Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια της εμπειρίας ενός κινηματογραφικού φεστιβάλ είναι οι απροσδόκητες ομοιότητες και οι παροδικές συνδέσεις που προκύπτουν μεταξύ προβολών που, περισσότερο συναισθηματικά παρά υπολογισμένα, επιλέγεις να δεις κατά τη διάρκειά του. Έτσι, η θέαση μιας κινηματογραφικής διοργάνωσης αποκτά μια άτυπη θεματική εντελώς συγκυριακή και σίγουρα, πρόκειται για αποτέλεσμα προσωπικών αναγνώσεων και υποσυνείδητων αντιδράσεων απέναντι σε όσα συμβαίνουν στη μεγάλη οθόνη. Υπό αυτό το πρίσμα, διαπίστωσα πως στο μέσο του 65ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (31/10-11/10), έκαναν σχεδόν ταυτόχρονα πρεμιέρα τρεις ελληνικών αναφορών ταινίες οι οποίες περιστρέφονταν γύρω από τη θεματική του πένθους. Προτού περάσουμε στο σχολιασμό τους, όμως, οφείλω να προειδοποιήσω πως σε όλες η έννοια της απώλειας αποκαλύπτεται εν είδη αφηγηματικής ανατροπής, αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο. Επομένως, ώστε να αποφύγουμε τυχόν στεναχώριες, έχετε υπόψη πως παρακάτω ακολουθούν spoilers. Πάμε, λοιπόν, στη συνέχεια.
Για την περίπτωση του "Arcadia", της δεύτερης μεγάλου μήκους του πολυβραβευμένου Γιώργου Ζώη ("Interruption"), τα έχουμε πει αναλυτικά τον περασμένο Φεβρουάριο, όταν έκανε πρεμιέρα στην 74η Μπερλινάλε. Ένα στιβαρό και βαθιά υποβλητικό ψυχογράφημα, το οποίο φάνηκε να συγκινεί σημαντική μερίδα του κοινού της Θεσσαλονίκης και δικαίως, εδώ που τα λέμε. Η υπόθεσή του έχει στο επίκεντρο ένα ζευγάρι που ενσαρκώνουν οι Αγγελική Παπούλια και Βαγγέλης Μουρίκης, το οποίο ύστερα από ένα τροχαίο καλείται να αναμετρηθεί με τις συνέπειες και παράλληλα, με τις απόκρυφες πτυχές της σχέσης μεταξύ τους. Όσο λιγότερα ξέρετε για την πλοκή τόσο καλύτερα, πιστέψτε μας.
Επίσης με τη δεύτερη ταινία του στο φεστιβάλ βρίσκεται ο Γιάννης Βεσλεμές, δέκα χρόνια μετά την cult "Νορβηγία". Τώρα, παρουσιάζει το ρετρο-γοτθικό "Αγαπούσε τα Λουλούδια Περισσότερο", ένα φιλμ το οποίο, αρχικά, κόβει την ανάσα με την ποιότητα της παραγωγής του. Ίσως ακουστεί υπερβολικό, ωστόσο, όσον αφορά το συγκεκριμένο στοιχείο δε θυμόμαστε αντίστοιχο παράδειγμα στον πρόσφατο, τουλάχιστον, ελληνικό κινηματογράφο. Ο Βεσλεμές αποτίνει ένα φόρο τιμής στις επιρροές του, θέλοντας να πραγματοποιήσει μια ωδή στο "τέλος της νοσταλγίας", όπως ανέφερε στη συζήτηση μετά την προβολή, παραδίδοντας ένα αισθητικό κομψοτέχνημα. Στην ουσία, αποτελεί κολάζ πολλαπλών και πολύμορφων αναφορών που θα καταλήξει εξαντλητικό να τις αναπτύξουμε όλες. Συνοψίζοντας, τα "Λουλούδια" ανήκουν στο σινεμά του φανταστικού και βρίσκονται κάπου ανάμεσα στον Μπερτράν Μαντικό ("Τα Άγρια Αγόρια", "Βρώμικος Παράδεισος") και τον Νίκο Νικολαΐδη ("Singapore Sling", "Γλυκιά Συμμορία"), χωρίς όμως να οδηγείται στη στείρα μίμημση. Είναι, δηλαδή, ένα έργο βαθιά σινεφιλικό και κλειστό στον εαυτό του, το οποίο χειρίζεται τις θεματικές του φιλοδοξώντας περισσότερο να θίξει την περιπλοκότητά τους, παρά να οδηγηθεί σε κάποιο επιτηδευμένα βαρύγδουπο συμπέρασμα.
Εν προκειμένω, όλα ξεκινούν από την απόπειρα τριών αδελφών να επαναφέρουν τη νεκρή μητέρα τους κατασκευάζοντας μια χειροποίητη χρονομηχανή. Τα πειράματά τους αρχίζουν να παίρνουν παράξενη τροπή όταν ο πατέρας τους αποφασίζει να τους επισκεφθεί, την ώρα που χάνουν τον έλεγχο με τις ψυχεδελικές ουσίες που καταναλώνουν. Κάπου εκεί ξεκινά να θολώνει, κυριολεκτικά, το όριο μεταξύ λογικής και παράκρουσης, πραγματικότητας και ονείρου, με την ατμόσφαιρα να παραπέμπει όλο και περισσότερο σε πυρετό. Η δυσκολία με τα "Λουλούδια" είναι να βρεθεί ο συναισθηματικός μηχανισμός ώστε να εμπλακείς με όλα όσα συμβαίνουν, κάτι που δε βοηθά ιδιαίτερα το γεγονός πως οι ήρωες είναι γραμμένοι ως αρχέτυπα και μόνο (ο αγαπημένος γιος, η γυναίκα - εφήμερο ερωτικό ενδιαφέρον κ.ο.κ.). Ωστόσο, ο Βεσλεμές προσδίδει ένα σκοτεινό ρομαντισμό στο φιλμ που του δίνει ένα πολύτιμο κέντρο βάρους. Διότι, εάν αναλογιστούμε τα "Λουλούδια" σαν αποτύπωση του πένθους ως βίαια εφιαλτικό bad trip, είναι δύσκολο να μη σε αγγίξει, έστω και λίγο. Εξάλλου, επίσης, μόνο το σινεμά έχει τη δύναμη να διορθώνει τις πιο οδυνηρές ανθρώπινες εμπειρίες και εδώ ο φόβος του Τέλους βρίσκει μια παράδοξη επούλωση, με ένα πονηρό τουίστ φυσικά...
Κλείνοντας, σε τελείως διαφορετικό μήκος κύματος, στη Θεσσαλονίκη είδαμε ακόμη το σκηνοθετικό ντεμπούτο "September Says" της εξαιρετικής ηθοποιού Αριάν Λαμπέντ, η οποία μπορεί πλέον να λέει με αυτοπεποίθηση πως εξελίσσεται σε εξίσου άψογη δημιουργό. Ύστερα από την υπέροχη μικρού μήκους "Olla", η Λαμπέντ υπογράφει μια ταινία φτιαγμένη από φθινοπωρινή θαλπωρή και χειμωνιάτικη αγριότητα. Το σενάριο, βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο της Ντέιζι Τζόνσον, τοποθετεί στο προσκήνιο δύο έφηβες αδελφές που μεγαλώνουν με τη μητέρα τους, οι οποίες υποφέρουν από την εχθρική συμπεριφορά των συμμαθητών τους. Συνθήκη η οποία, με τη σειρά της, οδηγεί σε επιθετικά ξεσπάσματα της μεγαλύτερης κόρης, διαδοχικές αποβολές και εν τέλει σε μια αναγκαστική μετακόμιση. Στο νέο σπίτι, η οικογένεια γνωρίζει νέες υπαρξιακές δοκιμασίες, εξαιτίας της διάθεσης των κοριτσιών να ανεξαρτητοποιηθούν.
Το "September Says" προσφέρει μια μεθυστική πληθωρικότητα, τόσο υφολογικά (το δράμα διαδέχεται ο τρόμος και μετά η κομεντί) όσο και συναισθηματικά. Η τρυφερότητα της ταινίας είναι αμείλικτη και δίκαια βάναυσο το πώς χαρτογραφείται το κόστος της απουσίας. Η Λαμπέντ διατηρεί με αβίαστη δεξιοτεχνία την ισορροπία ανάμεσα σε αυτήν την αντίφαση, την ώρα που συνειδητά διαλέγει να απεικονίσει το φάσμα της θηλυκότητας προσγειωμένα και ρεαλιστικά. Η μητέρα δεν είναι αγία, έχει δικαίωμα στην παραίτηση και να ενδίδει στις ορμές της, όπως και οι κόρες είναι αναξιόπιστες, πονηρές, έξυπνες και εγκάρδιες, ταυτόχρονα. Όλες τους, κιόλας, καλούνται να διαπραγματευτούν τραύματα δύσπεπτα, με τη λογική του πένθους εδώ να αποδίδεται ως κάτι το στοιχειωμένο, το ακαριαία ισοπεδωτικό. Τις προθέσεις της, βέβαια, η Λαμπέντ δε βιάζεται να τις αποκαλύψει, κάνοντας την τολμηρή επιλογή να στηριχθεί αφηγηματικά στον υπαινιγμό και στην αποσαφήνιση. Δίπολο που αφήνει μονάχα όσα χρειάζονται άρρητα, αποζημιώνοντας το σκηνοθετικό ρίσκο. Στο φινάλε, το "September Says" αφυπνίζει ένα συναίσθημα οικείο, μα απόμακρο, γιατί μας θυμίζει πως, στα αλήθεια, δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το να σου θυμώνει η μαμά σου.
Διαβάστε όλα τα νεότερα από το 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης εδώ.