Από το προηγούμενο μέχρι αυτό το κείμενο, φευ, δεν άλλαξαν θεαματικά τα πράγματα όσον αφορά τις εκπλήξεις στο εθνικό διαγωνιστικό τμήμα του 47ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας. Έτσι, αποτελεί γρίφο για δυνατούς λύτες ακόμα και να μαντέψει κανείς ποιος θα "σηκώσει" φέτος το Χρυσό Διόνυσο, με το γράφοντα να υποθέτει πως θα προτιμηθούν ταινίες "μηνύματος" και όχι απαραίτητα μικρού μήκους που διατυπώνουν κάποια, έστω ακατέργαστη, κινηματογραφική πρόταση. Προς υπεράσπιση της κριτικής επιτροπής, βέβαια, δεν έχουν και πάρα πολλές επιλογές στη διάθεσή τους…
Ωστόσο, λίγες ώρες πριν την απονομή, σταχυολογούμε μερικά φιλμ ακόμα, τα οποία προλαβαίνετε να παρακολουθήσετε μέχρι και τη Δευτέρα (9/9), δωρεάν, στη ψηφιακή πλατφόρμα του φεστιβάλ.
Διεθνείς προδιαγραφές
Τρεις είναι φέτος οι ελληνικές συμμετοχές του διεθνούς διαγωνιστικού τμήματος και συμπτωματικά, όλες ανήκουν σε σκηνοθέτριες. Για το "Numb" της Δέσποινας Κούρτη γράψαμε σχετικά, ενώ για το "What Mary Didn’t Know" της Κωνσταντίνας Κοτζαμάνη είχαμε αναφερθεί στη συνέντευξη που κάναμε με τη δημιουργό. Στο κείμενο σχολιάσαμε την ταινία ως "μια πικρή σάτιρα του αποικιοκρατικού τρόπου με τον οποίο οι βορειοευρωπαίοι αντιμετωπίζουν την Ελλάδα. Συνιστά, επίσης, ένα αφήγημα απότομης ενηλικίωσης μπολιασμένο με στοιχεία μεταφυσικού ρομαντισμού (ή νεορομαντισμού σωστότερα) και μαγικού ρεαλισμού, το οποίο μετατρέπει ένα νωπό τραύμα του έρωτα σε δίοδο μετάβασης προς την προσωπική ωρίμανση. Το ‘What Mary Didn’t Know’ φέρνει έντονα τη σφραγίδα της δημιουργού του, από την εικαστική αρτιότητα μέχρι τη συμβολική παρουσία των ζώων, η οποία αντιλαμβάνεται τον ανθρώπινο ψυχισμό ως μια ανεξερεύνητη τροπικότητα. Η νεαρή ηρωίδα της, για παράδειγμα, βιώνει μια σχεδόν υπερβατική εμπειρία λίγο πριν το φινάλε της ταινίας, σε μια παραλιακή τοποθεσία που κατοικούν μονάχα αρχαία και τουρίστες, η οποία αποτελεί ταυτόχρονα απόρροια ενός ψυχοσωματικού σοκ και ατραπός προς κάτι καινούριο. Πιο προσιτό και γήινο από τα προηγούμενα φιλμ της Κοτζαμάνη, ένα έργο ωστόσο που διατηρεί τη διάθεση της σκηνοθέτριας να πιέζει με τόλμη τα όρια".
Η τρίτη της παρέας είναι η Δάφνη Χαιρετάκη, η οποία έπειτα από το ιδιοσυγκρασιακό και αξιομνημόνευτο "Αρχιπέλαγα, Γυμνοί Γρανίτες", παρουσιάζει το "Αυτό που Ζητάμε από ένα Άγαλμα Είναι να μην Κινείται" που πατά, επίσης, σε περισσότερα από ένα κινηματογραφικά είδη. Κάτι ανάμεσα σε εξομολογητικό ημερολογιακό φιλμ, mockumentary που συνδυάζει το σινεμά βεριτέ και το vox populi, αλλά και εργαλείο αναστοχασμού του πρόσφατου πολιτικού παρελθόντος της Ελλάδας, η μικρού αρχικά γοητεύει χάρη στην οργανικότητα με την οποία χειρίζεται τα διαφορετικά υλικά της. Ωστόσο, ο τρόπος που αισθητικοποιούνται και σχεδόν εξιδανικεύονται καταστάσεις, με μια νοσταλγία που μοιάζει άθελά της "φορεμένη", χωρίς απαραίτητα να είναι, εξαιτίας του βαθμού στον οποίο θολώνεται το όριο ανάμεσα στο απρόοπτο και το κατασκευασμένο, δρα εν τελεί εις βάρος της. Από την άλλη, ξάφνιασε ευχάριστα το πέρασμα της συγγραφέως Μαρίας Μήτσορα και αξίζει να σημειωθεί πως το "Αυτό που Ζητάμε…" βραβεύτηκε στο πρόσφατο φεστιβάλ του Σαράγεβο.
Η οικογένεια που επιλέγουμε
Πίσω στο εθνικό διαγωνιστικό, η καρδιά σκίρτησε χάρη σε δύο ταινίες φορτισμένες από την ανάγκη των δημιουργών τους να ανταποδώσουν την αγάπη που έχουν νιώσει. Ο Δημήτρης Χαραλαμπόπουλος ντεμπουτάρει με τη "Μεγαλύτερη Μέρα του Κόσμου" με πρωταγωνιστή τον Μάριο Μπανούσι ("Goodbye, Lindita"), στο οποίο η μνήμη, το βίωμα, τα πρόσωπα και τα συναισθήματα γίνονται ένα κινηματογραφικό κολάζ που αναδύει θαλπωρή. Με στιλ που θυμίζει το χειροποίητο σινεμά του Κωστή Χαραμουντάνη, δηλαδή ένα μιξ χαμηλότονου λυρισμού και αθωότητας, ο Χαραλαμπόπουλος πλάθει έναν κόσμο φαινομενικά κλειστό στον εαυτό του, ο οποίος, ωστόσο, σταδιακά αποκαλύπτει τις πραγματικές προθέσεις του, προτού συγκινήσει. Αντίστοιχα, η αυτοαναφορική αλλά καθόλα προσβάσιμη "Άσκοπη Μετακίνηση" (Νικολέτα Λεούση), μετατρέπει ένα κοινό βίωμα (τη βίαιη ανατροπή που έφεραν οι πανδημικές καραντίνες) σε αφορμή για την εκδήλωση ευγνωμοσύνης στους πιο κοντινούς ανθρώπους της. Η σκηνοθέτρια δεν πασχίζει να πείσει για τυχόν μεγαλόπνοες ιδέες της, ούτε να εντυπωσιάσει με κάποια εικαστική καλλιγραφία, για αυτό και ακριβώς η εν λόγω απλότητα στην προσέγγισή της, σε συνδυασμό με την απαλή τρυφερότητα που διακατέχει την ταινία, την καθιστούν μια καλοδεχούμενη, ευχάριστη έκπληξη.