Στις αξεπέραστες ερμηνείες της καριέρας της στη θεατρική σκηνή και τη μεγάλη οθόνη, η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη προσθέτει ακόμα μία, ίσως την πιο εμβληματική, ενσαρκώνοντας τη Φραγκογιαννού, την κεντρική ηρωίδα στη "Φόνισσα" του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, η οποία μεταφέρεται εκ νέου στον κινηματογράφο, 49 χρόνια μετά τη διασκευή του Κώστα Φέρρη. Σε σκηνοθεσία της πρωτοεμφανιζόμενης, στη σκηνοθεσία, Εύας Νάθενα και σενάριο της Κατερίνας Μπέη ("Ευτυχία"), η ταινία μάς μεταφέρει σε ένα απομονωμένο νησιώτικο χωριό των αρχών του 20ού αιώνα, όπου ο θεσμός της προίκας έχει εξαντλήσει οικονομικά και ψυχολογικά τους κατοίκους του. Ανάμεσά τους και μία γυναίκα, η οποία φτάνει στα όριά της εξαιτίας των διαδοχικών κοριτσιών που γεννιούνται στην οικογένειά της, γεγονός που την οδηγεί σε μια σειρά δολοφονιών νεογνών ώστε να τα "προστατέψει" από τα βάσανα που τα περιμένουν στο μέλλον. Για τις περιπλοκότητες αλλά και τις απαιτήσεις του ρόλου της, η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, η οποία πρωταγωνιστεί παράλληλα στις θεατρικές "Τρεις ψηλές γυναίκες" του Μπομπ Ουίλσον (Δημοτικό Θέατρο Πειραιά), μοιράζεται μαζί μας τις σκέψεις της.
Ενσαρκώνετε έναν εμβληματικό χαρακτήρα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ο οποίος κατεξοχήν συνιστά πρόκληση για έναν ηθοποιό. Περιμένατε πως θα είχατε την ευκαιρία να δοκιμαστείτε σε αυτόν το ρόλο;
Ήταν μία από τις επιθυμίες μου, καθώς από την πρώτη στιγμή που διάβασα το μυθιστόρημα είχα μαγευτεί από την προσωπικότητα της Φραγκογιαννούς. Ωστόσο θεωρούσα πιθανότερο να την υποδυθώ στη σκηνή και όχι στον κινηματογράφο, διότι ανεβαίνουν συχνά θεατρικές διασκευές της "Φόνισσας", ενώ στο σινεμά είχε ήδη γίνει μια μεταφορά από τον Κώστα Φέρρη. Παρ’ όλα αυτά, εν μέσω καραντίνας στην Επίδαυρο το 2021, ήμουν μέρος μιας κινηματογραφικής παρέας όπου σε μια συζήτηση εκδηλώθηκε το ενδιαφέρον δύο ανθρώπων να καταπιαστούν με τη "Φόνισσα". Η μία εξ αυτών ήταν η Εύα, η οποία και μου πρότεινε αμέσως τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Εκείνη είχε ήδη αφιερώσει πολλά χρόνια δουλειάς πάνω στο μυθιστόρημα, χωρίς βέβαια να προσδοκά ότι κάποια στιγμή θα γίνει ταινία. Οι δυο μας, κιόλας, γνωριζόμασταν μέσω του θεάτρου, όπου είχα παρατηρήσει πως ήταν η μόνη ενδυματολόγος η οποία, όχι μόνο ερχόταν καθημερινά στις πρόβες, αλλά έδινε και σκηνοθετικές ιδέες. Άρα μου έμοιαζε εξαρχής αυτονόητο ότι εδώ έπρεπε να αναλάβει τη σκηνοθεσία, κάτι στο οποίο την ενθάρρυνα.
Όταν, λοιπόν, έφτασε η ώρα να ενσαρκώσω τη Φραγκογιαννού, αναπόφευκτα ένιωσα ενθουσιασμό αλλά και φόβο. Δεν ήμουν σίγουρη πώς να παίξω κάτι τόσο δύσκολο! Αλλά, με πολλές πρόβες, σύγχρονες ψυχαναλυτικές αναλύσεις, συζητήσεις και τη βοήθεια εξαιρετικών συντελεστριών, όπως η κινησιολόγος Κατερίνα Φωτιάδη και η μέτζο σοπράνο Άννα Παγκάλου, βρέθηκε ο τρόπος. Είχαμε ακόμα και τη συνδρομή μιας μαίας, για να αποτυπωθούν σωστά οι κινήσεις μιας γέννας, όπως συνέβαιναν στις αρχές του 20ού αιώνα. Μια λεπτομέρεια, για παράδειγμα, ήταν πως οι κοπέλες τότε δάγκωναν τις κοτσίδες τους για να προκαλέσουν τάση προς εμετό, ώστε να διευκολυνθούν οι συσπάσεις – πρακτικές που ήταν πολύ σημαντικό να τις γνωρίζουμε, αφού είναι πολλές οι σκηνές που αφορούν τον τοκετό στη "Φόνισσα" και έπρεπε να αποδοθούν όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικά.
Αντίστοιχα πειστική είναι και η απεικόνιση της καταπιεστικής πραγματικότητας που βίωναν οι γυναίκες εκείνη την εποχή.
Βέβαια, επειδή και ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης φρόντισε να ενσωματώσει στο αφήγημά του φαινόμενα τα οποία ήταν μεν γνωστά τότε, αλλά δεν συζητούνταν ανοιχτά. Όπως ότι ήδη από το 1838, η δημογεροντία της Σκοπέλου είχε ζητήσει την κατάργηση της προίκας, επειδή είχε διαπιστώσει πως συνδέεται με "ανομολόγητους φόνους θηλέων βρεφών". Υπήρχαν, άρα, μαρτυρίες ότι πολλές φτωχές οικογένειες ήταν ανήμπορες να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες της προίκας ενός δεύτερου ή τρίτου κοριτσιού. Μάλιστα, από τη γέννα και μέχρι να σαραντίσει ένα παιδί, υπήρχε το περιθώριο ο πατέρας να δώσει εντολή σε έναν άνθρωπο, επ’ αμοιβή, να αναλάβει το σκληρό καθήκον να πνίξει το μωρό. Ο Παπαδιαμάντης δύσκολα θα έθιγε με απόλυτη σαφήνεια ένα τέτοιο θέμα ταμπού, το οποίο κηλιδώνει την εικόνα της ενάρετης ελληνικής οικογένειας. Από τη μεριά της, η Εύα με τόλμη επέλεξε η Φραγκογιαννού να ασκεί αυτό το "επάγγελμα" στην ταινία. Η διαφορά εντοπίζεται σε αυτό που ο Παπαδιαμάντης περιγράφει με τη φράση "ψηλώνει ο νους της", δηλαδή πως από ένα σημείο και έπειτα θολώνει η λογική της και οδηγείται σε φόνους μεγαλύτερων ηλικιών. Ο στόχος μας δεν ήταν σε καμία περίπτωση να δοθεί η εντύπωση ότι δικαιολογούνται οι πράξεις της Φραγκογιαννούς, αλλά να δείξουμε πώς συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες είναι ικανές να γεννήσουν ένα τέρας. Εξάλλου ούτε η ίδια αντέχει τον εαυτό της, αλλά πιστεύει πως κάνει ένα "δώρο" στα θύματά της, απαλλάσσοντάς τα από το κακό που τις περιμένει. Κάτι που γνωρίζει καλά, αφού έχει και η ίδια υποφέρει από τη μητέρα της και ολόκληρο τον περίγυρο στον οποίο ανατράφηκε.
Έτσι κι αλλιώς, η αφήγηση είναι προσηλωμένη στο πολλαπλά οδυνηρό βίωμα της Φραγκογιαννούς.
Ένα από τα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα που μάθαμε μελετώντας σύγχρονες ψυχολογικές αναλύσεις της "Φόνισσας" αφορά τις συμβολικές αυτοκτονίες της πρωταγωνίστριας Χαδούλας, μιας γυναίκας που δεν γνώρισε ποτέ την τρυφερότητα ενός χαδιού. Λένε, λοιπόν, πως, όταν η Φραγκογιαννού δολοφονεί τη συνονόματη εγγονή της, είναι σαν να σκοτώνει τον εαυτό της. Αντίστοιχα, η Μυρσούδα και η Αρετή, που πνίγονται στη στέρνα, έχουν στοιχεία από την ανύπαντρη κόρη της Αμέρσα. Άρα, φόνο το φόνο, διαγράφει κομμάτια του εαυτού της ως κακοποιημένης γυναίκας, μητέρας και γιαγιάς.
Ως ηθοποιός πώς προσεγγίσατε χωρίς γραφικότητα την ενσάρκωση του παραλόγου, στοιχείου κομβικού στη συγκεκριμένη απόδοση της "Φόνισσας";
Πραγματικά, δεν ξέρω! (γέλια) Ήταν ένα από τα στοιχήματα της ταινίας, καθημερινά παίρναμε δημιουργικά ρίσκα. Ξυπνούσαμε από τα χαράματα για να προλάβουμε τα γυρίσματα χωρίς να γνωρίζουμε πού ακριβώς θα μας βγάλει η μέρα. Προσωπικά προσπαθούσα να βρω το σωστό μέτρο, σκεφτόμουν πως αυτή η γυναίκα έχει μέσα της πόνο, απελπισία, απόγνωση, αλλά την ίδια στιγμή πίστευε ότι εκτελούσε το θέλημα του Θεού. Η επικοινωνία με το θείο υπάρχει διαρκώς στις σελίδες του Παπαδιαμάντη, η Φραγκογιαννού συχνά προσεύχεται ή βρίσκεται σε εκκλησία. Σας θυμίζω δε πως η ενστικτώδης αντίδρασή της σε κάποιες περιπτώσεις δεν είναι να σκοτώσει τα παιδιά, αλλά να τα σώσει.
Αλήθεια, ανατρέξατε καθόλου στην αντίστοιχη ερμηνεία της Μαρίας Αλκαίου στη "Φόνισσα" του Φέρρη;
Ενώ είχα δει παλαιότερα την ταινία, προτίμησα να μην τη φρεσκάρω, ώστε να αποφύγω τυχόν μίμηση του παιξίματός της. Την είδα ξανά, όμως, αφού ολοκληρώσαμε τα γυρίσματα.
Μια βασική διαφορά μεταξύ σας εντοπίζεται εύκολα στο μακιγιάζ, το οποίο εδώ μοιάζει σχεδόν ανεπαίσθητο, παρότι πρέπει να ήταν λεπτομερώς φροντισμένο.
Σε αυτό το κομμάτι είχα την τύχη να συνεργαστώ με δύο εξαιρετικούς καλλιτέχνες, την Εύη Ζαφειροπούλου στο μεϊκάπ και τον hair stylist Χρόνη Τζήμο. Η λεπτομέρεια στη δουλειά τους ήταν καθηλωτική, γι’ αυτό και η διαδικασία της προετοιμασίας για κάθε γύρισμα διαρκούσε δυόμισι ώρες, συν μιάμιση για να αφαιρεθεί. Μαζί με τους ικανότατους βοηθούς τους, είχαν χωρίσει το πρόσωπό μου σε περιοχές και δούλευαν μεθοδικά πάνω του. Είχαμε όλοι παρασυρθεί από την πρόκληση της "Φόνισσας", ώστε ήμασταν προσηλωμένοι σε αυτό που έπρεπε να κάνουμε. Φροντίζαμε, βέβαια, να επινοούμε τρόπους αποφόρτισης για να μπορούμε να αντεπεξέλθουμε.
Ως επί το πλείστον, τα γυρίσματα έγιναν στη Λακωνική Μάνη, σωστά;
Ναι, η παραγωγή βρήκε ένα εγκαταλειμμένο χωριό, τα Μουντανίστικα, όπου και έφτιαξαν πάρα πολλές κατασκευές, προκειμένου να δίνεται η εντύπωση ότι κατοικείται. Στη Μάνη βρεθήκαμε Νοέμβριο ώστε να υπάρχει το χαρακτηριστικό συννεφιασμένο γκρίζο στον ουρανό. Ταξιδέψαμε, επίσης, στην Κρήτη για ορισμένες εξωτερικές λήψεις. Θυμάμαι πως για γύρισμα μιας μέρας χρειάστηκε να κάνουμε τρεισήμισι ώρες ανάβαση στον Ψηλορείτη, κουβαλώντας όλο τον εξοπλισμό. Μετά το γύρισμα, η Εύα αστειευόταν ότι ανεβήκαμε και κατεβήκαμε ένα ολόκληρο βουνό για να κάνουμε αυτήν την ταινία. (γέλια)
Πόσο σας δυσκολεύει να συνδυάζετε κάτι τόσο απαιτητικό ερμηνευτικά όπως η "Φόνισσα" με την παράλληλη προετοιμασία για ένα θεατρικό, για παράδειγμα;
Το έχω κάνει στο παρελθόν, αλλά ομολογουμένως δεν είναι ιδανικό. Μια πρόσφατη περίπτωση ήταν η περίοδος που κάναμε την "Ευτυχία". Όταν μου έγινε η πρόταση να παίξω στην ταινία, βρισκόμουν ήδη σε πρόβες για το "Lulu" του Γιάννη Χουβαρδά και είχα κλείσει τη συμμετοχή μου στις "Νεφέλες" του Αριστοφάνη, τις οποίες θα ανέβαζε στην Επίδαυρο ο Δημήτρης Καραντζάς. Επομένως, παρόλο που ήθελα πάρα πολύ να είμαι στην παραγωγή, μου φαινόταν αδύνατον να τα συνδυάσω και τα τρία. Ωστόσο, βρέθηκε η εξής λύση: από τη μία το μεσημέρι μέχρι τις επτά το απόγευμα έκανα πρόβα με τον Χουβαρδά και αμέσως μετά με πήγαιναν στο σετ της "Ευτυχίας" και δουλεύαμε μέχρι τις πέντε το πρωί. Γύριζα σπίτι, κοιμόμουν όσο προλάβαινα και μετά ξανά από την αρχή. Ήταν μια τρέλα! Δυστυχώς, πάντως, έτσι έχει τύχει να χάσω συνεργασίες τις οποίες θα έκανα με ενθουσιασμό. Και ο λόγος είναι απλός: Στο θέατρο οι δουλειές κλείνουν σε βάθος πολλών μηνών ή και διετίας, ενώ στο σινεμά μπορεί να σε φωνάξουν για μια ταινία ακόμα και λίγες εβδομάδες πριν ξεκινήσει η παραγωγή.
Μιας και αναφέρατε το θέατρο, αυτές τις μέρες σας βρίσκουμε στις "Τρεις ψηλές γυναίκες" του Άλμπι σε σκηνοθεσία Μπομπ Ουίλσον στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.
Να μια δουλειά που δεν μπορούσα να αρνηθώ! Η συνεργασία μας ξεκίνησε πριν από ενάμιση χρόνο, διότι ο Ουίλσον έχει μια συγκεκριμένη μεθοδολογία που αναπτύσσεται σε τρία στάδια. Πρώτα έγινε ένα εργαστήριο με όλο το θίασο και τη σταθερή διεθνή ομάδα του που διήρκησε δύο εβδομάδες. Στη συνέχεια, άρχισαν οι πρόβες στο θέατρο με καθετί έτοιμο, από τα κοστούμια και το μακιγιάζ μέχρι τα φώτα. Το τελευταίο κομμάτι ξεκίνησε τον Οκτώβριο και ολοκληρώθηκε στην πρεμιέρα. Σε όλη τη διαδικασία όλοι οι περφόρμερ είχαμε στρατιωτική πειθαρχία, γιατί ο Ουίλσον στήνει τα πάντα από το μηδέν, στιγμή τη στιγμή, μαζί κίνηση, ήχο, φώτα. Αυτό τον βοηθά να δουλεύει με τις αποχρώσεις του φωτός. Σκεφτείτε πως δε μένουν ανεπηρέαστα ούτε τα φίλτρα τα οποία τα ανανέωνε γιατί αλλοιώνονταν από το πέρας του χρόνου, ούτε το φόρεμά μου το οποίο έπρεπε να έχει ένα πολύ συγκεκριμένο χρώμα για να ταιριάζει με το επιθυμητό ύφος. Ακολούθως, για να μας φωτίσει μπορεί να στεκόμασταν ακίνητοι ακόμα και για μισή ώρα. Παράλληλα, θα έδινε οδηγίες για την υποκριτική και τη μουσική του Θοδωρή Οικονόμου, ο οποίος βρισκόταν δίπλα μας στο πιάνο. Τέτοιο πράγμα δεν είχα ξαναζήσει!
Όσο για το έργο του Άλμπι, έχει ξεχωριστή σημασία το ότι ο Ουίλσον δεν το έχει ανεβάσει στο παρελθόν. Αλλά πρόκειται για ένα θεατρικό το οποίο ενώ ξεκινά εντελώς ρεαλιστικά, για να θίξει τη σύγκρουση γενεών και τάξεων, στη δεύτερη πράξη έχει μια απροσδόκητη εξέλιξη. Η κεντρική ηρωίδα παθαίνει εγκεφαλικό και τότε αλλάζει εξ ολοκλήρου το ύφος της παράστασης, όταν και συνειδητοποιούμε πως παρακολουθούμε τον ίδιο χαρακτήρα σε διαφορετικά στάδια της ζωής του. Έτσι προκύπτει το ερώτημα, σε ποια ηλικία είμαστε πραγματικά ευτυχισμένοι; Το οποίο, κιόλας, πιστεύω πως απασχολεί περισσότερο και τον Ουίλσον.
Περισσότερες πληροφορίες
Φόνισσα
Σε ένα νησί του 1900, η χήρα Χαδούλα, πολύτεκνη μάνα και γιαγιά, γίνεται βρεφοκτόνος κοριτσιών θέλοντας να τα σώσει από τη σκληρή μοίρα που τα περιμένει.