"Πώς είναι να είσαι η μητέρα χιλιάδων νεκρών;" αναρωτιούνται οι Crass, το μνημειώδες anarchopunk συγκρότημα από την Αγγλία, στο ομώνυμο κομμάτι τους ["How does it feel (To be the mother of a thousand dead)"]. Η ρητορική ερώτηση απευθυνόταν στην πρωθυπουργό Μάργκαρετ Θάτσερ, η οποία είχε μόλις εισβάλει στα νησιά Φώκλαντ. Κι αν σκεφτείτε, ΟΚ, τι πιο σύνηθες από μια μπάντα τέτοιου είδους να καταφέρεται ενάντια στην εξουσία, έχετε υπόψη ότι το παραπάνω αντι-θατσερικό αίσθημα είχε κατακλύσει τη βρετανική κοινωνία των 80s, και ειδικά όσους ασχολούνταν με οποιαδήποτε μορφή τέχνης. Χωρίς να αναφερθούμε καν στη συνολική, ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική της Μάγκι, όσον αφορά το σινεμά, μεταξύ πολλών άλλων, οι εν ενεργεία σκηνοθέτες της περιόδου είδαν τις κρατικές επιχορηγήσεις να περικόπτονται δραματικά και δεν ήταν λίγοι όσοι αντιμετώπισαν σοβαρό πρόβλημα βιοπορισμού. Είναι διάσημο το παράδειγμα του Κεν Λόουτς, ο οποίος αναγκάστηκε να εργαστεί στη διαφήμιση, ενάντια στα πιστεύω του, για να θρέψει την οικογένειά του. Το παράδοξο, ωστόσο, με αυτή την κατάσταση ήταν πως το μίσος για το θατσερικό καθεστώς παρήγαγε μια σειρά ρηξικέλευθων ταινιών (και δημιουργών), που αποδείχθηκαν επιδραστικές μέχρι σήμερα. Δεκατρείς εξ αυτών παρουσιάζονται από τις 30ές Νύχτες Πρεμιέρας στο αφιέρωμα "This is England", ένα χορταστικό πορτρέτο μιας ολόκληρης εποχής, το οποίο αποτελεί αυτονόητο must για κάθε σινεφίλ.
Η αλήθεια του δρόμου
Η νεοφιλελεύθερη εμμονή της Θάτσερ μεταφράστηκε για χιλιάδες Βρετανούς σε ακραία φτωχοποίηση, ιδίως σε βιομηχανικές επαρχιακές πόλεις – κάτι που, κατά κανόνα, προωθεί την αντικουλτούρα και δη τον πολιτισμό του δρόμου. Μία από τις σημαντικότερες πτυχές του ήταν, φυσικά, το προαναφερθέν πανκ, μια νιχιλιστική επίθεση στον καθωσπρεπισμό και την αριστεία, η οποία εν πολλοίς προσωποποιήθηκε στην περσόνα του Σιντ Βίσιους: του αλλοπρόσαλλου μπασίστα των Sex Pistols, ο οποίος στη σύντομη ζωή του πρόλαβε να αφήσει ένα έντονο, αν όχι αμίμητο, στίγμα. Ο σκηνοθέτης Άλεξ Κοξ επιχείρησε να ψυχογραφήσει την περσόνα του στο "Σιντ και Νάνσι" (1986), έχοντας ως σημείο αναφοράς την προβληματική πλην όμως παθιασμένη σχέση του με τη Νάνσι Σπάνγκεν και έναν νεαρό Γκάρι Όλντμαν στο ρόλο του Βίσιους. Πλάι στο πανκ, τα βρετανικά στενά δονούνταν επίσης στο ρυθμό της ρέγκε, του σκα και των (ορθόδοξων, όχι των άλλων) skinheads, οι οποίοι κατασκεύαζαν τα δικά τους κινητά τοτέμ από καλώδια, πικάπ και μεγάλα ηχεία, ήτοι τα soundsystems. Αυτά πρωταγωνιστούν στο "Babylon" (Φράνκο Ρόσο, 1980) όπου ένας νεαρός DJ προσπαθεί να επιβιώσει στο αφιλόξενο και γεμάτο ρατσιστική βία νότιο Λονδίνο. Σε new wave ρυθμούς, αλλά επίσης με έναν DJ ως κεντρικό ήρωα, κινείται το "Radio On" (Κρίστοφερ Πετίτ, 1979), ένα ασπρόμαυρο road movie στο οποίο συμμετέχει ο Sting.
Δεύτε λάβετε στιλ
Απέναντι στο φθαρμένο, ντοκιμαντερίστικο και ακατέργαστα ωμό ύφος ταινιών όπως οι παραπάνω, εμφανίστηκαν ταινίες εκθαμβωτικής ομορφιάς, οι οποίες, παραδόξως, χρηματοδοτήθηκαν από το νεο-ιδρυθέν τότε κρατικό κανάλι Channel 4. Χάρη σε εκείνο συστήθηκε στο κοινό ο μετέπειτα υποψήφιος για δύο Όσκαρ Στίβεν Φρίαρς με το "Ωραίο μου Πλυντήριο" (1985), όπου αφηγείται τη γλυκόπικρη ιστορία ενός Πακιστανού μετανάστη και του συντρόφου του (ο Ντάνιελ Ντέι-Λιούις στην πρώτη πρωταγωνιστική ερμηνεία του), που αποφασίζουν να ανοίξουν μαζί ένα κατάστημα. Έπειτα, ο εικονοκλάστης Πίτερ Γκρίναγουεϊ παρήγαγε ένα από τα αριστουργήματα της πρώιμης περιόδου του με το "Συμβόλαιο του Σχεδιαστή" (1982): ένα αταξινόμητο φιλμ, που ανατρέπει τις συμβάσεις του κλασικισμού για να μιλήσει για τα αποσιωπημένα ερωτικά πάθη, συνδυάζοντας στοιχεία από τις ταινίες εποχής και το σινεμά μυστηρίου.
Επικίνδυνες σχέσεις
Ακολούθως, οι Βρετανοί σκηνοθέτες των 80s δεν παρέλειψαν να βάλουν στο μικροσκόπιο τις ανθρώπινες σχέσεις και τις προβληματικές που τις πλαισιώνουν. Ο διαχρονικά βιτριολικός Μάικ Λι στις υπέροχες "Μεγάλες Ελπίδες" (1988) ψηλαφεί με λεπτή ειρωνεία και ζεστή καρδιά τις πολιτικές ματαιώσεις μιας ολόκληρης γενιάς, ενώ, σε τελείως διαφορετικό κλίμα, ο Νίκολας Ρεγκ παραδίδει το ανατρεπτικό θρίλερ "Η Δύναμη της Σάρκας" (1980), που αφορά μια βίαιη αυτοκτονία και έχει τον Αρτ Γκαρφάνκελ σε κεντρικό ρόλο. Μια άσπονδη φιλία αναπτύσσεται πάνω στο έδαφος των καταχρήσεων στην cult μαύρη κωμωδία "Ο Φίλος μου και Εγώ" (Μπρους Ρόμπινσον, 1987), την ίδια περίοδο που ο Τέρενς Ντέιβις ετοίμαζε ένα από τα καλύτερα ντεμπούτα όλων των εποχών. Ο δημιουργός που πέθανε πριν από ένα χρόνο, στο "Μακρινές Φωνές, Ασάλευτες Ζωές" (1988) εμπνέεται από την παιδική ηλικία του στη μεταπολεμική Αγγλία, για να μιλήσει τόσο για τα προσωπικά, τραυματικά βιώματά του, αλλά και να σκιαγραφήσει την πολύπλευρη πατριαρχική καταπίεση που γνώρισαν οι συνομήλικοί του και όχι μόνο. Με απαράμιλλη οργανικότητα, ο Ντέιβις φροντίζει να περνά αβίαστα από τον σκληρό ρεαλισμό στην ποιητική τρυφερότητα, ειδικά στις στιγμές που αναφέρεται στην αξία τού να έχεις δίπλα σου άτομα που δεν παύουν να σε φροντίζουν, ό,τι κι αν συμβεί.