικήτρια την Tabitha Fair για την απόδοσή της στο "Kings And Queens" της Ava Max –αν και στο "I Hate Myself For Loving You" απέτυχε να εκπροσωπήσει το πνεύμα της Joan Jett. Όλοι οι υπόλοιποι, όμως, στάθηκαν από αξιοπρεπώς αδιάφοροι (Rita Wilson, π.χ.) ως κακοί, με τον Γιώργο Λεμπέση να καταγράφει τη χειρότερη παρουσία της βραδιάς, αναμετρώμενος με το καταπληκτικό "Born To Be My Baby".
Ήταν μάλιστα πολύ ειρωνικό που ο Child τον προλόγισε υπερβάλλοντας για τη "δύναμη της φωνής του", γιατί μόνο δύναμη δεν είχε ο Λεμπέσης: το τραγούδι των Bon Jovi τον κατάπιε και δεν μπόρεσα να μην αναρωτηθώ τι θα σχολίαζε ο (καλλιτεχνικός διευθυντής της βραδιάς) Φοίβος αν δεν τον γνώριζε και τον έβλεπε να διαγωνίζεται με τη συγκεκριμένη επίδοση στο House of Fame. Το ηχηρό χειροκρότημα, ωστόσο, με έβγαλε από την όποια πλάνη μου. Δείχνοντας πως ο κόσμος μάλλον θα θυμάται μια υπέροχη βραδιά, σε αντίθεση με εμένα, που έφυγα από το Ηρώδειο θεωρώντας ότι παρακολούθησα κάτι το μέτριο.