Στην κορύφωσή του βρίσκεται το 47ο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας (2-8/9), το οποίο φέτος προχώρησε σε μια εύστοχη αλλαγή του τρόπου παρουσίασης του προγράμματος. Μεταβολή αναγκαία, εάν σκεφτούμε πως πια η διοργάνωση φιλοξενεί επτά διαγωνιστικά τμήματα, χωρίς να υπολογίζουμε τα αφιερώματα και τις λοιπές παράλληλες προβολές. Επί τις ουσίας, λοιπόν, αντί όλα τα διαγωνιστικά τμήματα να ξεκινούν ταυτόχρονα, όπως συνέβαινε παραδοσιακά, την αρχή έκαναν το εθνικό σπουδαστικό και το animation, προτού σταδιακά προστεθούν στο ωρολόγιο τα υπόλοιπα. Αυτή η κίνηση είχε ως αποτέλεσμα να διαμοιραστεί η προσοχή των σινεφίλ, να είναι πιο εύκολο να παρακολουθήσει κανείς περισσότερα slots και φυσικά, να υπάρξει μια καλύτερη ισορροπία σε σχέση με το "βαρύ πυροβολικό" του θεσμού, ήτοι το εθνικό διαγωνιστικό. Βέβαια, βοήθησε επίσης πως αριθμητικά οι συμμετοχές του εν λόγω τμήματος είναι 27, νούμερο ευέλικτο που επιτρέπει την τακτοποίησή του ανά ημέρα. Επιπλέον, έτσι αποσυμφορήθηκε και η τελετή απονομής, αφού το φεστιβάλ απένειμε ήδη μέρος των βραβείων του, σε ξεχωριστή πανηγυρική τελετή που τίμησε τους δημιουργούς.
Πριν πάμε παρακάτω, θυμίζουμε πως όλες οι ταινίες είναι προσβάσιμες δωρεάν μέσω της ψηφιακής πλατφόρμας του φεστιβάλ, όπου μπορείτε, επίσης, να ψηφίζετε για το βραβείο κοινού.
Αφού, λοιπόν, αποδώσαμε τα δίκαια διοργανωτικά εύσημα, ας περάσουμε σε μερικές κινηματογραφικές παρατηρήσεις, καθώς απομένουν δύο μέρες προβολών πριν τη λήξη. Και η αλήθεια είναι, δυστυχώς, πως θα μπορούσα να είχα γράψει αυτούσια την περσινή ανταπόκριση, στην οποία σχολιάζοντας το εθνικό διαγωνιστικό είχα διαπιστώσει ότι η συντριπτική πλειοψηφία των μικρού μήκους κινούνταν στο δίπολο αισθητική αρτιότητα - σεναριακή ατολμία, χωρίς αυτό να σημαίνει πως το επίπεδο ήταν κακό. Το φαινόμενο επαναλαμβάνεται εντονότερα στη φετινή φουρνιά των διεκδικητών του Χρυσού Διόνυσου, καθώς η εικαστική καλλιέπεια των ταινιών συνοδεύεται από αφηγήσεις ευρύτερου "κοινωνικού προβληματισμού", οι οποίες διαβάζονται ως τυπικά σωστές σύμφωνα με τους σεναριακούς κανόνες, αλλά υπολείπονται σε αυθεντικότητα, χαρακτήρες που μένουν αλησμόνητοι και πρωτοφανείς ή έστω ανεξερεύνητους κινηματογραφικούς κόσμους. Με αδιαπραγμάτευτο δεδομένο πως το διάχυτο ταλέντο των συμμετεχόντων είναι αυταπόδεικτο, μια σταθερά στην οποία έχει παίξει καθοριστικό ρόλο και η Δράμα ως θεσμός, θα τολμήσω μια προσωπική ερμηνεία του φαινομένου.
Όταν σχεδόν όλες οι μικρού μήκους του σημαντικότερου για την κατηγορία διαγωνιστικού τμήματος στην Ελλάδα, οι οποίες ανήκουν εν πολλοίς σε "πρωτάρηδες" σκηνοθέτες, έχουν πανομοιότυπη δομή και ανάπτυξη, μάλλον δεν ευθύνονται ακριβώς εξ ολοκλήρου οι ίδιοι. Τι θέλω να πω· παρακολουθώντας μια ταινία όπως το "Numb" (Δεσποινα Κούρτη) ή τον "Γκέκα" (Δημήτρης Μουτσιάκας), το ύφος τους εντυπωσιάζει μεν, αλλά σύντομα γίνεται εμφανής η "ραχοκοκαλιά" τους. Ξέρεις πότε να περιμένεις το πρώτο plot point, πότε θα έρθει το επόμενο, να και το "ταξίδι του ήρωα" κ.ο.κ. Ταυτόχρονα, όλα συνηγορούν στο να μην υπάρχει περιθώριο για δημιουργικές αναγνώσεις των ταινιών αυτών. Τι διακυβεύεται στην πλοκή και το ποιο θα είναι γενικότερα το νόημα, αποσαφηνίζεται τόσο πολύ νωρίς-νωρίς, ώστε δεν υπάρχει προσδοκία για εκπλήξεις. Άρα, όταν στην αισθητική μιας μικρού μήκους γίνεται αντιληπτή η ελευθερία στο σμίλεμα της, όπως η μελαγχολική ζεστασιά στο ρεαλισμό του "Numb" ή το αλά γουέστερν και επιβλητικό σαν αντάρα στιλ του "Γκέκα", αλλά σενιαράκα σχεδόν νιώθεις έντονα τα δραματουργικά όρια, κάτι συμβαίνει. Είναι η προσκόλληση των ακαδημαϊκών του κινηματογράφου να τηρούνται οι ίδιες εδώ και δεκαετίες σταθερές μιας αφήγησης; Είναι η επιμονή των εκάστοτε χρηματοδοτικών φορέων ώστε να μη ξεφεύγει τίποτα από την πεπατημένη και να είναι τα πάντα εξηγήσιμα μέχρι κεραίας; Αναρωτιέμαι ειλικρινά και με αναγνώριση της αφέλειάς μου. Πάντως, όταν ομολογουμένως υποβλητικές ταινίες το "χάνουν" επειδή δεν αφήνουν τίποτα στην αμφισημία ή δε ρισκάρουν παραπάνω, μοιάζουν με χαμένη ευκαιρία.
Υπό αυτό το πρίσμα, δεν είναι τυχαίο ότι εκεί που ευδοκιμεί η δημιουργικότητα είναι στο εθνικό σπουδαστικό. Από τη χρονιά που εγκαινιάστηκε το τμήμα, παραδίδει σταθερά τις πιο φρέσκιες μικρού μήκους, αφού οι σκηνοθέτες τους είναι απαλλαγμένοι από το βάρος του να αποδείξουν πως κάνουν απαραίτητα "σοβαρό σινεμά", ούτε καλούνται να περάσουν από το γολγοθά των χρηματοδοτήσεων (συνήθως). Για παράδειγμα, παρά τη μεγαλύτερη του απαιτούμενου διάρκεια, το "ποπ" (Λίνα Κουντουρά) είναι ένα απενοχοποιημένα φαν heist movie που ενσωματώνει τα απωθημένα τριών κοριτσιών και φίλων οι οποίες οδηγούνται στο έγκλημα λόγω του οικονομικού αδιεξόδου τους. Η Κουντουρά αντιμετωπίζει το σινεμά σαν παιχνίδι, "γουεσαντερσονικά" αν θέλετε, έτσι ξεπερνά τα όποια εμπόδια παραγωγής με ευρηματικές λύσεις που προσδίδουν χαρακτήρα. Ακολούθως, ιδωμένο σαν ένα ημερολογιακό mood piece και όχι με αυστηρά κινηματογραφικά κριτήρια, το "No Future Kids" (Ελένη Πουλοπούλου) απεικονίζει γλυκόπικρα μια φέτα ζωής με την οποία θα ταυτιστεί όποιος έχει περάσει τα είκοσί του ενδυναμώνοντας τις φιλίες του σε μάταιες βραδινές εξόδους σε αφιλόξενες πόλεις. Ο υπογράφων ομολογεί ότι μπήκε στα τριάντα και αυτή η θέαση "τσίμπησε" εύκολες συναισθηματικές χορδές… Από την άλλη, το "απαράταμε" (Μένη Τσιλιανίδου) μόνο τους σκληρόκαρδους δε θα αγγίξει - αν και είναι βατή η ιστορία που αφηγείται, το "Alles Gut" (Παύλος Παρασκευόπουλος) κρύβει μια έκπληξη που σφίγγει την καρδιά, και το "MRI" μας συστήνει στη Μελίνα Ξυπολιτάκη που επιδεικνύει μια χαρακτηριστική σκηνοθετική άνεση σε ένα σενάριο απλούστερο να διαβαστεί παρά να διεκπεραιωθεί με τόση συνέπεια, αφήνοντας υποσχέσεις για το μέλλον.
Όπως αντιλαμβάνεστε, δε γίνεται να μην αναφερθούμε καθόλου στο εθνικό διαγωνιστικό. Θα ήταν άδικο, εξάλλου. Ξεκινάμε με τον Σταύρο Μαρκουλάκη, ο οποίος στη δεύτερη δουλειά του εμπλουτίζει θεαματικά το ύφος του. Με την ταινία "Τα Περιστέρια Αρρωσταίνουν Όταν η Πόλη Φλέγεται", υπογράφει μια αβίαστα ρομαντική, υπέροχα κινηματογραφημένη ιστορία, η οποία αποθεώνει ακριβώς αυτήν την τυχαιότητα του κεραυνοβόλου έρωτα, η οποία έχει τη ριζοσπαστική δύναμη να επιβάλλει το απογραμμάτιστο. Υπάρχουν μικρές στιγμές που το φιλμ προσπαθεί πολύ να πείσει για την ποιητικότητά του, ωστόσο, παραμένει ένα άψογο δείγμα σινεμά που ενστερνίζεται λυτρωτικά τον ερωτισμό. Σε διαφορετικό μήκος κύματος, ο Γιώργος Φουρτούνης μετά το εξαιρετικό "Πίστομα", παρουσιάζει το "MJ". Ο πρωταγωνιστής Γιώργος Κατσής αποδεικνύει γιατί είναι ένας από τους καλύτερους νέους ηθοποιούς αυτήν τη στιγμή, τον είδαμε και στο "Black Stone", ενσαρκώνοντας απολαυστικά έναν τράπερ που φυσιογνωμικά θυμίζει κάτι μεταξύ Sin Boy και FY. Το "MJ" είναι η πρώτη φορά που η αναπαράσταση ενός τέτοιου (αντιηρωικού) χαρακτήρα δεν προκαλεί ετεροντροπή, μάλιστα η κωμωδία της κατάστασης προκύπτει οργανικά, ενώ θίγεται με ουσιαστικό νοιάξιμο ένας μουσικός κόσμος που ακόμα αντιμετωπίζεται ως κάτι εξωτικό από την ελληνική πραγματικότητα. Είναι σαφές πως ο Φουρτούνης ενδιαφέρεται να ψυχογραφήσει τον ήρωά του και να μην τον απεικονίσει ως καρικατούρα, προσπαθώντας να ψηλαφήσει τα αίτια που σήμερα τόσοι μιλένιαλς έχουν υπαρξιακή ανάγκη την καταξίωση, τα γρήγορα λεφτά και την απόκτηση ενός "GOAT status" - μια "live fast, die young" νοοτροπία με νέες ποιότητες. Εκεί εντοπίζεται και η αξία της μικρού μήκους, η οποία πιθανότατα να ήταν πιο ολοκληρωμένη με λίγη παραπάνω… ταινία. Όταν τα πράγματα σοβαρεύουν, σε μια καλώς εννοούμενη διαπεραστικά άβολη σκηνή, ύστερα γίνεται μια επαναφορά στην ελαφρότητα η οποία μοιάζει αποπροσανατολιστικά απότομη.
Κλείνοντας, χρήζει αναφοράς το οδυνηρά επίκαιρο "Honeymoon" (Άλκι Παπασταθόπουλος). Τουλάχιστον όσα χρόνια παρακολουθώ το φεστιβάλ της Δράμας δεν έχω παρακολουθήσει αντίστοιχη μικρού μήκους και αυτό από μόνο του της προσδίδει ήδη μια πολυτιμότητα. Ο βασικός ουσιαστικός λόγος για αυτό, όμως, είναι το πώς συστήνεται η τρανς ορατότητα στην ταινία. Οι δύο πρωταγωνίστριες, άψογες στους ρόλους τους οι Μαίρη Πετρούλιου και Νάσια Συντέτα, είναι νεαρές, κατά πάσα πιθανότητα λαϊκών καταβολών και προσπαθούν να κάνουν ένα απλό ταξίδι με το λεωφορείο. Διαδρομή - ναρκοπέδιο, η οποία κρύβει κινδύνους ανά πάσα στιγμή. Μια πραγματική αν όχι καθημερινή συνθήκη για κάθε τρανς άτομο, την οποία αρκετά γεγονότα των τελευταίων ετών στην Ελλάδα έχουν έρθει να επαληθεύσουν τραγικά. Το "Honeymoon" είναι μια γροθιά στο στομάχι, είναι θαρραλέο κοινωνικό σινεμά που διεκδικεί, αλλά επίσης θα επωφελούταν από μια πιο μετρημένη ανάπτυξη. Υπάρχουν κομβικές σκηνές που μοιάζουν βεβιασμένες, ενώ παρά την απλωμένη διάρκεια μαθαίνουμε λίγα για τις ίδιες τις ηρωίδες και περισσότερα για τη συνθήκη στην οποία βρίσκονται. Παρόλα αυτά, το λυτρωτικό φινάλε που κλείνει το μάτι στο "Θέλμα και Λουίζ", έρχεται την κατάλληλη στιγμή για να υπενθυμίσει την επουλωτική δράση της αλληλεγγύης και της συντροφικότητας.