Το 1995, όταν ξεκίνησαν οι "Νύχτες Πρεμιέρας", ήμουν είκοσι χρόνων. Τώρα είμαι πενήντα. Ποτέ δεν μου άρεσαν τα φεστιβάλ. Ούτε τότε. Ούτε τώρα. Αλλά τότε δεν έχανα ταινία. Έχανα όμως την εξεταστική του Σεπτεμβρίου. Μέχρι το 1999 τουλάχιστον. Παρακολουθούσα ολόκληρο το φεστιβάλ και τον Νοέμβρη ανέβαινα στη Θεσσαλονίκη. Ακόμα ανεβαίνω. Μόνο που τώρα βλέπω δύο ή τρεις ταινίες. Ίσως τέσσερις. Δεν αντέχω να δω παραπάνω.
Με τα χρόνια κατάλαβα ότι το φρέσκο παλιώνει γρήγορα και η αποκάλυψη της προηγούμενης χρονιάς γλιστρά εύκολα στα αζήτητα της επόμενης. Το λέω με μελαγχολία. Αλλά και με ανακούφιση. Λίγα πράγματα μένουν. Σχεδόν τίποτα.
Οι "Νύχτες Πρεμιέρας" δεν ήταν ποτέ πρωτογενές φεστιβάλ. Δεν έψαχνε, δεν πρότεινε, δεν τολμούσε. Ψώνιζε ταινίες από τα μεγαλύτερα φεστιβάλ. Είναι ΟΚ αυτό. Άλλωστε, είδαμε και τις επιλογές των μεγαλύτερων φεστιβάλ: οι ταινίες είναι ταινίες, και κάπως πρέπει να γεμίσει το πρόγραμμα των Καννών ή του Λοκάρνο. Αλήθεια, πού βρίσκονται αυτοί οι νέοι κινηματογραφιστές που θ’ αντισταθούν στους σύγχρονους κινηματογραφικούς κανόνες γυρίσματος, παραγωγής και διανομής, όπως έλεγε ο Ρομπέρ Μπρεσόν; Ακόμα τους περιμένω να έρθουν. Ίσως ζουν ευτυχισμένοι στην πιο σκοτεινή γωνιά του σπιτιού τους, μοντάροντας ταινίες που δεν θα ολοκληρωθούν ποτέ.
Πάντως, το 1995 πρέπει να είχα δει άπειρη σαβούρα στις "Νύχτες". Κυρίως αμερικάνικο ανεξάρτητο σινεμά που δεν έβρισκες εύκολα εκείνη την εποχή (αν και δεν ήταν τόσο ανεξάρτητο, τελικά). Το πρόγραμμα προβολών ήταν περιορισμένο, ανθρώπινο. Δεν χρειαζόταν να ποδοπατηθείς για ένα εισιτήριο. Η διαπίστευση δεν κόστιζε τίποτα. Η πρόσβαση ήταν εύκολη. Μπαινόβγαινα από το Αττικόν στον Απόλλωνα και τούμπαλιν. Είδα όλα τα φιλμ. Δεν θυμάμαι τίποτα.
Θυμάμαι όμως την επιστροφή μέσα στη φθινοπωρινή νύχτα από το κέντρο στο πατρικό μου, απέναντι από το "Χίλτον". Με συνόδευε μια φίλη που έσερνε το ποδήλατό της. Έχω να τη δω χρόνια. Οι αίθουσες καήκανε. Το "Χίλτον" ανακαινίζεται. Όλα μια χαρά.
Δεν ξέρω τι σημασία έχει να βλέπουμε τόσες εικόνες, στριμωγμένες σ’ ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ, όταν δεν ξέρουμε πια πώς να δραπετεύσουμε από τις εικόνες. Ίσως ένα φεστιβάλ θα έπρεπε να είναι ένα κενοτάφιο εικόνων. Ένα μνημείο χωρίς εικόνες. Εις μνήμην.
Αλήθεια, πώς θα "λειτουργήσει" το φετινό αφιέρωμα για τον Κουροσάβα, ανάμεσα σε δεκάδες άλλες ταινίες; Κάθε ταινία του Κουροσάβα είναι μια μικρή έκρηξη. Κάθε ταινία του είναι μια κατάφαση της εικόνας και ταυτόχρονα η άρνησή της. Αυτό κάνουν οι "μεγάλοι" δημιουργοί. Λαχταρούν την εικόνα. Και αντιστέκονται στη λαχτάρα. Δυστυχώς, οι σύγχρονοι σκηνοθέτες έχουν δει πολύ σινεμά. Και το αναπαράγουν. Αντί να υπονομεύσουν κάθε πτυχή του. Ας το αποδεχτούμε όμως. Δεν υπάρχει επιστροφή.
Το 1999, στις πέμπτες "Νύχτες", ακριβώς μετά τον μεγάλο σεισμό, είχα δει τη "Μαμά και την πουτάνα" (1973) του Εστάς. Βρισκόμασταν στον Δαναό, υπό το φόβο μιας νέας δόνησης. Η ταινία διαρκούσε τέσσερις ώρες. Προβολή σε αποκατεστημένο φιλμ, ο Ζαν-Πιερ Λεό περιφέρεται στο Παρίσι, τον ζει μια μεγαλύτερη γυναίκα, ερωτεύεται μια νοσηλεύτρια. Φλυαρεί και ερωτεύεται με μια μανία σχεδόν αυτοκτονική. Εκείνη τη βραδιά, η δόνηση ήρθε από την οθόνη. Κι έγινε η ζημιά.
Κι άλλη μία προβολή. Στον Απόλλωνα, μία δεκαετία μετά. Τα "Φλεγόμενα πλάσματα" (1963) του Τζακ Σμιθ. Μερικές ταινίες δεν είναι ταινίες. Είναι όπλα, βόμβες. Μετά την προβολή ήμουν σίγουρος πως θα καιγόταν η αίθουσα, πως θα ερχόταν η αστυνομία να μας συλλάβει, πως είχαν ήδη ξεκινήσει οι οδομαχίες στη Σταδίου. Συνέβη ένα χρόνο αργότερα. Δεν πήγε πολύ καλά.