Στα τέλη της δεκαετίας του '70 τα slasher movies, διαβόητα βίαιο υποείδος των ταινιών τρόμου, είχαν δύο παρανοϊκούς κατά συρροή δολοφόνους να μακελεύουν αθώα θύματα στη μεγάλη οθόνη: τον Λέδερφεϊς ("Ο Σχιζοφρενής Δολοφόνος με το Πριόνι") και τον Μάικλ Μάγιερς ("Η Νύχτα με τις Μάσκες"). Στον απόηχο τις μεγαλής κινηματογραφικής επιτυχίας των δύο ηρώων αλλά και των έντονων εντυπώσεων που είχαν αφήσει στο κοινό, γεννήθηκε ένας ακόμα χαρακτήρας με τη φιλοδοξία να τους ανταγωνιστεί. Ο λόγος, φυσικά, για τον Τζέισον Βόρχις ο οποίος συστήθηκε κινηματογραφικά το 1980 στο cult "Παρασκευή και 13" (Σον Κάνινγκχαμ).
Παρότι το μοναδικό έτερο αξιοσημείωτο credit του Κάνινγκχαμ ήταν η συμμετοχή του στην παραγωγή του εξαιρετικού horror "Το Τελευταίο Σπίτι Αριστερά" (1972) του εμβληματικού Γουές Κρέιβεν, ο απτόητος σκηνοθέτης έβαλε στόχο να γυρίσει κάτι αντάξιο -αν όχι καλύτερο- της "Νύχτας με τις Μάσκες". Τα κατάφερε (εν μέρει), υιοθετώντας τη βασική σεναριακή δομή της ταινίας του Τζον Κάρπεντερ. Ήτοι, στο "Παρασκεύη και 13" έχουμε ένα δολοφόνο ο οποίος σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της ταινίας είναι απρόσωπος, σκοτώνει ανυποψίαστα θύματα που φαινομενικά το μοναδικό τους "έγκλημα" είναι η σεξουαλική δραστηριότητά τους και τέλος, το αφήγημα διαπνέεται από περίπλοκα mommy issues.
Ως καθαρόαιμο slasher το φιλμ του Κάνινγκχαμ δεν τσιγγουνεύεται το gore, όπως επίσης αποφεύγει τη βαρύγδουπη σημειολογία για να δικαιολογήσει τη σαρωτική βία που απεικονίζει. Για αυτό ο τρόμος του λειτουργεί, είναι ανατριαχιαστικό να σκέφτεσαι πως κάποιος παντελώς αλόγιστα διαμελίζει νεαρά άτομα που απλώς περνούν τις διακοπές τους σε μια κατασκήνωση, όπως συμβαίνει εν προκειμένω. Από την άλλη, το "Παρασκευή και 13" δεν έρχεται χωρίς τις δικές του προσθήκες στο είδος. Ακολουθεί spoiler. Ενώ ο "Σχιζοφρενής Δολοφόνος" και η "Νύχτα" επενδύουν γερά πάνω στον κακό τους, ο Κάνινγκχαμ ανατρέπει τα δεδομένα έχοντας για βασικό ανταγωνιστή των χαρακτήρων όχι τον Τζέισον Βόρχις αλλά τη μητέρα του (έχει τους λόγους της). Έτσι προκύπτει κάτι κινηματογραφικά σπάνιο, ένας βασικός χαρακτήρας να κινεί τα νήματα όντας ως επί το πλείστον απών και παράλληλα, να προετοιμάζεται το έδαφος για τη μελλοντική δράση του σε επόμενες ταινίες. Κοινώς, θα χρειαστεί να φτάσουμε στο "Παρασκευή και 13 - Νο. 3" (1982) για να απεικονιστεί ο Βόρχις φορώντας τη μάσκα του χόκεϊ με την οποία έχει ταυτιστεί στη συλλογική κινηματογραφική μνήμη. Ευτυχώς ξεφορτώθηκε το σακί για τις πατάτες που φόραγε στο "Νο. 2"...
Επί της ουσίας, το "Παρασκευή και 13" είναι φτιαγμένο για να εξιτάρει εύκολα το μαζικό κοινό έχοντας γενναιόδωρα γραφικές σεκάνς, επιτηδευμένες σκηνές θανάτου και με το γάντι ερωτικά στιγμιότυπα. Ωστόσο, η απλότητά του ευθύνεται για το μέγεθος της ανταπόκρισης που γνώρισε. Το φιλμ του Κάνινγκχαμ ήταν μια φθηνή ανεξάρτητη παραγωγή (μόλις 550 χιλιάδων δολαρίων) που αγοράστηκε από την Paramount, το πρώτο slasher που κατάφερε κάτι τέτοιο, φτάνοντας ανέλπιστα να αγγίζει τα 60 εκατομμύρια δολάρια στο παγκόσμιο box office. Κάπως έτσι άνοιξε ο δρόμος για τη δημιουργία ενός franchise που έφτασε να αριθμεί συνολικά 12 ταινίες συνοδεία τηλεοπτικών σειρών, βιβλίων, βιντεοπαιχνιδιών και πολλών ακόμα. Με δεδομένο πως έχουν περάσει σχεδόν 15 χρόνια από την τελευταία φορά που είδαμε τον Βόρχις στο σινεμά, στο κάκιστο reboot του Μάρκους Νίσπελ, υπολογίζοντας επίσης πως υπάρχει μια δημοφιλής τάση αναβίωσης κλασικών ταινιών τρόμου ("Scream", "Ο Εξορκιστής: Πιστός"), υπάρχει ελπίδα και για τον παρανοϊκό μασκοφόρο που μισεί το κάμπινγκ...