Ένα θρυλικό κινηματογραφικό ντουέτο μας άφησε για τα καλά από την Πέμπτη 29/2, αφού σε ηλικία 92 ετών ο Πάολο Ταβιάνι έφυγε από τη ζωή, έξι χρόνια μετά τον αδερφό του Βιτόριο. Τα δύο αδέρφια, γεννημένα το 1931 και το 1929 αντίστοιχα στην Τοσκάνη του Μουσολίνι, αποφάσισαν πως το μέλλον τους θα είναι το σινεμά από τις ηλικίες των 16 και 18 ετών και το υπηρέτησαν ακούραστα για όλη τους τη ζωή, αφήνοντας το στίγμα τους στον Ιταλικό αλλά και παγκόσμιο κινηματογράφο.
Με βραβεία σε Κάνες (Χρυσός Φοίνικας για τον "Πατέρα Αφέντη", 1977, Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής για τη "Νύχτα του Σαν Λορέντζο", 1982) και Μπερλινάλε (Χρυσή Άρκτος για το "Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει", 2012), οι Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι παρέμειναν στην αιχμή του πολιτικοποιημένου σινεμά μέχρι το τέλος της καριέρας τους, ακόμα κι αν οι ταινίες τους δεν αντιμετωπίζονταν πάντα με την ίδια δημοφιλία. Το ντεμπούτο τους έγινε με το μικρού μήκους ντοκιμαντέρ "San Miniato, Luglio ’44" (1954), εργάστηκαν στο "L'Italia non è un paese povero" (1960) ως βοηθοί του σημαντικού Ολλανδού ντοκιμαντερίστα Γιόρις Ίβενς και έπειτα πέρασαν στη μυθοπλασία αρχικά συσκηνοθετώντας με τον Βαλεντίνο Ορσίνι ("Un uomo da bruciare", 1962 / "Outlaws of Love", 1963).
Η πρώτη τους ταινία ως "σόλο ντουέτο" ήρθε το 1967 με τον τίτλο "The Subversives" και απεικόνιζε τους διαφορετικούς τρόπους ζωής της ιταλικής κοινωνίας, με αφορμή το θάνατο του επί χρόνια γενικού γραμματέα του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Η ταινία εντάχθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ του Βερολίνου και έμοιαζε προφητική της εξέγερσης του Μάη του '68. Από την αρχή έγινε φανερή η προσήλωση τους στον πολιτικό κινηματογράφο (η οποία και θα τους στερούσε την δημοσιότητα όταν αυτός θα έβγαινε "εκτός μόδας"), σε μία προσπάθεια να συνεχίσουν τις παραδόσεις του ιταλικού νεορεαλισμού με νέους, σύγχρονους για την εποχή τους, όρους.
Στην πολύ παραγωγική δεκαετία που ακολούθησε, καθιερώθηκαν σταδιακά ως μαέστροι του κινηματογράφου, παραδίδοντας "επαναστατικές" θεματικά και οπτικά ταινίες ("Under the Sign of Scorpio", 1969, "Σαν Μικέλε", 1971, "Αλονζανφάν", 1974), με κορυφαίους πρωταγωνιστές, όπως ο Τζιάν Μαρία Βολοντέ ή ο Μαρσέλο Μαστρογιάνι. Το αριστούργημά τους ήρθε το 1982 ("Η Νύχτα του Σαν Λορέντζο") αν και ήδη από την προηγούμενη ταινία τους ("Πατέρας Αφέντης", 1977) είχαν αποσπάσει την υψηλότερη διάκριση των Κανών. Σταδιακά, η καριέρα τους ακολούθησε μια πτωτική πορεία, όπως και των περισσότερων εκπροσώπων της ριζοσπαστικής "γενιάς του ’70" ανεξαρτήτως χώρας καταγωγής, μιας και η πολιτικοποιημένη θεματική στην εποχή της νέας ευημερίας ήταν πλέον…ντεμοντέ.
Ακόμα και στις λιγότερο πετυχημένες προσπάθειες τους όμως, οι Ταβιάνι παρέμειναν πιστοί στο ιδεολογικό και αισθητικό τους όραμα, καταφέρνοντας το 2012 να βρεθούν και πάλι στην πρώτη γραμμή του σινεμά με το γοητευτικό ασπρόμαυρο "Ο Καίσαρας Πρέπει να Πεθάνει". Ο "σκληρός" λυρισμός τους ήταν εμφανής και μέχρι τις τελευταίες συνεργασίες τους: τον "Θαυμάσιο Βοκάκιο" του 2015 και την "Μια Προσωπική Ιστορία" (2019), για την οποία συνυπέγραψαν το σενάριο, αλλά ουσιαστικά την σκηνοθέτησε μόνο ο Πάολο, ενώ ο Βιτόριο απεβίωσε μόλις μερικούς μήνες μετά την κυκλοφορία της στην Ιταλία.
Η πρώτη και μοναδική "επίσημη" σόλο σκηνοθεσία του Πάολο ήταν η άνιση "Λεονόρα Αντίο", η οποία κυκλοφόρησε το 2022 και έμελλε να γίνει το κύκνειο άσμα του σκηνοθέτη.