Κατά την παραλαβή του τιμητικού Χρυσού Αλέξανδρου για το σύνολο του πολύτιμου έργου του, ο σκηνοθέτης Πάνος Χ. Κούτρας μετά την προβολή της ξέφρενης "Επίθεσης του Γιγαντιαίου Μουσακά" (1999) δήλωσε, μεταξύ άλλων, κάνοντας μια αναδρομή στην πρώτη προβολή της ταινίας στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: "Μας αποκάλεσαν σκουπίδια, μας είπαν ότι δεν είχαμε θέση σε εδώ, κάποιοι θεώρησαν πως είχαμε βεβηλώσει έναν ιερό τόπο", προτού καταλήξει πως "25 χρόνια μετά με ρωτούν αν αισθάνομαι δικαίωση. Δε ξέρω να σας πω. Αυτό που ξέρω με σιγουριά, όμως, είναι πως πρέπει να συνεχίζεις ακόμα και όταν όλοι και όλα σου λένε να σταματήσεις". Η αναγνώριση μιας φιλμογραφίας που ξεκινά με υποτίμηση, οδηγείται σε τουλάχιστον μία αδιαπραγμάτευτη κορυφή ("Στρέλλα") και καταλήγει στο μέρος που ξεκίνησε για να βραβευτεί, δεν μπορεί παρά να φέρει αναπόφευκτη συμβολική και μη φόρτιση. Επιτρέπει, παράλληλα, ένα σχόλιο για την εξέλιξη του κινηματογράφου συνολικότερα. Τη στιγμή που η αληθινά επική και θαρραλέα "Επίθεση" πέρασε από την ατίμωση στην αποθέωση, υπάρχει κάτι αντίστοιχα τολμηρό, γεμάτο ρίσκο, αυταπάρνηση και αυθεντικότητα στο σύγχρονο ελληνικό σινεμά;
Δε θα γίνουμε ισοπεδωτικοί απαντώντας αρνητικά στο ερώτημα. Ωστόσο, μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πως από τη στιγμή που έχει παγιωθεί η ομογενοποίηση των "κανόνων" που πρέπει να "τηρεί" μια εγχώρια παραγωγή για να πραγματοποιηθεί, προϋποθέσεις που τίθενται από την ακαδημαϊκή κινηματογραφική εκπαίδευση μέχρι τους εκάστοτε χρηματοδοτικούς φορείς, οι νέες πρωτοφανείς ελληνικές ταινίες σπανίζουν. Στο 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (31/10-10/11), όμως, βρήκαμε το φιλμ που όχι απλώς βγήκε από δικό του καλούπι, αλλά έκλεψε και την καρδιά μας.
Ο λόγος για το "Κιούκα Πριν το Τέλος του Καλοκαιριού", το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Κωστή Χαραμουντάνη που νωρίτερα στη χρονιά έκανε πρεμιέρα στην Κρουαζέτ και το τμήμα Acid Cannes. Ο ξεχωριστός δημιουργός, ο οποίος ήδη μέσα από τις εξαιρετικές μικρού μήκους του είχε αποδείξει πως δεν έχει ακριβώς αντίστοιχο στο πλαίσιο του ελληνικού κινηματογράφου, βασίζεται χαλαρά σε μία από αυτές ("Κιόκου Πριν Έρθει το Καλοκαίρι") και φτιάχνει μια ταινία - καλειδοσκόπιο που κοιτάζει το παρελθόν σαν ένα ατέλειωτο παρόν. Η πλοκή στήνεται γύρω από τις διακοπές δίδυμων αδερφών με τον πατέρα τους, οι οποίες αποκτούν υπαρξιακούς κραδασμούς όταν έρχεται στο προσκήνιο ένα πρόσωπο που είχαν να δουν καιρό.
Το "Κιούκα" δεν υπακούει στις συνηθισμένες αφηγηματικές συμβάσεις, επιλέγοντας με αυτοπεποίθηση να σμιλέψει ένα προσωπικό τρόπο ανάπτυξης της δράσης, ο οποίος βασίζεται στο συνειρμό, το ένστικτο, τη προσγειωμένη ποίηση μα πρωτίστως στην αθωότητα. Όπως και στις μικρού μήκους του ο Χαραμουντάνης ψηλαφεί το αίσθημα της ενήλικης ανηλικιότητας. Δηλαδή, της κατάστασης στην οποία η ανέμελη θέαση του κόσμου μοιάζει πιο οικεία από την άκαμπτη πραγματικότητα της λογικής και της ευθύνης. Εκεί όπου η επικοινωνία εξαρτάται από τρυφερά αγγίγματα, βλέμματα υγρά και σφιχτες αγκαλιές. Οι συναισθηματικές ποιότητες του "Κιούκα", παραδόξως, είναι και εκείνες που ίσως εκπλήξουν τους ανυποψίαστους θεατές. Είναι τέτοια η ανοικτότητα του φιλμ, η έκθεση των πιο αγνών και μύχιων αγωνιών που του προσδίδουν μια σπάνια, υπέρμετρη ευαισθησία. Πλάι τους, μια απελευθερωτική χρήση τη κωμωδίας, σε ένα σενάριο που, επιτέλους, χρησιμοποιεί το χιούμορ με ανεπιτήδευτη τσαχπινιά.
Πίσω από όλα το καλοκαίρι, το φως του που γνέφει πλάνα χάρμα οφθαλμών, η κάψα η οποία χαράσσει τα πρόσωπα των ηρώων που μοχθούν να χαμογελάσουν για να μη κλάψουν. Όχι γιατί βιώνουν κάποιο ιλιγγιώδες δράμα, αλλά γιατί πασχίζουν να βγουν από το δικό τους καβούκι και ταυτόχρονα, να συμφιλιωθούν την ιδέα πως το σπίτι δεν είναι απλώς κάτι πλωτό ή που κουβαλάς μέσα σου, αλλά οι άνθρωποι που ανυπομονείς να ξαναδείς αφού φύγουν.
Έναν από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους κρατά η Έλσα Λεκάκου, με διαφορές από τις πιο ταλαντούχες ηθοποιούς της γενιάς της, την οποία βλέπουμε και στο "Killerwood". Η νέα δουλειά του Χρήστου Μασσαλά ("Broadway"), αποτελεί μια αφτιασίδωτη μεταμοντέρνα σάτιρα της ελληνικής κινηματογραφικής "βιομηχανίας". Καθώς, επικεντρώνεται στην προσπάθεια ενός νέου σκηνοθέτη να γυρίσει ένα θρίλερ που περιστρέφεται γύρω από μια σειρά ανεξιχνίαστους φόνους. Έτσι, η αφήγηση παίρνει τη μορφή της ταινίας μέσα σε ταινία… μέσα σε ταινία, αφού παρακολουθούμε παράλληλα τόσο τα παρασκήνια, τη μυθοπλασία και όσα συμβαίνουν γύρω από αυτά, το νοητό όριο ανάμεσα στην αλήθεια και το όνειρο.
Το "Killerwood" δίνει την αίσθηση πως βγήκε μέσα από την ανάγκη του Μασσαλά να μεταβολίσει την εμπειρία του "Broadway", κάτι που κάνει με μηδενικό ίχνος σοβαροφάνειας και μπόλικη (καλή!) πλάκα. Τα cameos γνώριμων προσώπων του ελληνικού σινεμά δίνουν και παίρνουν, όπως επίσης τα απολαυστικά κινηματογραφικά αστεία. Από κοντά, φυσικά, η ικανότητα του σκηνοθέτη να προσαρμόζει εντυπωσιακά το ύφος του σε κάθε περίσταση, όπως στις ενότητες της φαντασιακής ταινίας που δεν έχουν σε τίποτα να ζηλέψουν από τα giallo των ‘70s. Στο τέλος της μέρας, ίσως η αυτοαναφορικότητα να κοστίζει εν μέρει στο φιλμ, όμως, δεν παύει να εξυπηρετεί το σκοπό της απογυμνώνοντας τη σοβαροφάνεια, ενίοτε τον παραλογισμό και σίγουρα τις εμμονές όσων θέλουν να ασχολούνται με τον κινηματογράφο στην Ελλάδα. Εμείς, πάντως, ευχόμαστε να δούμε στο μέλλον τον Μασσαλά να κινηματογραφεί, όντως, την Λεκκάκου σε ρόλο scream queen…
Για το τέλος αφήσαμε έναν από τους σημαντικότερους τίτλους που προβλήθηκαν φέτος στη Θεσσαλονίκη. Μιλάμε για το γυρισμένο στην Ελλάδα "To a Land Unknown" του παλαιστινιακής καταγωγής δημιουργού Μάχντι Φλέιφελ, ο οποίος εμπνευσμένος από προσωπικά αλλά και οικεία σε εκείνον βιώματα, αφηγείται την ιστορία δύο Παλαιστίνιων προσφύγων που αναζητούν πάση θυσία τρόπο να φτάσουν στη Γερμανία. Εάν εκ πρώτης όψεως η πλοκή σας ακούγεται αναμενόμενη, καλό θα ήταν να αναθεωρήσετε εγκαίρως. Διότι οι ήρωες του Φλέιφελ κουβαλούν μέσα τους την αποκτήνωση που πλαισιώνει το μοντέρνο μεταναστευτικό ζήτημα, από τις επιθέσεις των αρχών στα σύνορα και τα camp μέχρι την αστική εξαθλίωση, φτάνοντας στο σημείο να έχουν χάσει τεράστιο κομμάτι του εαυτού τους. Οι συνθήκες που οδηγούν την ηθική πυξίδα αυτών των αντρών στο ξεχαρβάλωμα, σε συνδυασμό με το γνήσιο ρεαλισμό (το κέντρο της Αθήνας δίχως εξωτικοποίηση), προσδίδουν χαρακτήρα και πολυτιμότητα στο έργο του Φλέιφελ, συνδυαστικά με ένα από τα καλύτερα cast που έχουμε δει φέτος. Με δεδομένη λοιπόν την ποιότητα του φιλμ, αλλά και την πολιτική επιτακτικότητά της, μοιάζει λιγάκι άδικο η τρίτη πράξη να διεκπεραιώνεται με μια λύση πολυφορεμένη. Η οποία μεν τιμά την προειδοποίηση του τίτλου και την τραγικότητα της κατάστασης, αφαιρεί ωστόσο από την ορμή που διακατέχει συνολικά την ταινία.
Διαβάστε όλα τα νεότερα από το 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης εδώ.